Την Παρασκευή 10 Μαρτίου, κατόπιν διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα σε κινεζικό έδαφος, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία συμφώνησαν στην αρχική εξομάλυνση των διμερών τους σχέσεων. Η εν λόγω συμφωνία, πέραν της αποκατάστασης των διπλωματικών τους σχέσεων οι οποίες είχαν διακοπεί πριν επτά χρόνια, καταδεικνύει και την αυξημένη πλέον επιρροή της Κίνας -και- στην Μέση Ανατολή. Εύλογα ανακύπτει όμως το εξής ερώτημα: για ποιο λόγο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατόρθωσαν ή δεν επιδίωξαν ή δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον συγκεκριμένο διακανονισμό;
Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αμερικανική υπεροχή στο διεθνές σύστημα ήταν αδιαμφισβήτητη. Καθ′ όλη τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν πολιτική απομόνωσης και περιορισμού του Ιράν στην περιοχή, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο της Προεδρίας Μπάρακ Ομπάμα. Η ανεπιφύλακτη υποστήριξη προς το κράτος του Ισραήλ πρωτίστως και της Σαουδικής Αραβίας δευτερευόντως συνιστούσαν τις κυρίαρχες επιλογές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο. Σε ποιο βαθμό αυτές οι αποφάσεις εξυπηρετούσαν το αμερικανικό συμφέρον, αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτείων, κυρίως σε ακαδημαϊκό, όχι τόσο σε πολιτικό επίπεδο.
Είναι γνωστό ότι τη δεκαετία του ’90 επί προεδρίας του Μοχάμετ Χαταμί (1997-2005) το Ιράν επιδίωξε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες στόχευαν στην βελτίωση του πλαισίου προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των Ιρανών, και επιθυμούσε να προσεγγίσει εκ νέου τη Δύση. Οι Πρόεδροι Μπιλ Κλίντον -κυρίως- και Τζορτζ Μπους (ο νεότερος), δεν ανταποκρίθηκαν στο διπλωματικό άνοιγμα της Τεχεράνης.
Αν η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Ιράν και Σαουδικής Αραβίας θίγει τα αμερικανικά συμφέροντα, τότε συνιστά μία αρνητική εξέλιξη την οποία η αμερικανική διπλωματία δεν κατόρθωσε να αποτρέψει.
Αν εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα, τότε γιατί δεν δρομολογήθηκε από την αμερικανική πλευρά και δόθηκε η πρωτοβουλία στην Κίνα;
Σ’ αυτήν την περίπτωση τίθεται θέμα εσφαλμένου προσδιορισμού του εθνικού συμφέροντος στο πλαίσιο του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Στο πεδίο της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων το ερευνητικό ερώτημα έγκειται σε ποιο βαθμό οι αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική συνάδουν πάντα με έναν ορθολογικό προσδιορισμό του συμφέροντος και ποια είναι τα αποτελέσματα των μη-ορθολογικών επιλογών. Ήταν εν τέλει ορθολογική η συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτείων έναντι του Ιράν τις προηγούμενες δεκαετίες; Η συζήτηση μόνο νέα δεν είναι, πόσω μάλλον στην περίπτωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή.
Ακολούθως και συναφώς, πόσο εφικτή θα είναι πλέον η συμπόρευση της ΕΕ με τις ΗΠΑ, όσον αφορά τη διαιώνιση των κυρώσεων έναντι του Ιράν;
Ο Kenneth Waltz επισήμανε εγκαίρως ότι τα κράτη, αν και -τρόπον τινά- «κοινωνικοποιούνται» εντός του διεθνούς συστήματος ώστε να ακολουθούν ορθολογικές επιλογές, σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν λανθασμένες αποφάσεις. Συμπληρώνοντας τον συλλογισμό του καταλήγει πως σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα κράτη «πληρώνουν» το κόστος του ανορθολογισμού τους.
Ο Πρόεδρος Ομπάμα, με διαφορά ο επαρκέστερος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, είχε αντιληφθεί το αδιέξοδο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην συγκεκριμένη περιοχή υπογράφοντας συνθήκη για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν από τη διεθνή κοινότητα.
Ο διάδοχός του Ντόναλντ Τράμπ εγκατέλειψε την συνθήκη και την προοπτική μίας αρχικής προσέγγισης ΗΠΑ - Ιράν, ικανοποιώντας τις ισραηλινές και σαουδαραβικές ανησυχίες, όχι όμως και το αμερικανικό συμφέρον.
Πλέον, η περίοδος κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να υιοθετούν «σπάταλες» διπλωματικές, στρατηγικές και οικονομικές πρακτικές έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί στην Μέση Ανατολή και αλλαχού…