Επί ξυρού ακμής βρίσκεται η οικονομική κατάσταση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σύμφωνα με την εαρινή πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιούργησε νέες προκλήσεις, τη στιγμή ακριβώς που η Ένωση ανέκαμπτε από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Ασκώντας περαιτέρω ανοδικές πιέσεις στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, προκαλώντας νέες διαταραχές του εφοδιασμού και αυξάνοντας την αβεβαιότητα, ο πόλεμος επιδεινώνει τις προϋπάρχουσες αντιξοότητες για την ανάπτυξη, οι οποίες, σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις, αναμενόταν να υποχωρήσουν.
Το γεγονός αυτό οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προοπτικές ανάπτυξης της ΕΕ και προς τα πάνω τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό.
Επιβράδυνση της ανάπτυξης καθώς ο πόλεμος επιδεινώνει τις προϋπάρχουσες αντιξοότητες
Το ΑΕΠ της ΕΕ προβλέπεται να διατηρηθεί σε θετικά επίπεδα, κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων, χάρη στο συνδυασμένο αποτέλεσμα της επανέναρξης δραστηριοτήτων μετά την άρση του εγκλεισμού και της ισχυρής δράσης πολιτικής που αναλήφθηκε για τη στήριξη της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Συγκεκριμένα, η επαναλειτουργία υπηρεσιών έντασης επαφής μετά την πανδημία, η ισχυρή και ακόμη βελτιούμενη αγορά εργασίας, η μικρότερη συσσώρευση αποταμιεύσεων και τα δημοσιονομικά μέτρα για την αντιστάθμιση των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας, αναμένεται να στηρίξουν την ιδιωτική κατανάλωση.
Οι επενδύσεις αναμένεται να επωφεληθούν από την πλήρη ανάπτυξη του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την εφαρμογή του συνοδευτικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ αναμένεται πλέον να ανέλθει σε 2,7 % το 2022 και σε 2,3 % το 2023, από 4,0 % και 2,8 % (2,7 % στη ζώνη του ευρώ), αντίστοιχα, στις χειμερινές ενδιάμεσες προβλέψεις 2022.
Η αναθεώρηση προς τα κάτω, για το 2022, πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της δυναμικής της ανάπτυξης της οικονομίας που σημειώθηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι του περασμένου έτους, η οποία προσθέτει περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης για το τρέχον έτος. Η αύξηση της παραγωγής εντός του έτους μειώθηκε από 2,1 % σε μόλις 0,8 %.
Το κύριο πλήγμα για την παγκόσμια οικονομία και τις οικονομίες της ΕΕ προέρχεται από τις τιμές των βασικών ενεργειακών προϊόντων. Μολονότι είχαν ήδη αυξηθεί σημαντικά πριν από τον πόλεμο, σε σχέση με τα χαμηλά επίπεδα που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η αβεβαιότητα σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού άσκησε ανοδικές πιέσεις στις τιμές, αυξάνοντας παράλληλα την αστάθεια τους. Αυτό ισχύει για τα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά και υπηρεσίες, ενώ παρατηρείται μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Οι διαταραχές της εφοδιαστικής και της αλυσίδας εφοδιασμού που προκαλούνται από τον πόλεμο, καθώς και η αύξηση του κόστους των εισροών για ευρύ φάσμα πρώτων υλών, επιτείνουν τις διαταραχές του παγκόσμιου εμπορίου που προκαλούνται από τα δραστικά μέτρα ανάσχεσης της νόσου COVID-19 που εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε τμήματα της Κίνας, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγή.
Οι τιμές της ενέργειας οδηγούν τον πληθωρισμό σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα
Ο πληθωρισμός επιταχύνεται από τις αρχές του 2021. Από 4,6 % σε ετήσια βάση το τελευταίο τρίμηνο του 2021 αυξήθηκε σε 6,1 % το πρώτο τρίμηνο του 2022. Ο ονομαστικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε σε 7,5 % τον Απρίλιο, το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία της νομισματικής ένωσης.
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να ανέλθει σε 6,1 % το 2022 και να υποχωρήσει σε 2,7 % το 2023. Για το 2022 συνολικά, αυτό αντιπροσωπεύει σημαντική αναθεώρηση προς τα πάνω σε σύγκριση με τις χειμερινές ενδιάμεσες προβλέψεις 2022 (3,5 %).
Ο πληθωρισμός αναμένεται να κορυφωθεί στο 6,9 % το β′ τρίμηνο του τρέχοντος έτους και να μειωθεί σταδιακά στη συνέχεια. Για την ΕΕ, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί από 2,9 % το 2021 σε 6,8 % το 2022 και να μειωθεί στο 3,2 % το 2023.
