ReArmEurope: Η Ελλάδα, η Κύπρος, οι ευκαιρίες και ο διάβολος που κρύβεται στις λεπτομέρειες

Είναι ώρα κρίσιμων και δύσκολων αποφάσεων για την επιβίωση του Ελληνισμού και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Crossed arms soldier with national waving flag on background - European Union Military theme.
Crossed arms soldier with national waving flag on background - European Union Military theme.
sezer ozger via Getty Images

Οι ιστορικές αποφάσεις που έλαβε το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 6/3 στις Βρυξέλλες, σηματοδοτούν το πέρασμα σε μία νέα εποχή. Για την Ελλάδα και για την Κύπρο, οι οποίες δεν σταμάτησαν ποτέ να δαπανούν μεγάλα ποσά κατά καιρούς, στην αμυντική τους θωράκιση, λόγω της τουρκικής απειλής, οι εξελίξεις αυτές ίσως να αποτελέσουν και μία δικαίωση.

Εδώ και πολλά χρόνια άλλωστε, η χώρα μας ανεξάρτητα από κυβερνήσεις ζητά η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) να γίνει πράξη και τα ευρωπαϊκά σύνορα αλλά και συμφέροντα να προασπίζονται ως τέτοια.Ήταν άλλωστε η Κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη που είχε πρωτοστατήσει κατά τις διαπραγματεύσεις για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα για τη θέσπιση μιας «ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής» σύμφωνα με την οποία η ΕΕ θα συνέδραμε τα κ-μ της που πέφτουν θύματα εξωτερικής επίθεσης (που μετά την καταψήφιση του ευρωσυντάγματος μετεξελίχθηκε σε «ρήτρα αμοιβαία άμυνας» στη Συνθήκη της Λισαβόνας).

Για πρώτη φορά η ΕΕ αναγκάζεται να διαμορφώσει ένα αυτόνομο (αρχικά) από το ΝΑΤΟ, ευρωπαϊκό σύστημα συλλογικής ασφάλειας, να τονώσει καθοριστικά την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία και να συνεχίσει να βοηθά, μόνη της πια,την Ουκρανία στην προσπάθειά αυτής να επιβιώσει ως κυρίαρχο κράτος. Το ύψος του ποσού του προγράμματος Re-armEurope, το οποίο ανέρχεται σε 800 δισ ευρώ, τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν προταθεί και η ρήτρα διαφυγής των αμυντικών δαπανών από το Σύμφωνο Σταθερότητας που αποφασίστηκε, δείχνουν ότι σε πρώτη φάση, φαίνεται να υπάρχει αντίληψη της σοβαρότητας της απειλής που αντιμετωπίζει πια η ΕΕ.

Για Ελλάδα και Κύπρο, το Re-armEurope αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία να αντιμετωπίσουν ολιστικά τα ζητήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζουν και ίσως να ενισχύσουν την έως σήμερα δυστυχώς αναιμική εθνική αμυντική βιομηχανία τους. Το προσεχές χρονικό διάστημα το πρόγραμμα θα γίνει πιο συγκεκριμένο μέσω διαπραγματεύσεων, οι οποίες θα είναι σκληρότερες από αυτές που γίνονται για τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης, αφενός γιατί τα ποσά είναι μεγάλα, αφετέρου γιατί η άμυνα είναι σκληρός πυρήνας άσκησης εθνικής πολιτικής προς το παρόν. Οι λεπτομέρειες θα κρίνουν τελικά, το αν η χώρας μας θα καταφέρει να βγει κερδισμένη από αυτές τις εξελίξεις ή αν όλο αυτό θα είναι μια ακόμα χαμένη ευκαιρία, την οποία μάλιστα διεκδικεί με αξιώσεις και η Τουρκία.

Άλλωστε, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και οι αρχικές κινήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών δείχνουν, πως εντάσσουν την Τουρκία στο νέο ευρωπαϊκό σύστημα συλλογικής ασφάλειας. Προφανώς και η τουρκική πλευρά θα διεκδικήσει όχι μόνο την ένταξη της σε αυτό το σύστημα, αλλά και την συμμετοχή της στα ευεργετήματα του.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το κομβικό σημείο που Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες, οι οποίες θα τους παρουσιαστούν, ώστε να λύσουν σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα ασφάλειας που αντιμετωπίζουν.

