Πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση για όλους και όχι για τους λίγους, τώρα!

Οι νέοι μας αξίζουν καλύτερη εκπαίδευση και κατάρτιση μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη.
virojt via Getty Images

Η πρόκληση για την εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν είναι τόσο η προχρηματοδότηση της αλλά η αναποτελεσματικότητα της, δηλαδή η χαμηλή ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών και εκπαίδευσης των νέων σε σύγκριση με τους διατιθέμενους πόρους (ανθρώπινο δυναμικό, υποδομές, χρηματοδότηση).

Πρόσφατες μελέτες (OCDE, 2012, 2015; UNESCO UIS 2015) για την περίοδο 2000 – 2012 επιβεβαιώνουν ότι ενώ η συνολική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν υπολείπεται άλλων οικονομικά όμοιων χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, εν τούτοις τα σχολικά αποτελέσματα είναι πενιχρά και ανησυχητικά. Όταν στην τελευταία έκθεση της ΓΣΕΕ (2015) τεκμηριώνεται ως πρώτο συμπέρασμα η υποχρηματοδοτηση (4, 4 δισ.) σε αυτό το ποσό δεν λαμβάνεται υπόψη η επιπλέον ιδιωτική χρηματοδότηση των νοικοκυριών.

Όλοι γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα, περισσότερο από αλλού, η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης περιλαμβάνει τόσο την δημόσια επένδυση (η συνεισφορά των φορολογουμένων), καθώς και την επιπλέον επένδυση των νοικοκυριών για τη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης, όπως φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία, βιβλία, λογισμικά και αλλά αγαθά, που δεν ικανοποιούνται από την παρεχόμενη δωρεάν δημοσιά εκπαίδευση. Για παράδειγμα το έτος 2012, η χρηματοδότηση για την εκπαίδευση προήλθε από τις εξής πήγες: η δημόσια 7,9 δις Ευρώ και η ιδιωτική 4,5 δις Ευρώ (’ΚΑΝΕ/ΓΣΕΕ 2014). Το εκπληκτικό είναι ότι η ιδιωτική χρηματοδότηση παράμεινε σχεδόν σταθερή πάρα την κρίση, τουλάχιστον μέχρι το 2013, (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΣΕ 2014). Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά στην προσπάθεια τους να αγοράσουν εκπαιδευτικά αγαθά, μείωσαν την αγορά άλλων βασικών αναγκών (ένδυση, τρόφιμα, υγειά, κλπ.)!

Παρόλο την διπλή επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών για την χρηματοδότηση την εκπαίδευσης, που συνεπάγεται μεγάλες θυσίες λόγω κρίσης, τα αποτελέσματα των μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, όσον αφορά βασικές γνώσεις και δεξιότητες δεν είναι εξίσου εντυπωσιακά, αλλά μάλλον ανησυχητικά, όπως φαίνεται από τις συγκριτικές μελέτες του ΟΟΣΑ (PISA 2012 και PISA 2015) και την έκθεση ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ 2015. Η Ελλάδα έχει χαμηλές θέσεις όσον αφορά τη μέση επίδοση στα Μαθηματικά, στην Ανάγνωση και στις Φυσικές Επιστήμες.

Επιπλέον, οι επιδόσεις των μαθητών στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από εσωτερική παγίωση όσον αφορά την δυνατότητα των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις να μετακινηθούν σε υψηλότερες κατηγορίες επίδοσης, οι οποίες δεν αμβλύνονται με την φοίτηση. Μόνο ένας μικρός αριθμός μαθητών με τις χαμηλότερες επιδόσεις καταφέρνει να μετακινηθεί σε κατηγορίες υψηλοτέρων επιδόσεων, κάτι που επιτεύχθηκε με μεγάλη επιτυχία στην Σαγκάη και σε άλλες χώρες (World Bank, 2015).

