Η κατάσταση του Βυζαντίου στις παραμονές της Δ΄ Σταυροφορίας
Στα τέλη του 12ου αιώνα, λίγα χρόνια πριν την Άλωση του 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρούσε μόνο την αίγλη που της είχε αφήσει η διακυβέρνηση από τη δυναστεία των Κομνηνών. Μετά την πτώση του τελευταίου αυτοκράτορα της δυναστείας των Κομνηνών, του Ανδρόνικου (1183-1185), στο βυζαντινό θρόνο αναρριχήθηκε ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος, ο οποίος έμεινε στην εξουσία ως το 1195. Τότε ο αδερφός του Αλέξιος Γ΄ (1195 -1203) ανέτρεψε τον Ισαάκιο, τον τύφλωσε και τον φυλάκισε. Ο νέος αυτοκράτορας έμεινε στο θρόνο μέχρι την ανατροπή του από τους σταυροφόρους το 1203. Όλο αυτό το διάστημα η κατάσταση του κράτους επιδεινωνόταν. Συνεχώς ξεσπούσαν εξεγέρσεις και στασιαστικά κινήματα. Οι μεγάλες σπατάλες στις οποίες επιδίδονταν οι αυτοκράτορες και η αυλή οδηγούσαν σε αδιέξοδο τα οικονομικά του κράτους. Οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονταν. Παράλληλα οι εξωτερικοί εχθροί του Βυζαντίου τόσο στη Βαλκανική όσο και στη Μικρά Ασία ισχυροποιούνταν σε βάρος του. Η αδράνεια και η κακοδιοίκηση των αυτοκρατόρων είχε καταστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως το «μεγάλο ασθενή». Αυτή ήταν η κατάσταση σε γενικές γραμμές όταν έφτασαν οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Η οργάνωση της Σταυροφορίας
Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1198-1216) από το πρώτο κιόλας διάστημα που εκλέχτηκε στον αποστολικό θρόνο της Ρώμης, είχε στα σχέδια του την οργάνωση Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων τόπων. Ήδη από το 1198 ο Ιννοκέντιος έστειλε επιστολές σε ηγεμόνες της Δύσης για την οργάνωση σταυροφορίας. Ήρθε μάλιστα και σε διαπραγματεύσεις με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ γι’ αυτό το σκοπό. Οι πρώτες όμως αυτές προσπάθειές του έμειναν άκαρπες. Ο πάπας συνέχισε να πιέζει για την οργάνωση σταυροφορίας. Ήδη από το 1198 υπήρχε επικοινωνία μέσω επιστολών μεταξύ του Ιννοκεντίου Γ΄ και του Αλεξίου Γ΄, στις οποίες ο Ιννοκέντιος δήλωνε ότι επιθυμούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών με υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον πάπα και παράλληλα παρότρυνε για τη συμμετοχή του Βυζαντίου στη σχεδιαζόμενη Σταυροφορία. Βέβαια ο Αλέξιος Γ΄ ακολούθησε μια παρελκυστική πολιτική με σκοπό να κερδίσει χρόνο κι έτσι δεν προέβαινε στην άμεση ικανοποίηση των διαφόρων παπικών αξιώσεων.
Παράλληλα, ο γιος του έκπτωτου βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄, ο Αλέξιος, δραπέτευσε κι επισκέφτηκε τον Ιννοκέντιο Γ΄ ζητώντας βοήθεια, για να αποκατασταθεί ο πατέρας του στο θρόνο με αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών. Ο ίδιος ταξίδεψε και στη Γερμανία συναντώντας τον Γερμανό Αυτοκράτορα Φίλιππο της Σουηβίας ο οποίος ήταν νυμφευμένος με την Ειρήνη αδερφή του Αλεξίου.
