Σε ένα άγονο, ηλιόλουστο τοπίο στο υπαίθριο ορυχείο της Μεγαλόπολης, ένας εκσκαφέας ξύνει τον λιγνίτη και τον στέλνει με ιμάντα μεταφοράς 10 χλμ μακριά, σε ένα χώρο προσωρινής αποθήκευσης, όπου θα περιμένει για δύο μήνες το πολύ, μέχρι να χρησιμοποιηθεί.
Στη Μεγαλόπολη, μια από τις δύο «καρδιές» άνθρακα της χώρας, η Ελλάδα, μεταδίδει τo Reuters, έχει περιορίσει την εξόρυξη λιγνίτη ή άνθρακα, από το 2010 καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να επισπεύσει τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ωστόσο, η απόφαση της Ρωσίας να διακόψει το φυσικό αέριο σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες λόγω της άρνησής τους να αποδεχθούν το πρόγραμμα πληρωμής σε ρούβλια έχει πυροδοτήσει ανησυχίες για την ασφάλεια και το αυξανόμενο κόστος των προμηθειών φυσικού αερίου.
Αυτό ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να ανατρέψει για την ώρα τα σχέδια απενεργοποίησης ορισμένων εργοστασίων καύσης άνθρακα και να ανακοινώσει ότι η εξόρυξη άνθρακα θα αυξηθεί κατά 50% αυτόν και τον επόμενο χρόνο, εν όψει της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου, καθώς αυξάνεται η ζήτηση ενέργειας για ψύξη.
Τα αποθέματα λιγνίτη του μεταλλείου Μεγαλόπολης ανέρχονται σε 640.000 τόνους αυτή τη στιγμή, σε σύγκριση με περίπου 450.000 τόνους την ίδια περίοδο πέρυσι, δήλωσε στο Reuters ο Κωνσταντίνος Γίδης, διευθύνων σύμβουλος του ορυχείου και των παρακείμενων εργοστασίων καύσης άνθρακας.
Κοντά στο ορυχείο, η κωμόπολη των περίπου 5.000 κατοίκων είχε ευημερήσει από το 1970, όταν ανακαλύφθηκε ο άνθρακας και η Δημόσια Εταιρεία Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) άνοιξε δύο μονάδες καύσης άνθρακας. Δύο ακόμη μονάδες είχαν ανοίξει μέχρι το 1991, ανεβάζοντας τη συνολική ισχύ ισχύος στα 850 μεγαβάτ και προσφέροντας θέσεις εργασίας σε πολλούς ντόπιους.
Καθώς το κόστος των εκπομπών άνθρακα τα καθιστά μη κερδοφόρα, τα δύο παλαιότερα εργοστάσια έκλεισαν το 2011, ενώ ένα τρίτο παρέμεινε σε αδράνεια και πρόκειται να κλείσει αργότερα φέτος.
«Ενώ το 2010 ήταν έτος αιχμής με περίπου 11 εκατομμύρια τόνους λιγνίτη, τώρα παράγουμε 3,5 εκατομμύρια τόνους λιγνίτη μόνο για να καλύψουμε τις ανάγκες του εργοστασίου 4», εξήγησε ο Κ. Γίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αποθέματα λιγνίτη της Μεγαλόπολης είναι ήδη αρκετά για να καλύψουν τη ζήτηση για δύο μήνες.
Στην Ελλάδα, η οποία βασίζεται στη Ρωσία για το 46% του εισαγόμενου αερίου της, ο άνθρακας ήταν το 10% του ενεργειακού μείγματος πέρυσι, από 53% το 2011.
Για να επιτύχει τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων έως το 2028, η ΔΕΗ σκοπεύει να παροπλίσει τη μονάδα 4 της Μεγαλόπολης και έξι άλλες μονάδες στη βόρεια Ελλάδα, ή ισοδύναμο με 2 γιγαβάτ ισχύος, έως το 2023. Σχεδιάζει, επίσης, να στραφεί σε μια νέα, πιο αποδοτική μονάδα που θα ανοίξει αργότερα φέτος για καθαρότερο καύσιμο έως το 2025.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι η διάρκεια ζωής δύο εργοστασίων στη βόρεια Ελλάδα ενδέχεται να παραταθεί, ενώ η νέα μονάδα μπορεί να χρησιμοποιεί άνθρακα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, πιθανότατα μέχρι το 2028.
Ο Μητσοτάκης είπε ότι η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλάζει το ενεργειακό της σχέδιο μόνο προς το παρόν για να αντιμετωπίσει τις μειωμένες προμήθειες φυσικού αερίου, χωρίς να παρεκκλίνει από την πορεία της για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030.
Σε ένα μικρό κομμάτι γης του τεράστιου πεδίου της Μεγαλόπολης, η ΔΕΗ κατασκευάζει έναν υποσταθμό για τη δημιουργία ηλιακού πάρκου 50 μεγαβάτ, που θα τροφοδοτήσει περίπου 17.000 νοικοκυριά μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους.
«Αυτό (το πάρκο) θα βοηθήσει στην αποφυγή 65 εκατομμυρίων τόνων μονοξειδίου του άνθρακα ετησίως και θα παράγει περίπου 100 γιγαβατώρες καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας», εκτίμησε ο διευθυντής του χώρου για τον κλάδο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της ΔΕΗ.
Η Ελλάδα εγκαινίασε ένα τεράστιο ηλιακό πάρκο 204 μεγαβάτ στην Κοζάνη τον Απρίλιο, ως μέρος της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια της χώρας.
Η ΔΕΗ πρωτοστατεί στις ελληνικές προσπάθειες για διπλασιασμό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 60% της κατανάλωσης ενέργειας έως το 2030.
Πέρυσι, πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρώπη είχε αυξήσει την κατανάλωση καφέ άνθρακα -του πιο ρυπογόνου τύπου άνθρακα- σε 277 εκατομμύρια τόνους, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της ΕΕ.