Λαμβάνοντας υπόψη την δυσβάσταχτη λόγω κρίσης συμπληρωματική επένδυση των νοικοκυριών σε εκπαιδευτικά αγαθά εκτός δημοσίου σχολείου, η πιο δίκαιη, φιλολαϊκή πολιτική που μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει, θα ήταν ένα πλέγμα πολιτικών, για τη βελτίωση των σχολικών αποτελεσμάτων στο δημόσιο σχολείο με έμφαση στη γλώσσα, τα μαθηματικά και τις επιστήμες, εκεί δηλαδή που παίζεται το δράμα της σχολικής αποτυχίας και της εγκατάλειψης. Αυτό απαιτεί ένα εθνικό όραμα με συγκεκριμένους, μετρήσιμους στόχους.

Η επόμενη εθνική στρατηγική θα πρέπει να έχει ως κέντρο τη σημαντική βελτίωση των επιδόσεων κυρίως στα βασικά μαθήματα, για όλους τους μαθητές και όχι μόνο για τους λίγους (οι γνώσεις και δεξιότητες για τον 21 αιώνα). Και επειδή δεν είναι δυνατόν να μετρηθούν τα πάντα, ως ενδεικτικός δείκτης, μπορεί να ληφθεί ο βαθμός βελτίωσης των γνωστικών επιδόσεων σε επιλεγμένες φάσεις της εκπαίδευσης, από την προσχολική μέχρι και την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την δια βίου μάθηση.

Πώς γίνεται η παρακολούθηση της προόδου των γνωστικών επιδόσεων;

Σε όλο και περισσότερες χώρες στην Ευρώπη η ποιότητα της εκπαίδευσης αξιολογείται σε επίπεδο σχολείου. Με άλλα λόγια το σημείο εκκίνησης είναι να γνωρίζουν όλοι, οι δάσκαλοι, ο διευθυντής, οι μαθητές, οι γονείς και η κοινότητα ποιες είναι οι γνωστικές επιδόσεις σε κάθε σχολείο και πως βελτιώνονται σε βάθος χρόνου.

Είναι φανερό ότι η αισθητή βελτίωση των γνωστικών επιδόσεων, εκτός από την πρόοδο στην αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης , θα προσδώσει μεγάλη ανάσα στις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες που θα ελαφρυνθούν κάπως από την πίεση να αναγκάζονται να αγοράζουν εκπαιδευτικά αγαθά εκτός σχολείου. Η μετρήσιμη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης αποτελεί την πιο δίκαιη στρατηγική παρέμβαση προς όφελος των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων.

Μια τέτοια βελτίωση δεν μπορεί βέβαια να υλοποιηθεί με τυχαία μετρά και ανακοινώσεις η με γενικές διακηρύξεις για στόχους που κάνεις δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να αξιολογήσει, (αδύναμη λογοδοσία) όπως η αλλαγή του συστήματος εισόδου στα πανεπιστήμια, ή η εισαγωγή του συνεργατικού σχολείο, που παραπέμπει σε απαρχαιωμένους πειραματισμούς του μέσου του 20 αιώνα, η αντικατάσταση των βιβλίων και οι επιπλέον διορισμοί χωρίς σχεδιασμό σε βάθος χρόνου. Τον 21 αιώνα ακόμη και οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ολοκληρωμένο στρατηγικό σχεδιασμό και δεν ανακοινώνουν αποσπασματικά μέτρα για την εκπαίδευση. Απαιτείται ολοκληρωμένος εθνικός σχεδιασμός με μετρήσιμους στόχους και κοστολογημένες δράσεις και εξασφαλισμένους πόρους.

Ο εθνικός σχεδιασμός για την Εκπαίδευση 2030 στην Ελλάδα πρέπει να στηρίζεται στις παρακάτω συνθήκες:

1. Έμπνευση από τους νέους στόχους - εκπαίδευση 2030. Η νέα στρατηγική για την εκπαίδευση στην Ελλάδα πρέπει να συνδέεται άμεσα με τις διεθνείς τάσεις και το όραμα Εκπαίδευση 2030, Sustainable Development SDG 2030, UNESCO.