Εν τέλει, στο κάλεσμα του Ιννοκεντίου για Σταυροφορία ανταποκρίθηκαν διάφοροι ηγεμόνες και φεουδάρχες. Οι Σταυροφόροι συγκεντρώθηκαν στη Βενετία. Σκοπός ήταν να μεταφερθούν με πλοία της Βενετίας στην Αίγυπτο και να πραγματοποιήσουν εκεί τις επιχειρήσεις τους. Αρχηγός των Σταυροφόρων εκλέχτηκε ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και επικεφαλής των Βενετών ο υπέργηρος Δόγης Δάνδολος. Επειδή δεν κατόρθωσαν οι Σταυροφόροι να συγκεντρώσουν τα χρήματα που είχαν συμφωνήσει με τους Βενετούς για τη μεταφορά τους, κατέλαβαν για λογαριασμό της Βενετίας την πόλη Ζάρα (και προφανώς την λεηλάτησαν), μια Χριστιανική πόλη που ήταν υποτελής στο βασίλειο της Ουγγαρίας. Εκεί πέρασαν και το χειμώνα του 1202-1203 όπου πήγε και τους συνάντησε ο νεαρός Αλέξιος. Αυτός τους ζήτησε να τον βοηθήσουν, ώστε να αποκατασταθεί στο θρόνο του ο πατέρας του, ο Ισαάκιος Γ΄‧ τα ανταλλάγματα του ήταν κάτι παραπάνω από δελεαστικά : μεγάλο χρηματικό ποσό, εφόδια για τους σταυροφόρους, στρατιωτική ενίσχυση 10.000 ανδρών και ένωση των εκκλησιών.
Τελικά οι Σταυροφόροι πείθονται από το νεαρό Αλέξιο να αλλάξουν πορεία και να πάνε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Αίγυπτο, όπου ήταν ο αρχικός τους προορισμός.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Την άνοιξη του 1203 κάνοντας μια στάση στην Κέρκυρα οι σταυροφόροι κατευθύνθηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, στην οποία έφτασαν το καλοκαίρι του 1203. Ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, ένας εκ των ηγετών των Σταυροφόρων, που έχει καταγράψει τα γεγονότα της άλωσης, στο έργο του αναφέρει για το πώς αισθάνθηκαν οι σταυροφόροι όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά τη Βασιλεύουσα:
«Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ• γιατί δεν μπορούσαν να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλον τον κόσμο μια τόσο πλούσια πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους πλούσιους πύργους κι αυτά τα πλούσια παλάτια κι αυτές τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμη το μήκος και το πλάτος της πόλης που κυβερνούσε όλες τις υπόλοιπες. Και μάθετε πως δεν υπήρξε άνθρωπος τόσο ασυγκίνητος, που να μην ανατριχιάσει…».
Σχεδόν αμέσως αρχίζουν την πολιορκία και την επίθεση στην πόλη, ενώ η αντίσταση των Βυζαντινών μάλλον είναι ισχνή – εξάλλου οι σταυροφόροι επιτίθενται εξ ονόματος του εκθρονισθέντος Ισαακίου. Φοβισμένος ο Αλέξιος Γ΄ την νύχτα της 17ης προς 18ης Ιουλίου εγκαταλείπει την πόλη. Έτσι, στο θρόνο αποκατάσταθηκε ο τυφλός Ισαάκιος και λίγο αργότερα στέφθηκε συναυτοκράτορας κι ο γιος του ως Αλέξιος Δ΄. Όμως, επειδή ο Αλέξιος δεν ικανοποιούσε τους όρους της συμφωνίας, οι Σταυροφόροι στράφηκαν εναντίον του. Μέσα σε κλίμα αναταραχής ο Αλέξιος Δ΄ κι ο πατέρας Ισαάκιος ανατρέπονται και στο θρόνο αναρριχήθηκε ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος τον Ιανουάριο του 1204.
