Πέρυσι, παραμονές του Πάσχα, σε ένα από τα αφιερώματα της Huffpost, ζητήσαμε από δώδεκα σημαντικούς έλληνες ζωγράφους να μας δώσουν τη δική τους ξεχωριστή εκδοχή στο βίωμα της Ανάστασης. Το πιο προσωπικό, ίσως, από τα έργα που δείξαμε, υπήρξε μια σκισμένη και φθαρμένη από τον χρόνο αυτοπροσωπογραφία του Χρόνη Μπότσογλου, φιλοτεχνημένη στα χρόνια της σπουδής. Για τις ανάγκες του αφιερώματος, ο Μπότσογλου τράβηξε μια λεπτή κόκκινη γραμμή, σαν πληγή, ακριβώς επάνω στη σχισμή, και ο πίνακας του ’63 “αποκαλύφθηκε” στο πλατύ κοινό, μισό αιώνα μετά.
Τώρα, το έργο αυτό εκτίθεται για πρώτη φορά, μαζί με άλλες δημιουργίες από το ατελιέ του ζωγράφου, στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Λάδια, ακουαρέλες και ανάγλυφα συνιστούν “σελίδες ημερολογίου”, που αποτυπώνουν τον ίδιο και τους οικείους του. Παρουσιάζονται η μητέρα, η σύντροφός του Ελένη - από νέο κορίτσι μέχρι σήμερα -, οι κόρες του και, βέβαια, ο ίδιος. Εκτός από τα έργα του εργαστηρίου, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό σελίδες από τα ζωγραφικά ημερολόγια του Μπότσογλου, με προσωπικές σημειώσεις και πρωτόλειες ιδέες ως αυτόνομες δημιουργίες.
Η έκθεση «Μνήμη Ζωγραφική» προσκαλεί τους επισκέπτες να «αγγίξουν» το «βλέμμα» του ζωγράφου, κυρίως, μέσα από τα σχέδια και τις σημειώσεις του. Σε αυτές τις μικρές εικόνες καταγράφονται οι ζωγραφικές εμμονές και οι «στιγμές» του δημιουργού που λειτούργησαν σαν σπινθήρες για μεγαλύτερα έργα. Τα μικρά σε διάσταση έργα, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, λειτουργούν με αυτόνομη αξία και όλα μαζί, συνθέτουν μια μνημειακή φρίζα που μας δίνουν τον Μπότσογλου και τις ζωγραφικές του κατακτήσεις.
Κάθε μικρό χαρτάκι έχει τη μοναδική του αξία και είναι πιθανό ένα μικρό σχέδιο με μολύβι να αποδειχτεί ότι έχει μεγαλύτερη σημασία για τη μελέτη ενός ζωγράφου απ’ ό,τι ένας ολοκληρωμένος πίνακας, με απείρως μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία. Ζωγραφισμένα τα περισσότερα στο Πετρί της Μυτιλήνης, όπου παραθερίζει ο καλλιτέχνης, τα σχέδια απηχούν την ατμόσφαιρα του θέρους και συνδέονται με τρόπο συμβολικό με τον εκθεσιακό χώρο.
Σε έναν κήπο που θυμίζει τις περίστυλες αυλές της αρχαιότητας, ένα καταφύγιο από τη βουή του πλήθους, τη ζέστη του καλοκαιριού και την κίνηση του αθηναϊκού κέντρου, πολλοί καλλιτέχνες – έλληνες και ξένοι - σχεδιάζουν στα σημειωματάριά τους, in situ, συνθέσεις από τον κήπο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Έτσι, σε συνθήκες χαλάρωσης και έμπνευσης για τον ζωγράφο, δημιουργήθηκαν και τα σχέδια του Μπότσογλου. Και η αξία της έκθεσης συνίσταται στο ότι για πρώτη φορά τα σχέδια αυτά «βγαίνουν» από τη μικρή διάσταση των ζωγραφικών μπλοκ για να παρουσιαστούν στο πλατύ κοινό.
Ο Μπότσογλου είναι ένας δημιουργός βιωματικός και συχνά αυτοαναφορικός, “Η μνήμη είναι προνόμιο των γηρατειών. Εγώ γέρος είμαι πλέον, άρα έχω ετούτο το προνόμιο” έχει πει ο καλλιτέχνης της “Νέκυιας” - μια μνημειακή ενότητα έργων, εμπνευσμένη από τους οικείους νεκρούς -, που έχει αποδώσει την επώδυνη σωματική και πνευματική αποσύνθεση της μητέρας του. Μέσα από την ιστόρηση του θανάτου της μάνας, ο Μπότσογλου ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπο του θανάτου, πραγματεύτηκε τη δική του θνητότητα. Όλα τα κείμενα σχεδόν, στον επετειακό τόμο που εκδόθηκε προς τιμήν του καλλιτέχνη (ΕΜΣΤ 2010), κατεξοχήν αναφέρονται στην αυτοαναφορικότητά του.
Στην πραγματικότητα, ο Μπότσογλου ήταν και παραμένει βαθιά πολιτικός, ένας ζωγράφος που αρθρώνεται στο διάλογο. Από τον κριτικό ρεαλισμό, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, έως τη Νέκυια, ο εικαστικός δάσκαλος καταδύεται με τα χρόνια στον εαυτό, προκειμένου να μιλήσει για τον άλλο. Ο ίδιος λέει: «δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να ξαναρχίζω από τον εαυτό μου». Κι αλλού πάλι: ”Το σώμα μας είναι σπίτι. Ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει το σπίτι του δρόμο”.
Το Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στο εσωτερικό αίθριο είναι ανοιχτά καθημερινά μεταξύ 8 το πρωί και 8 το βράδυ, εκτός Δευτέρας (από 13.00 – 20.00). Η είσοδος στο καφέ και την έκθεση είναι ελεύθερη για το κοινό.