Συγγνώμη ζήτησε ο διευθύνων σύμβουλος της Volkswagen, Χέρμπερτ Ντίες, για μια φράση του που παρέπεμπε στο διάσημο ναζιστικό «Arbeit Macht Frei» («η εργασία απελευθερώνει») των στρατοπέδων συγκέντρωσης, σχολιάζοντας τη σημασία της ενίσχυσης των κερδών του ομίλου.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του BBC, ο Ντίες είπε «Ebit macht frei» σε εταιρική εκδήλωση την Τρίτη. Το «Ebit» είναι το ευρέως χρησιμοποιούμενο ακρωνύμιο του earnings before interest and taxes (κέρδη προ τόκων και φόρων).
Σε δήλωσή του ο Ντίες ζήτησε συγγνώμη για αυτό που περιέγραψε ως «σίγουρα μια ατυχή επιλογή λέξεων». Όπως υποστήριξε, αναφερόταν στην «ελευθερία που αποκτούν τα brands της Volkswagen χάρη στην οικονομική τους υγεία», συμπληρώνοντας πως «σε καμία περίπτωση δεν ήταν πρόθεσή μου να τοποθετηθεί αυτή η δήλωσε σε λάθος πλαίσιο. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα αυτό το ενδεχόμενο». Επίσης, αναγνώρισε την «ειδική ευθύνη» της εταιρείας σε σχέση με το Τρίτο Ράιχ.
Υπενθυμίζεται πως η Volkswagen είχε ιδρυθεί το 1937, στο πλαίσιο του οράματος του Αδόλφου Χίτλερ για ένα «αυτοκίνητο για τον λαό», που θα μπορούσαν να αποκτήσουν οι γερμανικές οικογένειες. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εταιρεία κατασκεύαζε οχήματα για τον γερμανικό στρατό, χρησιμοποιώντας πάνω από 15.000 εργάτες- σκλάβους από στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Πάντως, όπως σημειώνει το BBC, το διαβόητο «Arbeit Macht Frei» αρχικά είχε προέλθει από τον Λόρεντς Ντίφενμπαχ, γλωσσολόγο, εθνολόγο και συγγραφέα του 19ου αιώνα, ενώ κατά τη δεκαετία του 1920 το χρησιμοποιούσαν πολιτικοί στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης για την προώθηση πολιτικών απασχόλησης. Από εκεί και πέρα, εμφανίστηκε στην πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Νταχάου, και αργότερα έγινε συνώνυμο των στρατοπέδων αυτών και της συγκάλυψης του ρόλου τους.
Η απολογία του Ντίες έρχεται μετά τις εξαγγελίες της Volkswagen για περικοπές 7.000 θέσεων εργασίας, καθώς επικεντρώνεται στα ηλεκτρικά οχήματα, η κατασκευή των οποίων απαιτεί λιγότερους εργαζομένους. Ακόμη, νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, η εταιρεία ανακοίνωσε ετήσια κέρδη 12 δισ. ευρώ, παρά την καταβολή μεγάλων ποσών από πλευράς της στο πλαίσιο του σκανδάλου ρύπων Dieselgate.