Τότε άρχισαν εκ νέου οι συγκρούσεις μεταξύ Βενετών και Σταυροφόρων από τη μία και Βυζαντινών από την άλλη. Το Μάρτιο του 1204 οι Βενετοί και οι Σταυροφόροι υπέγραψαν τη μεταξύ τους συμφωνία για τη διανομή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την κατάσταση που θα προέκυπτε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά την επικείμενη πτώση της Κωνσταντινούπολης. Τη συμφωνία αυτή έπρεπε να την επικυρώσει κι ο πάπας κάτι που όμως δεν έπραξε.
Στις 9 Απριλίου έγινε γενική επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης, η οποία αρχικά αποκρούστηκε επιτυχώς. Τρεις μέρες αργότερα στις 12 Απριλίου πραγματοποιήθηκε νέα επίθεση.
O Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος περιγράφει την επίθεση στα τείχη της Πόλης:
«Το πράγμα έμεινε εκεί μέχρι το πρωί της Δευτέρας και τότε πήραν τα όπλα εκείνοι από τα μεταγωγικά και τα ιππαγωγά και τις γαλέρες [...] και τότε ξεκίνησε η επίθεση, βίαιη και θαυμαστή κάθε πλοίο έκανε επίθεση στον τόπο που βρισκόταν μπροστά του. Οι κραυγές της μάχης ήταν τόσο μεγάλες που νόμιζες πως γκρεμίζεται η γη.»
»Έτσι κράτησε για πολύ η επίθεση, μέχρι που ο Κύριος Ημών έκανε να σηκωθεί αέρας που τον ονομάζουν Βοριά και έσπρωξε τα καράβια προς την ακτή, περισσότερο απ‘ό,τι πριν, και μαζί μ’αυτά και δύο πλοία που ήταν δεμένα μαζί, που το ένα λεγόταν ”Η Προσκυνήτρια” και το άλλο ”Ο Παράδεισος” και εκείνα πλησίασαν στον πύργο, το ένα από τη μία μεριά και το άλλο από την άλλη, έτσι όπως τα οδήγησε ο Θεός και ο άνεμος, μέχρι πο η σκάλα της Προσκυνήτριας ακούμπησε στον πύργο. Κι αμέσως ένας Βενετός κι ένας ιππότης που λεγόταν Ανδρέας Ντυρμπουάζ μπήκαν στον πύργο και οι υπόλοιποι άρχισαν να μπαίνουν πίσω από αυτούς. Και εκείνη στον πύργο νικήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.»
Αυτή τη φορά η άμυνα εξουδετερώθηκε και ο Αλέξιος Ε΄ εγκαταλείπει την πόλη. Την Τρίτη 13 Απριλίου 1204 οι Σταυροφόροι εισέρχονται στην πόλη και οι κάτοικοι μη συνειδητοποιώντας ότι η Αυτοκρατορία έχει καταλυθεί πλέον τους υποδέχονται ως τους νέους άρχοντές τους.
Όμως, σχεδόν αμέσως αρχίζει και η πιο άγρια λεηλασία. Για μέρες ολόκληρες οι φτωχοί, αμόρφωτοι και άξεστοι Σταυροφόροι ερειπώνουν ό,τι βρουν στο διάβα του. Κυριεύουν μια Κωνσταντινούπολη σε πλήρη ακμή και με αμύθητα και πλούτη. Εκκλησίες, μοναστήρια, δημόσια κτήρια, παλάτια, οικήματα λεηλατούνται με πρωτοφανή αγριότητα. Αμέτρητοι θάνατοι, βιασμοί και εξανδραποδισμοί. Εκεί που κανένας δεν τον περίμενε η Πόλη κυριεύτηκε. Αμέτρητα κειμήλια, πολύτιμα αντικείμενα και χειρόγραφα κλέπτονται και μεταφέρονται στη Δύση. Η καταστροφή είναι ολοσχερής.
Ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος σε άλλο σημείο του έργου του αναφέρει για τη λεηλασία της Πόλης:
«Και οι υπόλοιποι που είχαν σκορπιστεί στην πόλη πήρανε πολλά λάφυρα· και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα, χρυσάφι και ασήμι και σκεύη και πολύτιμα πετράδια και μετάξια … και όλα τα ακριβά πράγματα που βρέθηκαν ποτέ στη γη». Και συνεχίζει με μία κυνική θα λέγαμε ομολογία : «…από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μία μόνο πόλη».
Ενώ ο Έλληνας ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης και της δήωσης, θρηνεί για την πτώση και τη βεβήλωση της Πόλης:
«Ὦ πόλις, πόλις πόλεων πασῶν ὀφθαλμέ, ἄκουσμα παγκόσμιον, θέαμα ὐπερκόσμιον, ἐκκλησιῶν γαλουχέ, πίστεως ἀρχηγέ, ὀρθοδοξίας ποδηγέ, λόγων μέλημα, καλοῦ παντός ἐνδιαίτημα, ὦ ἡ ἐκ χειρός Κυρίου τὸν τοῦ θυμοῦ πιοῦσα τὸ ποτήριον…τὶ μαρτηρήσω σοι; Τίνι ὁμοιώσω σε;» και συνεχίζει : «Ὦ ἡ πρώην ὐψίθρονος καὶ βιβῶσα μακρά καἰ μετέωρα, μεγαλοπρεπής το εἶδος, ἀξιοπρεπεστέρα τὸ μέγεθος, νυνί δέ κατερραγμένη καὶ διερρηγμένη τοὺς χλιδανούς χιτώνας καὶ τὰ κομψά καὶ ἀρχικά κρήδεμνα, καὶ ὄμμα, ἀπεσβεσμένη τὸ χαροπόν» και λίγο πιο κάτω ο ιστορικος που έζησε την τραγωδία της Άλωσης με τα ίδια τα μάτια του σημειώνει: « Ἐκτίναξαι τὸν χοῦν καὶ ἀνάστηθι! Ἔκδυσαι τὸν δεσμόν τοῦ τραχήλου σου! Μή φοβοῦ ὅτι κατῃσχύνθης μηδέ ἐντραπῆς ὅτι ωνιδείσθης».
Λίγες μέρες αργότερα εκλέχτηκε νέος αυτοκράτορας της ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και στις 16 Μαΐου 1204 πραγματοποιήθηκε η στέψη του στην Αγία Σοφία. Λατίνος Πατριάρχης εκλέχτηκε ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι.
Η διανομή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Ακολούθησε η διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Βενετοί πήραν και κατέλαβαν κυρίως λιμάνια και νησιά για να ενισχύσουν το εμπόριο τους.
Ο Βονιφάτιος Μομφερατικός, ο επικεφαλής της Σταυροφορίας, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και κατέκτησε ένα μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας όπου ίδρυσε ένα βραχύβιο βασίλειο.
Στην Πελοπόννησο ιδρύθηκε το φραγκικό φεουδαρχικό κράτος της Αχαΐας από το Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο και Γουλιέλμο του Σαμπλί.
Το ίδιο διάστημα ενίσχυε τη δύναμη του κι επέκτεινε προς τη Θράκη το κράτος του ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Καλογιάννης. Στο Αιγαίο ιδρύθηκε ένα δουκάτο από το Βενετό Μάρκο Σανούτο. Σε διάφορα μέρη της παλαιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εγκαταστάθηκαν δυτικοί ηγεμόνες υποτελείς των ανωτέρω φεουδαρχών.
