Η ΕΛΣ μπορεί να καθυστέρησε σε σχέση με άλλους φορείς αλλά σίγουρα δημιούργησε την πιο ολοκληρωμένη και οργανωμένη πλατφόρμα streaming προβολών των παραγωγών της.
Εδώ και ένα μήνα περίπου μπορούμε να βρούμε στο GNO TV όπως ονομάζεται (και στην πραγματικά υψηλότερη δυνατή για streaming ποιότητα ήχου και εικόνας) όλες τις νέες παραγωγές που υπό κανονικές συνθήκες - όχι της πανδημίας δηλαδή - θα πραγματοποιούνταν τόσο στην Κεντρική όσο και στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ καθώς και κάποιες από τις παλαιότερες στις γνωστές λογικές τιμές των εισιτηρίων των φυσικών παραστάσεων της ΕΛΣ και μερικές από τις δεύτερες μάλιστα δωρεάν με την προϋπόθεση να έχεις εγγραφεί στη πλατφόρμα, κάτι που είναι απααίτητο για να προμηθευθείς εισιτήρια.
Το περιεχόμενο της GNO TV εμπλουτίζεται συνεχώς και μια από τις πρώτες παραστάσεις που ανέβηκαν ήταν η παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ δύο έργων του Χάρη Βρόντου, των «Ρέκβιεμ Αχμάτοβα» και «Η επέτειος».
Ο Χάρης Βρόντος είναι ένα συνθέτης σταθερά προσηλωμένος σε μια σύγχρονη, συχνά και αρκετά πρωτοποριακή γραφή και κεντρική θέση στο σύνολο του έργου του κατέχουν εκείνα για το μουσικό θέατρο.
Ο εβδομηντάχρονος σήμερα δημιουργός συνέθεσε αυτές τις δύο όπερες δωματίου όπως τις αποκαλεί ο ίδιος σε διαφορετικές περιόδους αλλά η κοινή παρουσίαση τους αιτιολογείται και με το παραπάνω αφού θεματολογικά έχουν πολύ μεγάλη σχέση σε βαθμό που να μπορείς να πεις ότι η δεύτερη είναι «υποσύνολο» της πρώτης καθώς εστιάζει σε κάποια από τα αρκετά ζητήματα που τίθενται σε εκείνη.
Η πολιτική παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο έργο του Χάρη Βρόντου γιατί πολύ απλά είναι κάτι που τον ενδιαφέρει και τον απασχολεί πάρα πολύ όπως φαίνεται και από το συγγραφικό/δοκιμιακό έργο του.
Πιο συγκεκριμένα μιλάμε για την αριστερή, μαρξιστική πολιτική θεώρηση και το πως αυτή εφαρμόστηκε στις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται το «Ρέκβιεμ Αχμάτοβα».
Η Άννα Αχμάτοβα (1889 – 1966) ήταν μια πολύ σημαντική, ακόμα και εμβληματική Ρωσίδα ποιήτρια με πολυτάραχη προσωπική (τρεις γάμοι και αρκετές σχέσεις) και πολυσυζητημένη δημόσια ζωή καθώς, αν και επέλεξε να μην εγκαταλείψει την Ρωσία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, καλώς ή κακώς θεωρήθηκε εχθρός του σοβιετικού καθεστώτος, διαγράφηκε από την ένωση συγγραφέων και χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Στάλιν και μόνον σώθηκε από την εξορία ή ακόμα και την θανάτωση.
Το έργο είναι μια συνοπτική αφήγηση της ζωής της και δεν είναι διόλου συμπτωματικό το ότι, αντίθετα με αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει στο μουσικό θέατρο, το λιμπρέτο έχει γράψει ο ίδιος ο συνθέτης και είναι βασισμένο σε ποιήματα της Αχμάτοβα αλλά και στην μετάφραση από τον Χάρη Βλαβιανό ενός ποιήματος που έγραψε για την τελευταία η Αν Κάρσον.
«Η επέτειος»
Αλλά και η δεύτερη όπερα (της οποίας το λιμπρέτο έχει επίσης γράψει ο Χ. Βρόντος αλλά αυτή τη φορά σε συνεργασία με τον Γιάννη Ιωαννίδη) εμπνέεται από ένα – πραγματικό ή φανταστικό – περιστατικό της ζωής ενός λογοτέχνη αλλά ημετέρου, του Γιάννη Μπεράτη (1904 - 1968).
Στο «Η επέτειος» (ή «Η κάθοδος του Γ. Μπεράτη») μάλιστα η πολιτική διάσταση είναι ακόμα πιο έντονη καθώς διαδραματίζεται κατά την διάρκεια της επίσκεψης του συγγραφέα το 1966 στην Άμφισσα ως ομιλητή για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, ηγετικού στελέχους της στρατιωτικής πτέρυγας της τρίτης σε μέγεθος αντιστασιακής οργάνωσης, της ΕΚΚΑ και έκθεσης ζωγραφικής για τους άντρες του συντάγματος του.
