Και μεις εδώ στην Εύανδρο με τα πενιχρά αγγλικά μας, και πάντως πιο υποφερτά από τη φορτισμένη με βαρύ αψβουργικό άρωμα αγγλοφωνία του δρ. Hahn, ακούγοντας τον επίτροπο να κάνει λόγο για αναδόμηση συνόρων Αλβανίας και Ελλάδας νομίσαμε στην αρχή ότι αυτή είναι η βρυξελιώτικη εκδοχή του πατριωτικού άσματος «έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή…» και αγωνιούσαμε για το πού θα φτάσουν τα ελληνικά σύνορα μέσα στην Αλβανία και αν η Χειμάρρα θα μείνει τελικά έξω από την ελληνική επικράτεια. Η αγωνία βέβαια δεν κράτησε πολύ, διότι ο επίτροπος διέταξε τους ερμηνευτές των λόγων του να ανακοινώσουν τι εννοούσε με αυτά που είπε. Όπερ και εγένετο. Με τη φράση restructuring of borders δεν εννοούσε τα χερσαία, αλλά τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, και συγκεκριμένα την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο επίτροπος Χαν – και στην εξελληνισμένη εκδοχή του ονόματός του, ο κ. Κόκορης – άλλα λέει και άλλα εννοεί. Υπάρχει το προηγούμενο του 2016, όπου δήλωνε ότι η Επιτροπή ενθαρρύνει την εντατικοποίηση των συνομιλιών μεταξύ εκπροσώπων των δύο χωρών για τη διευθέτηση εκκρεμών ζητημάτων, όπως η ΑΟΖ, το μειονοτικό και το …Τσάμικο.
Εκείνη την εποχή η επίσημη ελληνική πλευρά αντέδρασε ακαριαία και κοφτά, αποκαλώντας τον δημόσια «ψεύτη», διότι μαρτύρησε ό,τι είχε συμφωνηθεί να μείνει μυστικό. Τώρα η επίσημη ελληνική πλευρά, έχοντας αποκτήσει καλύτερη εικόνα για τον δόκτορα Χαν μετά τη γνωριμία στις Πρέσπες, ουδόλως ενοχλήθηκε. Αντίθετα, εξέφρασε τη δυσφορία της για την κριτική που άσκησε η αντιπολίτευση στον επίτροπο για τις πρόσφατες δηλώσεις του. Δεν εκφράστηκε καν από τους γνωστούς κυβερνητικούς «κύκλους» η γνώριμη καταδίκη από τη σκοπιά του διεθνισμού και του αντι-εθνοκεντρισμού – πάντα υποστηριζόμενη από τη συμπληρωματική υπερπατριωτική και εθνοκεντρική (κατά τους ετεροπροσδιορισμούς της μείζονος κυβερνητικής συνιστώσας) ρητορική του κυβερνητικού εταίρου, ότι το να ανοίγει κανείς θέματα αλυτρωτικά για τη Βόρειο Ήπειρο ταιριάζει στην Ακροδεξιά και όχι σε ευρωπαίο επίτροπο. Προφανώς γνώριζαν από το ιστορικό των δηλώσεων του Χαν ότι εκκρεμότητα θεωρείται το Τσάμικο και όχι το Βορειοηπειρωτικό και επομένως η κριτική για ενδεχόμενη ενθάρρυνση από τον Επίτροπο, αρμόδιο για την Ευρώπη των «περιφερειών», της επέκτασης των ελληνικών συνόρων προς βορράν δεν θα είχε νόημα.
Το χούϊ όμως του δόκτορος Χαν άλλα να δηλώνει και άλλα να εννοεί έχει βαθύτερες ρίζες και προηγείται χρονικά της ιδιότητάς του ως Επιτρόπου. Το ίδιο ισχύει και για την εμμονή του με την απροσδιοριστία των συνόρων ή των ορίων. Δεν είναι άλλωστε ο μόνος που παίζει με την απόσταση ανάμεσα σε αυτά που λέγονται και σε αυτά που εννοούνται. Το μετάλλιο αριστείας στο άθλημα αυτό το κατέχουν σταθερά οι συμπαθείς παπατζήδες. Όταν έγραφε τη διδακτορική του διατριβή (“Die Perspektiven der Philosophie heute - dargestellt am Phänomen Stadt”) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, δεν ήταν λίγοι οι ομότεχνοί του που είχαν ασκήσει δριμύτατη κριτική για την εκ μέρους του παραβίαση κανόνων ακαδημαϊκής δεοντολογίας που είχαν σχέση με ανεξήγητες κειμενικές συμπτώσεις μεταξύ σελίδων της διατριβής του και σελίδων από εργασίες άλλων. Οι πιέσεις στο πανεπιστήμιο της Βιέννης να καταπιαστεί με τη διερεύνηση των καταγγελιών για λογοκλοπή έγιναν εντονότερες μετά την αποκάλυψη της περίπτωσης του Βαυαρού πολιτικού zu Guttenberg. Όμως ο Χαν στάθηκε πιο τυχερός από τους Γερμανούς ομοτέχνους του. Το πανεπιστήμιο της Βιέννης ανέθεσε σε άλλο πανεπιστήμιο, και συγκεκριμένα στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, τη σύνταξη πραγματογνωμοσύνης για την υπόθεση. Το πόρισμα, που για αρκετό καιρό κρατήθηκε μυστικό από το πανεπιστήμιο της Βιέννης, δεν καταλόγιζε στον συγγραφέα της διατριβής πρόθεση αντιγραφής, αν και δεχόταν ότι ορισμένα σημεία της δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για αντιγραφή. Αντίστοιχη υπήρξε και η σφοδρή κριτική μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας της Βιέννης που θεώρησαν ότι η Ζυρίχη αντί να ελέγξει τη διατριβή, ξέπλυνε τον συγγραφέα της που ήδη διένυε το πρώτο στάδιο της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Αποτέλεσμα: μηδέν εις το πηλίκον, ο δρ. Χαν είχε ήδη γίνει Επίτροπος όταν πήραν δημοσιότητα το πόρισμα και οι κριτικές στο πόρισμα.
