Ο Σαλμάν Ρούσντι έκανε το βράδυ της Πέμπτης 18 Μαΐου, την πρώτη, όσο και απροσδόκητη δημόσια εμφάνιση του, εννέα μήνες μετά την επίθεση που δέχτηκε τον περασμένο Αύγουστο, η οποία προκάλεσε παγκόσμιο σοκ και παρ’ ολίγο να του κοστίσει τη ζωή.
Ο διάσημος Βρετανός ινδικής καταγωγής συγγραφέας, έδωσε το «παρών» στο ετήσιο γκαλά της οργάνωσης PEN America, όπου έλαβε την τιμητική διάκριση PEN Centenary Courage Award και πήρε τον λόγο κλείνοντας με την ομιλία του την εκδήλωση.
«Είναι ωραίο να επιστρέφω -σε αντίθεση με το να μην επέστρεφα, κάτι που ήταν επίσης μια πιθανότητα. Χαίρομαι που η τύχη το ’φερε έτσι», είπε ο 75χρονος Ρούσντι, στο κοινό που συγκεντρώθηκε στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και τον υποδέχτηκε με ένα standing ovation.
«Συνεπώς, δέχομαι αυτό το βραβείο, εκ μέρους όλων όσοι έσπευσαν να με σώσουν. Εκείνη την ημέρα εγώ ήμουν ο στόχος, αλλά αυτοί ήταν οι ήρωες. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι, σίγουρα δεν θα ήμουν εδώ σήμερα. Τους χρωστάω τη ζωή μου», σημείωσε ο Ρούσντι, εμφανώς συγκινημένος, με μια φωνή που ακουγόταν πιο εύθραυστη από ό,τι συνήθως και φορώντας γυαλιά με μαύρο φακό στο δεξί μάτι, καθώς οπως είχε γίνει γνωστό, μετά την επίθεση έχει χάσει την όραση από το ένα μάτι, όπως και τη λειτουργία του ενός χεριού του.
«Και έχω να προσθέσω κάτι τελευταίο. Η τρομοκρατία δεν θα πρέπει να μας τρομοκρατεί. Η βία δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει. Ο αγώνας συνεχίζεται».
Ο Σαλμάν Ρούσντι έγινε στόχος από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τη δημοσίευση του μυθιστορήματός του «Σατανικοί Στίχοι», το οποίο ο Ρουχολάχ Χομεϊνί, θρησκευτικός αλλά και πολιτικός ηγέτης του Ιράν, καταδίκασε ως βλάσφημο εξαιτίας των αποσπασμάτων που αναφέρονται στον προφήτη Μωάμεθ, ζητώντας τη δολοφονία του συγγραφέα, απόφαση που διατάραξε τις σχέσεις της Βρετανίας με το Ιράν.
Επί σειρά ετών ο Ρούσντι κρυβόταν, ζώντας υπό αστυνομική προστασία. Η κυβέρνηση του Ιράν ανακοίνωσε το 1998 ότι δεν υποστηρίζει πλέον το θρησκευτικό διάταγμα, ωστόσο ιρανικό θρησκευτικό ίδρυμα φέρεται να επικήρυξε τον συγγραφέα για 3 εκατ. δολάρια.
Σύμφωνα με τους The New York Times οι «Σατανικοί Στίχοι», ακόμη και πριν από τον φετφά είχαν απαγορευτεί σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Μπαγκλαντές, του Σουδάν, της Σρι Λάνκα και της Ινδίας, γενέτειρας του συγγραφέα, για περισσότερο από μια δεκαετία. Το βιβλίο πυροδότησε διαμαρτυρίες, επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία, ενώ αντίτυπα του ρίχτηκαν στην πυρά.
Ο Ρούσντι είχε αφηγηθεί τα γεγονότα στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Τζόζεφ Άντον», που κυκλοφόρησαν το 2012 -ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσε όταν κρυβόταν, προς τιμήν των αγαπημένων του συγγραφέων, Τζόζεφ Κόνραντ και Άντον Τσέχοφ.
«Οι λέξεις είναι οι μόνοι νικητές»
Σχεδόν έξι μήνες μετά τη δολοφονική επίθεση και ενώ ο Σαλμάν Ρούσντι ήταν σε φάση ανάρρωσης, με τον λογοτεχνικό κόσμο να συσπειρώνεται δυναμικά στο πλευρό του, ο συγγραφέας κυκλοφόρησε το νέο του μυθιστόρημα.
Το «Victory City», όπως είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του, μιλά για τη δημιουργία των μύθων, την αφήγηση και τη δύναμη της γλώσσας.
Η ιστορία εκκινεί στον απόηχο μιας ασήμαντης μάχης ανάμεσα σε δύο ξεχασμένα βασίλεια στη νότια Ινδία του 14ου αιώνα, με ένα κορίτσι, την Pampa Kampana, που έχει χάσει τη μητέρα της. Το εννιάχρονο παιδί συναντά μία θεά που της δίνει δυνάμεις πέρα από την κατανόηση του, και το καθήκον να δώσει στις γυναίκες ίση εξουσία. Η θεά της λέει ότι θα συμβάλει καθοριστικά στην άνοδο μιας μεγάλης πόλης που ονομάζεται Bisnaga, «πόλη της νίκης». Η Pampa Kampana ζει σχεδόν 240 χρόνια, αρκετά για να δει την άνοδο και την πτώση της αυτοκρατορίας της στη νότια Ινδία, αλλά η μεγάλη κληρονομιά της είναι ένα επικό ποίημα. «Το μόνο που μένει είναι αυτή η πόλη των λέξεων», γράφει η ποιήτρια Pampa Kampana στο τέλος του έπους της, το οποίο θάβει σε ένα δοχείο αφήνοντας ένα μήνυμα για τις επόμενες γενιές. «Οι λέξεις είναι οι μόνοι νικητές».
Με πληροφορίες από Associated Press