Βέβαια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκαν και ελληνικά κράτη που σε γενικές γραμμές συνέχισαν τον αγώνα κατά των Λατίνων. Κατ’ αρχάς στη Μικρά Ασία ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας από τον Θεόδωρο Λάσκαρη∙ εκεί εγκαταστάθηκε προσωρινά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στην περιοχή της Τραπεζούντας είχε ιδρυθεί πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Κομνηνούς ελληνικό κράτος που σταδιακά απέκτησε αξιόλογη δύναμη. Στην ήπειρο ιδρύθηκε το δεσποτάτο από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό. Η ανάκτηση της Θεσσαλονίκης έγινε το 1224 από το Θεόδωρο, δεσπότη της Ηπείρου, και της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261. Όλο αυτό το διάστημα οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Δυτικών ήταν το κύριο χαρακτηριστικό. Τα σύνορα των κρατών διαρκώς μεταβάλλονταν. Συγχρόνως αναπτύσσεται κι έντονος ανταγωνισμός μεταξύ του κράτους της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
(Διευκρίνιση : δεν θα ήταν δυνατόν να θιχτούν στο παρόν άρθρο πολλές και διάφορες πτυχές του ζητήματος, όπως ο ιδιαίτερος ρόλος του πάπα Ιννοκεντίου Γ΄, τα πραγματικά αίτια της εκτροπής, η έκταση και το μέγεθος της λεηλασίας και η διανομή των λαφύρων και των ιερών κειμηλίων, η αδυναμία των Βυζαντινών να νικήσουν τους λιγότερους σταυροφόρους κ.ά. Εξάλλου, η διεθνής βιβλιογραφία για την Άλωση του 1204 είναι ογκωδέστατη.)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Nicetae Choniatae, Historia, ex Recensione Immanuels Bekkeri, Bonnae 1835
Donald M. Nicol, Οι Τελευταίοι Αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453, Αθήνα 1996
Τζόναθαν Φίλλιπς, Η Τέταρτη Σταυροφορία και η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης,Αθήνα 2005
G.Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους,τ.Γ΄, Αθήνα 2012
W.Miller, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα,Αθήνα 1960
Peter Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο,Αθήνα 1998
M.Angold, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204, Αθήνα 2004
M. Angold, Η Τέταρτη Σταυροφορία, Αθήνα 2006
Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1999
Ν.Γ. Μοσχονάς (επ.), Η Τέταρτη Σταυροφορία και ο Ελληνικός Κόσμος, Αθήνα 2008
Τζόναθαν Χάρρις, Το Βυζάντιο και οι Σταυροφορίες, Αθήνα 2004
Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης (μετάφραση : Κώστας Αντύπας), Αθήνα 2002
Ροβέρτος του Κλαρί, Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης (μετάφραση : Μπάμπης Λυκούδης)
Στίβεν Ράνσιμαν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, Αθήνα 2008
Α. Σταυρόδου – Ζαφράκα, Νίκαια και Ήπειρος τον 13ο Αιώνα, Θεσσαλονίκη 1991
Μ. Ντούρου – Ηλιοπούλου, Οι Σταυροφορικές Ηγεμονίες στη Ρωμανία (13ος – 15ος αιώνας), Αθήνα 2012
Σερ Έντουιν Πήαρς, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, Ιστορία της Τέταρτης Σταυροφορίας, Αθήνα 2004
Ν. Ζαχαρόπουλος, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία
A.Laiou (ed), Urbs Capta,The Fourth Cusade and its Consequenses,Paris 2005
Α.Σαββίδης, Βυζαντινά Στασιαστικά Κινήματα στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία 1189-1240,Αθήνα 1987
Ζ. Τσιρπανλής, Η Μεσαιωνική Δύση, Θεσσαλονίκη 2004
Steven Runciman, Η Ιστορία των Σταυροφοριών, τ.Γ΄, Αθήνα 2006
Alfred Andrea, Contemporary Sources for the Fourth Crusade, Leiden-Boston-Koln 2000
Donald Queller (ed), The Latin Conquest of Constantinople, USA 1971
Donald Queller, The Fourth Crusade, The Conquest of Constantinople, Pensylvania 1977
John France, The Crusades ad the expansion of Catholic Christendom, New York-London 2005
Κωνσταντίνος Μπατσιόλας
Υπ. Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.