Δεκέμβριος 2020.
Εδώ και καιρό νιώθαμε ντροπή για τη διαχείριση προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα. Τον Φλεβάρη υπήρχαν περισσότεροι από 40,000 χιλιάδες άνθρωποι σε ασφυκτικές δομές, παγιδευμένοι για χρόνια σε μία έωλη κατάσταση αναμένοντας τις διαδικασίες ασύλου, ζώντας την καθημερινότητά τους σε περιβάλλον βίας. Στη Λέσβο και τη Σάμο η υπομονή είχε εξαντληθεί, οι κάτοικοι ένιωθαν εγκατάλειψη και οργή, ήθελαν τα νησιά τους πίσω. Στην ενδοχώρα υπήρχε ανησυχία και ανασφάλεια για ενδεχόμενες αφίξεις, ελάχιστοι δήμοι ήταν πρόθυμοι να δεχτούν χιλιάδες κόσμου δίχως ένα βιώσιμο σχέδιο. Οι πρόσφυγες, ακόμα και αυτοί με άσυλο, δεν είχαν ενσωματωθεί ποτέ.
Η εικόνα άλλαξε τον Μάρτη του 2020. Η Ελλάδα νοίκιασε 15 παλιά εμπορικά πλοία, με δυνατότητα φιλοξενίας εκατοντάδων ατόμων σε καμπίνες. Σε κάθε πλοίο τοποθετήθηκαν περίπου 400 ομοεθνείς για προσωρινή διαμονή, και μεταφέρθηκαν στα μεγάλα λιμάνια της χώρας (Πειραιάς, Λαύριο, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Βόλος, Πάτρα κλπ). Σε κάθε λιμάνι υπήρξε μέριμνα για την σίτιση, την περίθαλψη, την υποστήριξη των επιβατών. Οι τοπικές αρχές και οι εγκεκριμένες ΜΚΟ ανταποκρίθηκαν πολύ καλύτερα στην υποστήριξη μικρότερων ομάδων. Οι φιλοξενούμενοι ένιωθαν ασφαλέστεροι στα πλοία σε σχέση με τις συνθήκες ζούγκλας στη Μόρια και στο Βαθύ, γιατί ήταν σε μικρές ομάδες, μαζί με τους ομοεθνείς τους, και έβλεπαν ότι υπάρχει ελπίδα. Τα νησιά πήραν ανάσα με την αποχώρηση 6000 ατόμων σε ένα μήνα.
Το κλειδί ήταν η αποστολή ομάδων εργασίας των υπηρεσιών ασύλου σε κάθε λιμάνι, στελεχωμένες από την Ελλάδα αλλά και πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως η Σουηδία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία. Με τις ενισχύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και τις ευέλικτες αποστολές στα λιμάνια εξοικονομήθηκε χρόνος. Κάθε 12μελής ομάδα εργασίας αξιολογούσε τις 400 περιπτώσεις του πλοίου σε ένα μήνα, σε συνεργασία με τις κεντρικές υπηρεσίες ασύλου και μέσα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα. Το έργο τους ήταν ευκολότερο διότι οι αιτούντες ήταν ομοεθνείς ενώ συχνά αξιολογούσαν τις αιτήσεις οικογενειών με κοινή απόφαση. Οι συνεντεύξεις γίνονταν σε γραφεία κοντά στο λιμάνι, οι μεταφραστές και οι νομικές υπηρεσίες δούλευαν και αυτοί πυρετωδώς. Στις πόλεις δεν υπήρξε αναστάτωση καθώς η διαμονή στα πλοία ήταν προσωρινή και δεν υπήρχαν πάνω από 2 πλοία σε κάθε λιμάνι, οι επιβάτες ήταν λίγοι, με καθημερινή αλλά ελεγχόμενη πρόσβαση στην ξηρά.
Τον πρώτο μήνα, τον Μάρτη, πάρθηκαν αποφάσεις για 6,000 ανθρώπους. Όσοι δεν δικαιούνταν άσυλο μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στις χώρες προέλευσής τους ή στην Τουρκία, αξιοποιώντας όλες τις των διακρατικές συμφωνίες και το διπλωματικό κεφάλαιο της Ε.Ε.. Σε όσους απονεμήθηκε άσυλο, είτε μεταφέρθηκαν σε άλλες χώρες της Ε.Ε. είτε έμειναν εδώ. Ο διαχωρισμός των προσφύγων από τους οικονομικούς μετανάστες ήταν μια δίκαιη, γρήγορη, ευρωπαϊκή λύση, και το σχέδιο ονομάστηκε ‘Αριστείδης’.