Το ζητούμενο για την χώρα μας είναι η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, μέσω της αποτροπής η οποία εκφράζεται από ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, πολιτική βούληση ότι αυτές θα χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους, αν αυτό απαιτηθεί, και από την σύναψη ισχυρών συμμαχιών. Μέσω του Re-armEuropeη χώρας πρέπει να ενισχύσει την άμυνα της, να ενισχύσει την αμυντική βιομηχανική της βάση, να διαμορφώσει (μήπως καλύτερα: να επιβεβαιώσει και ενισχύσει την σημερινή ρήτρα της ΕΕ) ρήτρες συλλογικής ασφάλειας έναντι της τουρκικής απειλής και να διασφαλίσει ότι η Τουρκία δεν θα έχει πρόσβαση στα ευεργετήματα του προγράμματος και όλα αυτά με δαπάνες που μπορούμε να αντέξουμε ως οικονομικό μέγεθος. Προφανώς, η εξίσωση δεν βγαίνει εύκολα. Οι παράγοντες είναι πολλοί και δεν εξαρτιούνται όλα από την ελληνική πλευρά. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να θέσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις που τις ικανοποιούν. Πριν όμως συμβεί αυτό είναι σημαντικό να γίνουν κάποιες παραδοχές από όλο το πολιτικό σύστημα.

Παραδοχή πρώτη: δεδομένου του μεγέθους, του είδους και της έντασης της τουρκικής απειλής, η χώρα μας δεν δαπανά τα αναγκαία ποσά για την θωράκιση της. Το κάνει για κάποια έτη αποσπασματικά, ενώ η απειλή είναι διαρκής και αναβαθμίζεται συνεχώς.

Παραδοχή δεύτερη: η αγορά ενός οπλικού συστήματος από μόνη της δεν λέει τίποτα. Ένα οπλικό σύστημα πρέπει να υποστηρίζεται να συντηρείται και να αναβαθμίζεται στον χρόνο που πρέπει, έχοντας τα κατάλληλα πυρομαχικά σε επαρκείς ποσότητες. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα στις ελληνικές ΕΔ.

Παραδοχή τρίτη: ένα οπλικό σύστημα πρέπει να παράγεται εγχώρια από την ελληνική αμυντική βιομηχανία(ΕΑΒΙ) στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό, ώστε να επιστρέφεται στο ΑΕΠ μέρος των χρημάτων που δαπανήθηκαν για να αποκτηθεί και με ανάλογη μεταφορά τεχνογνωσίας. Αν συσχετίσουμε την ΕΑΒΙ με τις αμυντικές δαπάνες της χώρας μας από το 1974 θα αντιληφθούμε, ότι ως χώρα αποτύχαμε πλήρως στην ανάπτυξη της αμυντικής μας βιομηχανίας προφανώς με διακομματική ευθύνη.

Παραδοχή τέταρτη: οι μεγάλες χώρες της ΕΕ έχουν προεξοφλήσει την συμμετοχή των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ στο νέο ευρωπαϊκό συλλογικό σύστημα ασφάλειας. Η Μεγάλη Βρετανία είναι η μία εκ των δύο ευρωπαϊκών πυρηνικών δυνάμεων, με ότι αυτό συνεπάγεται, η Νορβηγία έχει παράδοση στο να συμμετέχει σε ευρωπαϊκές δράσεις, είναι χώρα που συνορεύει με τη Ρωσία, αλλά και τον αρκτικό κύκλο, που αποχτά αυξανόμενη σημασία λόγω των αλλαγών σε θαλάσσιους δρόμους, αλλά και πιθανών κοιτασμάτων, αν και δεν είναι μέλος της ΕΕ, ενώ η Τουρκία έχει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό του ΝΑΤΟ. Ο αντίλογος ότι η Ελλάδα έχει τον τρίτο ισχυρότερο στρατό του ΝΑΤΟ δεν έχει καμία (ίσως καλύτερα: έχει εν δυνάμει αξία) αξία, καθώς η χώρα μας σπανίως μετέχει σε διεθνείς αποστολές και όταν αυτό συμβαίνει γίνεται με δυνάμεις υποστήριξης και όχι μάχιμες. Προφανώς, Ελλάδα και Κύπρος μέσω του veto, μπορούν να μπλοκάρουν την συμμετοχή της Τουρκίας στο νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αλλά οι πιέσεις που θα ασκηθούν είναι τεράστιες και το πολιτικό τους κεφάλαιο πεπερασμένο.