Ο μέσος δομικός πληθωρισμός προβλέπεται να υπερβεί το 3 % το 2022 και το 2023 τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ.
Ισχυρή και συνεχιζόμενη βελτίωση της αγοράς εργασίας
Η αγορά εργασίας εισέρχεται ισχυρή στη νέα κρίση. Το 2021 δημιουργήθηκαν περισσότερες από 5,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην οικονομία της ΕΕ, οι οποίες προσέλκυσαν σχεδόν 3,5 εκατομμύρια περισσότερα άτομα στην αγορά εργασίας.
Επιπλέον, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά περίπου 1,8 εκατομμύρια άτομα. Τα ποσοστά ανεργίας στα τέλη του 2021 μειώθηκαν κάτω από τα προηγούμενα πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας αναμένεται να βελτιωθούν περαιτέρω. Η απασχόληση στην ΕΕ προβλέπεται να αυξηθεί φέτος κατά 1,2 %, αν και ο ετήσιος αυτός ρυθμός αύξησης πυροδοτείται από την ισχυρή δυναμική που σημειώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου έτους.
Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες περιοχές στην Ουκρανία κατευθυνόμενοι την ΕΕ αναμένεται να εισέλθουν σταδιακά μόνο στις αγορές εργασίας, ενώ απτά αποτελέσματα θα γίνουν ορατά μόνο από το επόμενο έτος.
Τα ποσοστά ανεργίας προβλέπεται να μειωθούν περαιτέρω, σε 6,7 % φέτος και 6,5 % το 2023 στην ΕΕ και σε 7,3 % και 7,0 % το 2022 και το 2023 αντίστοιχα στη ζώνη του ευρώ.
Τα δημόσια ελλείμματα εξακολουθούν να μειώνονται, αλλά το κόστος που συνδέεται με τον πόλεμο αυξάνεται
Παρά το κόστος των μέτρων για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ενέργειας και για τη στήριξη των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία, το συνολικό δημόσιο έλλειμμα στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω το 2022 και το 2023, καθώς εξακολουθεί η απόσυρση των προσωρινών μέτρων στήριξης για τη νόσο COVID-19. Από 4,7 % του ΑΕΠ το 2021, το έλλειμμα στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί στο 3,6 % του ΑΕΠ το 2022 και στο 2,5 % το 2023 (3,7 % και 2,5 % στη ζώνη του ευρώ).
Μετά τη μείωσή του το 2021 σε περίπου 90 % (97 % στη ζώνη του ευρώ) από την ιστορική κορύφωση σχεδόν σε 92 % του ΑΕΠ το 2020 (σχεδόν 100 % στη ζώνη του ευρώ), ο συνολικός δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ της ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί σε περίπου 87 % το 2022 και σε 85 % το 2023 (95 % και 93 % στη ζώνη του ευρώ, αντίστοιχα), παραμένοντας πάνω από το προ της COVID-19 επίπεδο.
Η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι εξαρτώνται από την εξέλιξη του πολέμου
Οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του πολέμου, και ιδίως από τον αντίκτυπό του στις αγορές ενέργειας.
Δεδομένης της υψηλής αβεβαιότητας, η βασική πρόβλεψη συνοδεύεται από ανάλυση σεναρίων βάσει μοντέλων, η οποία προσομοιώνει τον αντίκτυπο των υψηλότερων τιμών των βασικών ενεργειακών προϊόντων, καθώς και την άμεση μείωση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο από τη Ρωσία.
Σε αυτό το δυσμενέστερο σενάριο, οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ θα ήταν περίπου 2,5 και 1 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότεροι από το βασικό σενάριο των προβλέψεων για το 2022 και το 2023, αντίστοιχα, ενώ ο πληθωρισμός θα αυξανόταν κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες το 2022 και κατά περισσότερο από 1 το 2023, πάνω από την βασική πρόβλεψη.
Πέραν αυτών των δυνητικών διαταραχών στον ενεργειακό εφοδιασμό, τα χειρότερα από τα αναμενόμενα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού και οι περαιτέρω αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων πέραν της ενέργειας, ιδίως των ειδών διατροφής, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόσθετες καθοδικές πιέσεις στην ανάπτυξη και σε ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες έμμεσες επιπτώσεις έναντι ενός εισαγομένου πληθωριστικού κλυδωνισμού θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού. Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις ενέχουν επίσης αυξημένους κινδύνους για τους όρους χρηματοδότησης. Τέλος, η νόσος COVID-19 εξακολουθεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου.
Πέρα από αυτούς τους άμεσους κινδύνους, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδηγεί σε οικονομική αποσύνδεση της ΕΕ από τη Ρωσία, με συνέπειες που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν πλήρως στο παρόν στάδιο.