Το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία στην ευρύτερη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας θα πρέπει να αποτελεί καίριο ζήτημα κάθε ευνομούμενης πολιτείας.
Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της Eurostat, τον Δεκέμβριο του 2014, περίπου 44 εκατομμύρια άνθρωποι, ηλικίας 15 ως 64 ετών που ζουν σε χώρες της ΕΕ, δηλώνουν κάποιο είδος αναπηρίας που δεν τους επιτρέπει να λάβουν πλήρως μέρος στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Στην Ελλάδα, όπου το 10% του πληθυσμού ανήκει στην κατηγορία των ΑΜΕΑ, το ποσοστό απασχόλησης για άτομα με αναπηρία ανέρχεται στο 35,5% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα άτομα χωρίς αναπηρία αγγίζει το 58,5%.
Εκ των ανωτέρω, γίνεται ευκόλως αντιληπτή η σημαντικότητα της κατάλληλης και ποιοτικής εκπαίδευσης στην προσωπική ανέλιξη των ατόμων με αναπηρία, τα οποία θα πρέπει εφοδιαστούν με επαρκείς γνώσεις και δεξιότητες, προκειμένου να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική ζωή της εκάστοτε χώρας.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται, εν προκειμένω, αφορά στο κατά πόσον υφίσταται στη χώρα μας πρόγραμμα εθνικών δημόσιων πολιτικών για άτομα με αναπηρία ή μαθησιακές δυσκολίες.
Κατ’ αρχήν, από το ίδιο το Σύνταγμά μας προκύπτει δέσμευση και υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας για τη φροντίδα των ατόμων με αναπηρία.
Ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ. 1 Σ αναφέρεται στο δικαίωμα του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, ως πρωταρχική υποχρέωση του Ελληνικού Κράτους. Το άρθρο 5 Σ ορίζει πως ο καθένας μας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας. Πιο εξειδικευμένα δε, στο άρθρο 21 παρ. 3, ορίζεται η υποχρέωση του κράτους να φροντίζει για την υγεία των πολιτών και να παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων. Μέσω των διατάξεων αυτών, θεσμοθετείται το κοινωνικό κράτος δικαίου, καθώς και η κρατική κοινωνική πολιτική.
Επιπλέον, με το άρθρο 12 του Ν. 3549/2007 (ΦΕΚ 69 Α’) προβλέφθηκε για πρώτη φορά η σύσταση και λειτουργία υπηρεσίας υποστήριξης φοιτητών με αναπηρία. Ακολούθησε ο Ν. 4009/2011 (ΦΕΚ 196 Α’), στον οποίο εντοπίζουμε περισσότερες διατάξεις σχετιζόμενες με την πρόνοια ζητημάτων που αφορούν σε φοιτητές με αναπηρία (προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς). Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ξεκάθαρα η ισότιμη, χωρίς διακρίσεις, πρόσβαση στα προγράμματα σπουδών (άρθρο 9, παρ. ΙΣΤ), καθώς και η προφορική εξέταση (άρθρο 33, εδ. 8) σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στο δε άρθρο 24 του Ν. 4074/2011 (ΦΕΚ 88 Α’), με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ (2008), ορίζεται ρητώς ότι: ″Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι τα άτομα με αναπηρίες είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση στη γενική τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην εκπαίδευση ενηλίκων και στη δια βίου μάθηση, χωρίς διακρίσεις και σε ίση βάση με τους άλλους. Για το λόγο αυτό, τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι παρέχεται εύλογη προσαρμογή στα άτομα με αναπηρίες.”.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο Ν. 4485/2017 (ΦΕΚ 114 Α’), στον οποίο προβλέπονται υπηρεσίες υποστήριξης και διασφάλισης της προσβασιμότητας τόσο των φοιτητών όσο και του προσωπικού του Ιδρύματος με ειδικές ανάγκες (άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. γγ’), κοινωνικές παροχές και προσβασιμότητα για υποστήριξη φοιτητών με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αλλά και προσωπικού με αναπηρία (άρθρο 8 παρ. 2 στοιχ. ε’, 13, 34), καθώς και ηλεκτρονική προσβασιμότητα στα ανωτέρω άτομα με σκοπό την εξασφάλιση των εκπαιδευτικών τους αναγκών. Επιπλέον, τα διοικητικά όργανα υπέχουν υποχρέωση ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης σε θέματα δικαιωμάτων ΑμεΑ σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν. 4488/2017.
Η εισαγωγή δε στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ατόμων που πάσχουν από σοβαρές παθήσεις προβλέπεται στο άρθρο 35 του Ν. 3794/2009 (ΦΕΚ 156 Α’), στο άρθρο 39 του Ν. 4186/2013 (ΦΕΚ 193 Α’), στο άρθρο 6 του Ν. 4218/2013 (ΦΕΚ 268 Α’) και στο άρθρο 7 του Ν. 4283/2014 (ΦΕΚ 189 Α’). Σύμφωνα με το ανωτέρω νομοθετικό πλαίσιο, άτομα που πάσχουν από σοβαρές παθήσεις εισάγονται χωρίς εξετάσεις στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθ’ υπέρβαση του αριθμού εισακτέων, σε ποσοστό 5% ανά σχολή ή τμήμα. Συμπληρωματικά των ανωτέρω, έχει εκδοθεί πλήθος υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων που παρέχουν διευκρινίσεις και λεπτομέρειες επί θεμάτων που άπτονται των υποχρεώσεων της Διοικήσεων για ζητήματα που αφορούν άτομα με αναπηρία ή μαθησιακές δυσκολίες.
