Κείνη τη νύχτα στεκόταν όρθια. Το ίδιο σαστισμένη, επειδή -παρά όσα τόσο καιρό έμαθε- δεν ήξερε αν πρέπει περισσότερο να λυπηθεί για αυτά που αφήνει ή να χαρεί για όσα πιστεύει πως έρχονται.
Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν περίεργη. Σαν να είχε ανακατευτεί η ζέστη που έβγαινε από το τζάκι με τη μυρωδιά του φρεσκοβαμμένου τοίχου. Το ημίφως έκανε τους τόνους των διαφόρων χρωμάτων να φαίνονται παρόμοιοι και όσο αυτά ατονούσαν τόσο κορυφωνόταν η ένταση της στιγμής.
Εκείνη πάλι, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τη φλόγα. Μέσα της έβλεπε ολόκληρη τη ζωή. Και εκείνους που έφυγαν και τα μελλούμενα που νόμιζε πως θα έρθουν. Το ένα λεπτό έσκυβε σκυθρωπή τα βλέφαρα για να δώσει τιμή στους πρώτους και το άλλο -λες και της έγνεφαν τα πάσης φύσεως δαιμόνια, μέσα της και έξω της- ορθάνοιγε την κόρη των ματιών της για να χωρέσουν από το μέλλον όσα η φορτωμένη της ψυχή ήθελε να αφήσει πίσω στο παρελθόν. Όσα επιθυμούσε να αντικαταστήσει με σκέψεις ελαφρύτερες, αισθήματα αγνότερα, συλλογισμούς που δεν θα έμοιαζαν με μια ξεθωριασμένη αχτίδα που ψάχνει, εδώ και καιρό, με αγωνία, να βρει τη χαραμάδα που της ανήκει.
Με τα λόγια του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα του 19ου αιώνα, κείνη η νύχτα θα ήταν η αρχή μιας καινούριας ζωής. Όχι πως θα άρχιζε έναν καινούριο τρόπο ζωής μα το καθετί που θα της τύχαινε ύστερα από την εποχή αυτή θα έπαιρνε στα μάτια της μιαν εντελώς διαφορετική σημασία.
Καλή Χρονιά 2022.