Παραδοχή πέμπτη: αν η ρήτρα διαφυγής των αμυντικών δαπανών από το σύμφωνο σταθερότητας ειδωθεί από την πλευρά μας ως η δυνατότητα ύπαρξης δημοσιονομικού χώρου για να αυξήσουμε δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες, τότε δεν θα έχουμε αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και θα κινδυνέψουμε να οδηγηθούμε σε έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αφού ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη μιας «ρήτρας διαφυγής» οι νέες δαπάνες θα καταλήγουν στο δημόσιο χρέος ανατροφοδοτώντας την ανάγκη πληρωμών αυξημένων τοκοχρεολυσίων στο μέλλον.

Με βάση τα παραπάνω, η χώρα μας πρέπει να κινηθεί στις εξής κατευθύνσεις:

1. Πρέπει να διασφαλιστεί με κάθε τίμημα η ρήτρα συλλογικής ασφάλειας των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρωτογενώς. Να διασφαλίζεται δηλαδή, με σαφή και νομικά δεσμευτικό τρόπο για την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της, ότι αν μια χώρα – μέλος της Ένωσης δεχτεί απειλή ακόμα και από χώρες που μετέχουν στο νέο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας (όπως η Τουρκία) οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ θα την συνδράμουν. Πρέπει να αποφευχθεί η ίδια διατύπωση με το άρθρο 5 της Ιδρυτικής Διακήρυξης του ΝΑΤΟ.

2. Εάν επιλέξουμε να μην μπλοκάρουμε την συμμετοχή της Τουρκίας στο νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα ασφάλειας, πρέπει τουλάχιστον να διασφαλίσουμε ότι η συμμετοχή της στα ευεργετήματά του θα εγκρίνεται κάθε φορά από το αρμόδιο ευρωπαϊκό όργανο, όπου εκεί Ελλάδα και Κύπρος θα μπορούν να μπλοκάρουν την οποιαδήποτε εξέλιξη και να διασφαλίζουν τα ανάλογα ανταλλάγματα (ας παραδειγματιστούμε από την στάση της Τουρκίας στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ).

Σε όλη αυτή την διαδικασία θα ήταν σημαντικό, τόσο για λόγους πολιτικής νομιμοποίησης, όσο και γιατί παραδοσιακά λειτουργεί ελεγκτικά στις λογής αυθαιρεσίες και παρανομίες της Τουρκίας (προς τρίτες χώρες αλλά στο εσωτερικό της) να εμπλακεί το Ευρωκοινοβούλιο.

Δηλαδή, οι σχετικές αποφάσεις για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν θα πρέπει να λαμβάνονται με τη διαδικασία του επείγοντος όπως πρότεινε η VDL, κατά την οποία αποφασίζει μόνο του το Συμβούλιο, αλλά με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία της συν-απόφασης Συμβουλίου – Κοινοβουλίου. Άλλωστε τα δυο Όργανα έχουν αποδείξει στο παρελθόν ότι όταν συντρέχουν λόγοι επείγοντος μπορούν να επιταχύνουν τους χρόνους λήψεις απόφασης.

3. Το Re-armEurope είναι ένα πρόγραμμα που έχει ως στόχο και την τόνωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Υπό αυτή την έννοια, είναι αδιανόητο τα χρήματα των ευρωπαίων πολιτών να τονώσουν εντέλει την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Και αυτό οφείλει να διασφαλιστεί.

4. Η χρονική διάρκεια του προγράμματος υπολογίζεται κατά προσέγγιση για τα επόμενα δεκαπέντε έτη. Η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία (ΕΑΒΙ) κινδυνεύει να χάσει το τρένο, καθότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας. Ίσως, είναι η ώρα να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο ώστε χώρες της ΕΕ με ισχυρή αμυντική βιομηχανία να συμπράξουν με την ΕΑΒΙ με καθεστώς στρατηγικού επενδυτή, καθώς οι εξελίξεις δεν περιμένουν.

Η περίοδος που διανύουμε είναι ιστορική. Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά μας ίσως να μην επαναληφθούν. Είναι ώρα κρίσιμων και δύσκολων αποφάσεων για την επιβίωση του Ελληνισμού και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι καιροί ου μενετοί.

Δημοφιλή