Στο πλαίσιο μάλιστα του προγράμματος Erasmus+, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υιοθετήσει μία γενική πολιτική που στοχεύει στη διεύρυνση του Προγράμματος στα άτομα με αναπηρίες σε όλες τις δραστηριότητές της, ιδιαίτερα δε, στην εκπαίδευση.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Κυβερνήσεις - μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης υπέγραψαν το 1961 τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, ο οποίος περιλαμβάνει μία σειρά αναφορών στα άτομα με αναπηρία, οριοθετώντας το πεδίο προστασίας και συμμετοχής τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή της εκάστοτε χώρας.
Το 1997 υπεγράφη η Συνθήκη του Άμστερνταμ (τέθηκε σε εφαρμογή το 1999), όπου αποφασίστηκε η λήψη κατάλληλης δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.
Επιπλέον, το 2000, στη Νίκαια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, και η Επιτροπή διακήρυξαν πανηγυρικώς τις αρχές του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά την τροποποίησή του, ο Χάρτης διακηρύχθηκε εκ νέου το 2007, χωρίς όμως να έχει αποκτήσει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Άμεση δε ισχύ απέκτησε με τη θέσπιση της Συνθήκης της Λισαβόνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009. Ο Χάρτης, στηρίχθηκε εξ αρχής στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950 και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1989. Στα άρθρα 21 και 26 αναφέρει ότι η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να επωφελούνται μέτρων που θα τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο.
Σε διεθνές επίπεδο, η Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (2006) αποτελεί σταθμό στην προστασία των δικαιωμάτων των ΑμεΑ, καθώς τα περιγράφει με πλήρη σαφήνεια και διεξοδικότητα, καθορίζοντας τις υποχρεώσεις των κρατών μελών του ΟΗΕ απέναντι στα άτομα με αναπηρία και προτείνοντας μέτρα για την ικανοποίηση των αναγκών τους ως ισότιμων πολιτών της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Με το άρθρο 24 της Σύμβασης τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ΑμεΑ στην εκπαίδευση και δεσμεύονται να εξασφαλίσουν ένα σύστημα ενταξιακής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα και δια βίου μάθηση που αποσκοπεί: (α) στην πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων και την αίσθηση αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης, στην ενίσχυση του σεβασμού για τα δικαιώματα του ανθρώπου, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και την ανθρώπινη ποικιλομορφία, (β) στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, των ταλέντων και της δημιουργικότητας των ΑμεΑ, όπως επίσης και των διανοητικών και σωματικών ικανοτήτων, στο μέγιστο βαθμό, (γ) στη διευκόλυνση των ΑμεΑ προκειμένου να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε μια ελεύθερη κοινωνία.
Εξίσου σημαντικά είναι και τα εξής κείμενα: η Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1948), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (ΟΗΕ 1966), η Διακήρυξη 2856/20.12.71 των Δικαιωμάτων των Πνευματικά Καθυστερημένων Ατόμων (ΟΗΕ 1971), η Διακήρυξη 3447/9.12.75 των Δικαιωμάτων των Αναπήρων Ατόμων (ΟΗΕ 1975) και η Διακήρυξη SUNDBERG για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ (1981).
Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές πως το εκάστοτε κράτος οφείλει να εξασφαλίσει ότι τα ΑμεΑ και τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες δεν θα αποκλείονται από το γενικό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, λόγω της αναπηρίας τους, και επιπλέον, θα πρέπει να τους παρέχεται πρόσβαση σε ποιοτική και δωρεάν εκπαίδευση, με όρους ισότητας και αποτελεσματικών εξατομικευμένων μέτρων υποστήριξης, έτσι ώστε να αποκτήσουν επαρκείς δεξιότητες και να διευκολυνθεί η συμμετοχή τους στην κοινωνία.
Ένα κράτος οφείλει να προάγει πολιτικές προς αποφυγή διακρίσεων, οφείλει να διαβουλεύεται με τους εμπλεκόμενους φορείς, να ενθαρρύνει την εκπαίδευσή τους, να ελέγχει την εφαρμογή των εξατομικευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων και να διασφαλίζει την προσιτότητα του εκπαιδευτικού συστήματος στα άτομα με αναπηρία, συμπεριλαμβανόμενης και της παροχής προσωπικής υποστήριξης και εύλογων διευκολύνσεων (εξοπλισμός, προφορικές εξετάσεις κλπ), ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες τους.
Όσο καλές όμως και να είναι κάποιες πολιτικές, όσο ευρύ και αν είναι το πλαίσιο το οποίο καλύπτουν, αυτές καθίστανται πλήρως αναποτελεσματικές εάν ελλείπουν ο κατάλληλος σχεδιασμός, οι απαραίτητες γνώσεις και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας.
Η προσπάθεια προστασίας των ατόμων με αναπηρία από τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι ένα δύσκολο στοίχημα, που απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες, αρχικώς από τη δρώσα διοίκηση και δευτερευόντως, από τους ίδιους τους πολίτες.