Σε όσους έμειναν στην Ελλάδα δόθηκαν πλήρη δικαιώματα, άδεια εργασίας, και υποστήριξη από το κράτος. Οι τοπικές κοινωνίες αποδέχτηκαν και ενσωμάτωσαν τους πρόσφυγες, γνωρίζοντας πλέον ότι δεν είναι περαστικοί, παράνομοι ή πράκτορες. Βοήθησαν και τα διαφημιστικά στα μέσα ενημέρωσης που υπενθύμιζαν ότι η Συρία είχε φιλοξενήσει Έλληνες Μικρασιάτες σε δύσκολους καιρούς.
Τα σχολεία καθιέρωσαν ταχύρρυθμα μαθήματα εκμάθησης ελληνικών, ενώ τα τοπικά πανεπιστήμια δημιούργησαν προγράμματα πολιτισμικής προσαρμογής και επαγγελματικής κατάρτισης για ενήλικες. Επιδοτήθηκαν οι προσλήψεις προσφύγων από τοπικούς επιχειρηματίες, με μείωση των αντίστοιχων εργοδοτικών εισφορών για ένα χρόνο. Η θετική πορεία της οικονομίας βοήθησε στην απασχόληση προσφύγων ειδικά στον αγροτικό και τουριστικό κλάδο. Αρκετοί δημιούργησαν καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες σε συνεργασία με ντόπιους επιχειρηματίες.
Όταν λοιπόν άδειαζαν τα πλοία, επέστρεφαν στα νησιά ώστε να παραλάβουν και πάλι ομάδες των 400. Με αυτόν τον ρυθμό, από τον Μάρτη μέχρι τον Δεκέμβρη του 2020, εκδόθηκαν αποφάσεις για 60,000 άτομα. Περίπου οι μισοί επέστρεψαν στην Τουρκία και στις χώρες προέλευσής τους, 15.000 έμειναν στην Ελλάδα, και άλλοι 15.000 ενσωματώθηκαν στις χώρες τις Ε.Ε. Οι οικονομικοί μετανάστες που επέστρεψαν στην Τουρκία ή στις χώρες τους ήταν οι χαμένοι της υπόθεσης, όμως αυτό ήταν επιβεβλημένο, αλλιώς η Ε.Ε. θα βούλιαζε με εκατομμύρια άτομα από τρίτες χώρες. Αν άφηνε ο δυτικός κόσμος την Αφρική και την Ασία στην ησυχία τους πιθανότατα δεν θα είχαμε αυτά τα προβλήματα, αλλά ρεαλιστικά δεν υπήρχε άλλη λύση.
Εν τέλει το έργο είχε λογικό κόστος, παρά τις αρχικές αμφιβολίες. Νοικιάσαμε 15 πλοία και πληρώσαμε αδρά τις ομάδες εργασίας για 10 μήνες, αλλά δεν χρειάστηκαν νέες δομές, ούτε επικίνδυνα φράγματα στη θάλασσα. Η Ε.Ε. πλήρωσε μεγάλο μέρος του λογαριασμού διότι έβλεπε μία βιώσιμη λύση που θα μπορούσε να στηρίξει πολιτικά στο δεξιό και αριστερό ακροατήριο. Μέρος του έργου χρηματοδοτήθηκε κατόπιν πιέσεων από χώρες που έκλεισαν την πόρτα στους πρόσφυγες, όπως η Ουγγαρία.
Πλέον οι ροές προς τη χώρα μειώθηκαν κατακόρυφα. Οι οικονομικοί μετανάστες διαπίστωσαν ότι αν δεν δικαιούνται άσυλο τότε επιστρέφονται στις χώρες τους, οπότε σταμάτησαν να κάνουν το επικίνδυνο ταξίδι, δεν είχε πια αντίκρισμα. Οι πρόσφυγες συνεχίζουν να έρχονται ακόμα και σήμερα, παραμονές του 2021, όμως η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί στην Ελλάδα και ο μηχανισμός είναι ενεργός, ευέλικτος και βιώσιμος. Πλέον δεν ντρεπόμαστε για την κατάσταση. Αντίθετα, τα καμπ έκλεισαν, όσοι πρόσφυγες παρέμειναν στη χώρα ζούνε σε σπίτια, εργάζονται, τα παιδιά τους είναι στο σχολείο, οι ντόπιοι έδειξαν και πάλι τον καλό τους εαυτό, και η ζωή συνεχίζεται για όλους.