Ο Ψαρρός δολοφονήθηκε και οι στρατιώτες του σκοτώθηκαν σε επίθεση δυνάμεων του ΕΛΑΣ εναντίον τους, αναμφίβολα μια από τις μελανότερες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης και προοίμιο του ολεθρίου από κάθε πλευρά για την Ελλάδα εμφυλίου πολέμου που θα ακολουθούσε.
Αμφότερες οι όπερες – δωματίου γαρ – έχουν μόνο δύο πρόσωπα/ρόλους.
Στην πρώτη περίπτωση αυτά είναι βέβαια η Αχμάτοβα και ένας αφηγητής που εμβόλιμα υποδύεται και κάποιους από τους άντρες της ζωής της.
Στην δεύτερη είναι βέβαια ο Γ Μπεράτης και μια νεαρή δημοσιογράφος η οποία βρίσκεται εκεί για να του πάρει συνέντευξη χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει αρχικά αυτό.
Η επαρκέστατη σκηνοθετική καθοδήγηση της Αγγέλας - Κλεοπάτρας Σαρόγλου χρησιμοποιώντας πολύ λιτά σκηνικά μα και εκφραστικά μέσα αναδεικνύει ιδανικά το περιεχόμενο αλλά και τα κύρια στοιχεία των δύο λιμπρέτων, το μεγαλείο της ποίησης και γενικότερα της δημιουργίας, η τραγικότητα του έρωτα δίχως όρια αλλά και η απάνθρωπη πολιτική που δεν διστάζει να συνθλίβει ζωές, προσωπικότητες και ταλέντα για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της του «Ρέκβιεμ Αχμάτοβα».
Στο «Η επέτειος» η διαφορετική πολιτική τοποθέτηση η οποία ακυρώνει ουσιαστικά την ερωτική έλξη που γεννιέται αυθόρμητα και παρά την μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στον Μπεράτη και την δημοσιογράφο βάζοντας ανάμεσα τους μιαν απώθηση από την πλευρά της δεύτερης και εντέλει πληγώνοντας τους αμφοτέρους.
Η μοναξιά του ανθρωπίνου όντος ενώπιον της Ιστορίας όπως αυτή καθορίζεται από την πολιτική που, πόσο ειρωνικό, στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι μία η οποία υποτίθεται ότι σκοπό της είχε να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει στην ευτυχία;
Η μουσική των δύο έργων που αποδίδει το ίδιο οκταμελές σύνολο (κλαρινέτο, κόρνο, πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων ενισχυμένο με κοντραμπάσο) προφανώς έχει πολλά κοινά στοιχεία αφού είναι του ιδίου δημιουργού αλλά και αρκετές αισθητές διαφορές.
Στο «Ρέκβιεμ Αχμάτοβα» τα ρομαντικά στοιχεία (προεξαρχόντων κάποιων θαυμασίων σολιστικών πιανιστικών θεμάτων) συνυπάρχουν με αρκούντως πρωτοποριακά όπως εντυπωσιακά εφέ των οργάνων ενώ η φωνητική γραφή – και πρώτιστα βέβαια εκείνη της Αχμάτοβα – είναι περίτεχνη αλλά και άκρως απαιτητική για την ερμηνεύτρια όπως κάποιες «ακραίες», τόσο υποκριτικά όσο και φωνητικά, άριες.
Αντίθετα στο «Η επέτειος», αν και η γραφή είναι ίσως πιο ανανεωτική, οι τόνοι είναι πολύ χαμηλότεροι με τμήματα του οργανικού συνόλου και όχι όλο να το συνοδεύουν στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του και τα φωνητικά μέρη να λειτουργούν πολύ περισσότερο υποκριτικά παρά «τραγουδιστικά» και εντέλει πολύ λιτότερο συνολικά.
Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ Νίκος Βασιλείου, όπως συνήθως διευθύνει αμφότερα άψογα αναδεικνύοντας γλαφυρά και με ενάργεια όχι μόνο, την «επιφάνεια» της παρτιτούρας αλλά και τις «κρυφές» λεπτομέρειες και, στην περίπτωση του πρώτου έργου, την καθόλου ευκαταφρόνητη «υπόγεια» γοητεία του.
Η μεσόφωνος Μαρισία Παπαλεξίου θα μπορούσε κανείς να πει ότι ακόμα και δίνει ρεσιτάλ ως Αχμάτοβα έχοντας σε πολλά σημεία για στήριγμα την στιβαρή παρουσία του μπασοβαρύτονου Γιάννη Γιαννίση.
Στο «Η επέτειος» δεν αντιστρέφονται με οι ρόλοι αλλά το «ειδικό βάρος» τους, είναι ο δεύτερος που είναι σχεδόν συγκλονιστικός ως ο άνθρωπος και συγγραφέας Μπεράτης που λυγίζει κάτω από το βάρος της ζωής, του χρόνου αλλά και της Ιστορίας με την πρώτη να στέκεται επάξια δίπλα του.
Συνοπτικά δύο πολύ ενδιαφέρουσες σημερινές όπερες δωματίου από έναν αληθινά ξεχωριστό σύγχρονο Ελληνα συνθέτη που ανεπιφύλακτα αξίζει να παρακολουθήσουν όσοι και όσες αγαπούν το καλό μουσικό θέατρο.