Πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ που θα φθάνουν έως και 5,19% το 2022, καθώς και ρυθμούς ανάπτυξης 2% το 2018, 2,4% το 2019, 2,3% το 2020, 2,1% το 2021 και 1,8% το 2022, προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022.
Παράλληλα, προβλέπει σημαντική μείωση της ανεργίας από το 19,9% το 2018 στο 14,3% το 2022, καθώς και περιθώρια για στοχευμένες μειώσεις φόρων που θα ανακατανείμουν το βάρος.
Την αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, κάνει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο μέσω έκθεσής του, την οποία ανάρτησε στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, υπογεγραμμένη από τον πρόεδρό του Παναγιώτη Κορλίρα.
Μεταξύ άλλων, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υιοθετεί υπό προϋποθέσεις τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής:
Σε ότι αφορά τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, σημειώνει ότι είναι απαιτητικός - ωστόσο οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις που καταγράφηκαν το 2016 και το 2017 καθιστούν θεμιτή την εκτίμηση ότι είναι επιτεύξιμη η στόχευση αυτή.
Για τα έσοδα εκτιμά ότι οι καλές επιδόσεις των τελευταίων ετών θα μπορούσαν να διατηρηθούν υπό προϋποθέσεις τα επόμενα έτη. Για αυτό και επισημαίνει ότι «σ’ αυτό το πλαίσιο παρέχεται η δυνατότητα στις δημοσιονομικές αρχές, να προβούν μετά τη λήξη του προγράμματος χρηματοοικονομικής διευκόλυνσης, στις διορθωτικές εκείνες κινήσεις που θα μπορούσαν να ανακατανείμουν στοχευμένα το φορολογικό βάρος, με τρόπο που θα ανακουφίζει μερικώς από την φορολογική κόπωση, ενώ συνάμα θα συντηρεί το συνολικό ύψος των φορολογικών εσόδων...».
Σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης, στην έκθεση τονίζεται ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επανέλθει σε τροχιά διατηρήσιμης μεγέθυνσης με μεσο-μακροχρόνια περίοδο, εφόσον ολοκληρωθεί το ισχύον πρόγραμμα, αποφασισθούν τα μέτρα για το χρέος και εφαρμοσθεί το αναπτυξιακό σχέδιο. Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει επίσης, ότι η εφαρμογή των αντισταθμιστικών μέτρων μπορεί να αμβλύνει την περιοριστική επίπτωση από τη μείωση των συντάξεων το 2019, και ιδίως του αφορολόγητου το 2020, και να συνδράμει στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Στη έκθεση αναφέρεται ότι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόσθηκε, ακολουθήθηκε με επιτυχία ως προς την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων τα τελευταία χρόνια - αλλά όχι χωρίς σημαντικό κόστος για την αύξηση του ΑΕΠ. Με αυτήν την έννοια, όπως τονίζεται, οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα κρίνονται καταρχήν εφικτοί.
Αναλυτικότερα, με βάση την έκθεση, το πρωτογενές πλεόνασμα βάσει των εκτιμήσεων του υπουργείου Οικονομικών προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 3,56% το 2018, στο 3,96% το 2019, στο 4,15% το 2020, στο 4,53% το 2021 και στο 5,19% το 2022. Ο Δημοσιονομικός Χώρος που δημιουργείται είναι 11 εκατ ευρώ το 2018, 866 εκατ ευρώ το 2019, 1,287 δισ. ευρώ το 2020, 2,112 δισ. ευρώ το 2021 και 3,582 δισ. ευρώ το 2022.
Το ύψος των εσόδων της γενικής κυβέρνηση αναμένεται να διαμορφωθεί στα 91,632 δισ. ευρώ το 2022 από 86,861 δισ. ευρώ το 2018.
Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 19,9% το 2018, στο 18,2% το 2019, στο 16,6% το 2020 και να περιορισθεί περαιτέρω στο 15,4% το 2021 και στο 14,3% το 2022.
Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 0,6% το 2018, στο 1,2% το 2019, στο 1,3% το 2020, στο 1,5% το 2021 και στο 1,7% το 2022.