Εάν η σταθερότητα είναι το μείζον ζητούμενο απέναντι στις απροσδιορίστων διαστάσεων ανατροπές που καλείται να αντιμετωπίσει η Δύση, για την Ελλάδα αυτό το ζητούμενο είναι διπλά και τριπλά απαραίτητο. Η χώρα μας μαζί με την ενεργειακή κρίση έχει επιπροσθέτως λόγους εθνικής επιβίωσης να διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού τούτη την σταθερότητα: Είναι η χώρα που δέχεται επιπλέον και αμφισβήτηση της εθνικής της κυριαρχίας!
Η μία από τις δύο αναθεωρητικές δυνάμεις του πλανήτη (η πρώτη είναι η Ρωσία όπως το βλέπουμε στην Ουκρανία) είναι και η Τουρκία που -ανάθεμα την μοίρα μας- είναι γείτονάς μας και προς εμάς στρέφονται κυρίως τα βέλη του αναθεωρητισμού της.
Σε αυτή την πρωτοφανή και πολυεπίπεδη για την Ευρώπη κρίση, την μεγαλύτερη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι εμφανές πως η υπάρχουσα πολιτική της ελίτ (συνδεδεμένης απόλυτα στο παρελθόν με τα προτάγματα της παγκοσμιοποίησης) αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις τεράστιες νέες προκλήσεις.
Το είδαμε με το “ψαλίδισμα” της κυριαρχίας του Μακρόν στην Γαλλία, το βλέπουμε με τα όσα συμβαίνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και τον Τζόνσον, αλλά και με τον Ντράγκι στην Ιταλία.
Το μέγεθος του σοκ που θα αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες το δίνει η ίδια η Γερμανία: Δραστική μείωση του ζεστού νερού, περικοπές στον ηλεκτροφωτισμό, δελτίο την κατανάλωση φυσικού αερίου είναι μερικά από τα μέτρα, αδιανόητα σε χώρα που θεωρούνταν η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης.
Πρόκειται όμως και για συνθήκες θερμοκηπίου όσον αφορά την εκκόλαψη του λαϊκισμού, την ανάπτυξη ακροδεξιών έως και νεοναζιστικών μορφωμάτων, γεγονός που είδαμε ήδη στην Γαλλία με την Λεπέν και παρατηρούμε στην Ιταλία όπου η ακροδεξιά (φασιστική κατ’ ουσία) παράταξη Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia) προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενώ και τα ακροδεξιά ή λαϊκιστικά κόμματα Λέγκα του Βορρά, Κίνημα 5 Αστέρων και Forza Italia του Μπερλουσκόνι αντλούν σεβαστά ποσοστά.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έχοντας βιώσει η κοινωνία μας το σοκ της οικονομικής καταστροφής την προηγούμενη δεκαετία και κυρίως έχοντας δοκιμάσει σε πολιτικό επίπεδο τις εναλλακτικές λύσεις, ακόμη και τις κυβερνώσες, που απ’ το “λεφτά υπάρχουν” είχαν φθάσει να υπόσχονται όλα σε όλους, στην περίπτωση της πανδημίας οι Έλληνες, επί το πλείστον, επέδειξαν πολύ μεγαλύτερες αντοχές από τις “κακομαθημένες” δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Αυτή η μίνιμουμ συνοχή μας βοήθησε εξάλλου στο να αποκρούσουμε την υβριδική επιθετικότητα της Τουρκίας στον Έβρο και κατόπιν στο Αιγαίο.
Σήμερα, η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να αποκλείσει (τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων) το ενδεχόμενο εκλογών το φθινόπωρο εγκυμονεί μεγάλο (για να μην πω τεράστιο) ρίσκο. Η ελληνική κοινωνία μην έχοντας συνέλθει από τις καταστροφές των μνημονίων, τους περιορισμούς της πανδημίας, το πρώτο κύμα μεγάλων αυξήσεων σε ρεύμα και καθημερινότητα, καλείται επιπλέον να επιβιώσει μπροστά στην επερχόμενη (όνομα και πράγμα) βαρυχειμωνιά. Εκ του παραλλήλου όμως και σε αντιστρόφως ανάλογη κατεύθυνση, οι “συνθήκες θερμοκηπίου” για την εκκόλαψη του λαϊκισμού που περιέγραψα προηγουμένως θα βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Σε αυτούς τους επόμενους μήνες η συνοχή και αντοχή της ελληνικής κοινωνίας θα δοκιμαστεί σκληρά, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ακόμη και της πρόσφατης ιστορίας μας. Φαίνεται να έχουμε αποφύγει το θερμό επεισόδιο με την Τουρκία (μετά και τις απανωτές αντιδράσεις και της Δύσης προς τον Ερντογάν), όμως ο χειμώνας κάθε άλλο “θερμός” θα είναι για τον ελληνικό λαό.
Η αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση του πρωθυπουργού είναι απολύτως θεμιτή στάση, αλλά δεν αρκούν σε μια περίοδο που οι σειρήνες της πλειοδοσίας και των ανεφάρμοστων αυταπατών θα είναι καθημερινές. Το μείζον δεν είναι η επιβίωση της κυβέρνησης ή του κυβερνώντος κόμματος. Είναι η επιβίωση της ίδιας της χώρας και του ελληνικού λαού που μόνο με σταθερή διακυβέρνηση θα μπορέσει να ξεπεράσει με τις λιγότερες απώλειες το κρίσιμο διάστημα και με καλύτερες πιθανότητες ανάκαμψης θα ελπίζει στα επόμενα χρόνια.
Η μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα δεν είναι η πολιτική σταθερότητα στους επόμενους 8 ή 10 μήνες, η οποία υπό τους υπάρχοντες συσχετισμούς μπορεί να διασφαλισθεί, αλλά για τα επόμενα 3-4 κρισιμότατα χρόνια κατά τα οποία η μεν Ευρώπη ελπίζουμε πως θα ανασυνταχθεί, η δε χώρα μας (επίσης ελπίζουμε) να θωρακιστεί πολυεπίπεδα περαιτέρω.
***
Σωτήρης Κύρμπας
Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα “Διάλογος” Τρικάλων 18 Ιουλίου 2022.