2. Η βελτίωση των βασικών δεξιοτήτων (δεξιότητες του 21ου αιώνα) και η μείωση των εσωτερικών ανισοτήτων, στο κέντρο της εθνικής στρατηγικής. Τι πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι μαθητές και να ποιες βασικές δεξιότητες πρέπει να έχουν; Αυτοί πρέπει να είναι ενδεικτικοί και εύκολα μετρήσιμοι στόχοι. Δεν αναιρούνται οι υψηλότεροι στόχοι που συνδέονται με τις κοινωνικό -συναισθηματικές δεξιότητες, τις ανθρωπιστικές αξίες, άλλα δεν είναι εύκολο να μετρηθούν. Οι εταίροι, οι γονείς, οι μαθητές, οι κοινότητες πρέπει να γνωρίζουν ποιες είναι οι επιδόσεις των σχολείων όσον αφορά την μάθηση, ποιες είναι οι τάσεις σε βάθος χρόνου. Οι εταίροι με επικεφαλής την εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν την στρατηγική βελτίωσης των σχολικών αποτελεσμάτων και μείωσης των εσωτερικών ανισοτήτων, να επιβραβεύσουν τα σχολεία που βελτιώνονται, και να σχεδιάσουν δράσεις ενίσχυσης των σχολείων που μένουν πίσω. Δηλαδή, ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης με στόχο υψηλού επιπέδου σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα.

3. Άμεση σύνδεση της εκπαίδευσης και έρευνας με την παραγωγή και τους εθνικούς αναπτυξιακούς στόχους και ιδιαίτερα με την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση (artificial intelligence, robotics, the Internet of Things, autonomous vehicles, 3D printing, quantum computing, nanotechnology).

4. Χρήση των μεγάλων δεδομένων (big data): Το πλαίσιο εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση πρέπει να στηρίζεται σε εμπεριστατωμένες μελέτες, εθνικές και διεθνείς αξιολογήσεις των σχολικών αποτελεσμάτων, αναλύσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων, των πόρων και του ανθρωπίνου δυναμικού, των δημογραφικών τάσεων και των «big data”. Η διαβούλευση με τους εταίρους έπεται. Απαιτείται λοιπόν, εθνικός κοστολογημένος σχεδιασμός για πρόσβαση σε ποιοτικά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα από την προσχολική εκπαίδευση μέχρι την τριτοβάθμια. Πρόσβαση χωρίς ποιότητα είναι άνιση και άδικο και αφήνει τους πολλούς πίσω ενώ μια ομάδα εκλεκτών (ελιτ) προχωρά!. (Sustainable Development Goals 2030, UNESCO). Η ανάπτυξη, η πρόοδος και η ευημερία της χώρας εξαρτάται από την βελτίωση της ζωής όλων και όχι των λίγων.

Εξαιρετικά σχολεία για όλους και όχι για τους λίγους. Εθνικό σχέδιο για να κλείσει το εκπαιδευτικό χάσμα!

Καθώς η χώρα μας διανύει μια από τις σοβαρότερες δημοσιονομικές κρίσεις δεν έχει την πολυτέλεια για αποσπασματικά μέτρα ούτε για άκριτες αντιγραφές από άλλα εκπαιδευτικά συστήματα με διαφορετικές προκλήσεις. Απαιτείται πολύ υψηλού επιπέδου στρατηγικός σχεδιασμός με στόχο την άμεση βελτίωση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών και των δεξιοτήτων και γνώσεων όλων των νέων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογικών δεξιοτήτων για τον 21 αιώνα. Ο στρατηγικός σχεδιασμός με μετρήσιμους στόχους θα ενισχύσει την λογοδοσία, θα επιβραβεύσει τις εξαιρετικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες και θα καθοδηγήσει τις εκπαιδευτικές πολιτικές. Ο στόχος «Ποιοτική Εκπαίδευση 2030» του ΟΗΕ και οι καλές πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Ε.Ε. Ευρυδίκη, 2017) ας εμπνεύσουν την βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα τώρα. Οι νέοι μας αξίζουν καλύτερη εκπαίδευση και κατάρτιση μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη.

Δημοφιλή