“Είναι άραγε τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας τόσο απροσδιόριστα όσο τα όρια μεταξύ του λόγου του δρ. Χαν στη διατριβή του και του λόγου των πηγών από τις οποίες άντλησε;”
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους Γερμανούς πολιτικούς, κατόχους διδακτορικού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η στενή συνεργάτιδα της Μέρκελ και υπουργός Παιδείας της χώρας, Ανέτε Σαβάν, που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν το πικρό ποτήριο και αναγκάστηκαν κάτω από την πίεση της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινής γνώμης να εγκαταλείψουν τίτλο, πόστο και καριέρα, ο Επίτροπος διεύρυνσης τα κατάφερε μια χαρά. Διότι αυτό που για τον zu Guttenberg και τη Schavan θεωρήθηκε από τους εκεί ελεγκτές, μέλη της επιτροπής δεοντολογίας, τεκμήριο ακαδημαϊκής απάτης, και συγκεκριμένα ότι μετέφεραν στις διατριβές τους αυτούσιο κείμενο άλλων συγγραφέων, χωρίς να προσδιορίσουν τα όρια μεταξύ τους δικού τους και του ξένου προϊόντος, στην περίπτωση του Χαν θεωρήθηκε απλώς τεκμήριο λησμοσύνης: το παιδί το 1987 είχε ξεχάσει να βάλει εισαγωγικά στην αρχή και στο τέλος των παραθεμάτων από ξένες πηγές που υπάρχουν στη διδακτορική του διατριβή. Επομένως η κειμενική σύμπτωση δεν εμπεριείχε πρόθεση εξαπάτησης, αλλά ήταν αποτέλεσμα «τσαπατσουλιάς». Άλλα λοιπόν έγραφε, και άλλα εννοούσε. Έγραφε σελίδες που κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα θεωρούσε ότι διαβάζει ιδέες του συγγραφέα, ενώ ο συγγραφέας όταν έγραφε τις ιδέες αυτές, εννοούσε ότι παραθέτει κείμενο από πηγές.
Ακόμη και η απαλλακτική για τον συγγραφέα της διατριβής πραγματογνωμοσύνη του πανεπιστημίου της Ζυρίχης του καταλογίζει «απροσδιοριστία ορίων» μεταξύ του δικού του κειμένου και των κειμένων από τις πηγές. Είναι άραγε τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας τόσο απροσδιόριστα όσο τα όρια μεταξύ του λόγου του δρ. Χαν στη διατριβή του και του λόγου των πηγών από τις οποίες άντλησε; Για το δεύτερο έχει αποφανθεί, όπως είπαμε, η πολύ ευνοϊκή για τον Επίτροπο πραγματογνωμοσύνη του πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Για το πρώτο, ο Επίτροπος εύχεται οι πεφωτισμένες ηγεσίες των δύο χωρών να υπερβούν σκουριασμένες βαλκανικές νοοτροπίες και να δείξουν πολιτικό ανάστημα. Εννοείται ότι ο αλβανικός εθνικισμός που ξεπήδησε μέσα από τα κομμουνιστικά χαλάσματα και περιφέρεται σήμερα στα διδακτικά εγχειρίδια όλων των σχολείων της γειτονικής χώρας δημιουργώντας αλυτρωτικές συνειδήσεις, είναι εξευγενισμένη βαλκανική νοοτροπία.
Αν μας διδάσκει κάτι αυτή η ιστορία, είναι ότι δεν τη σκαπουλάρουν μόνο στην Ελλάδα μέλη της academia που «ξεχνούν» στις διδακτορικές τους διατριβές ή τα βιβλία τα εισαγωγικά και τις πηγές και πιάνονται «με τη γίδα στον πλάτη», όπως λέμε στη βουκολική ηπειρώτικη διάλεκτο. Φαίνεται ότι τη σκαπουλάρουν και κάποιοι στην κυρίως Εσπερία, όταν οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για τη συγκάλυψη. Και στις δύο περιπτώσεις λαμπρές καριέρες περιμένουν τους παραβάτες, ορθόδοξους, προτεστάντες και καθολικούς, με το σκεπτικό «ουδείς αναμάρτητος». Είναι κι αυτό μια μικρή παρηγοριά να ξέρεις ότι ούτε οι αντιγραφές, ούτε η συγκάλυψή τους, αλλά ούτε και οι λαμπρές σταδιοδρομίες μετά από μια επιτυχημένη συγκάλυψη είναι αποκλειστικά ελληνικές ή βαλκανικές ιδιαιτερότητες, όπως λανθασμένα πιστεύεται. Διότι υπάρχουν μάγκες και παπατζήδες και στην καρδιά της Εσπερίας. Και μιλούν για Τσάμικο και για ανασχεδιασμό των συνόρων. Επεκτείνοντας κάπως τον συλλογισμό του Σημίτη, αν και αυτός τότε έβλεπε την Ευρώπη ως θετικό μέτρο σύγκρισης για την οπισθοδρομική Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να πει «αυτή είναι η Ευρώπη…». Όταν έχει επιτρόπους που άλλα λένε και άλλα εννοούν, αλλά κάθε φορά το σφάλμα έχει συγκεκριμένο προσανατολισμό και στόχο.