Η συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί από τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές. Πρωτίστως η πΓΔΜ κύρωσε τη συμφωνία το καλοκαίρι του 2018, εκδίδοντας σχετική νομοθετική διάταξη, χωρίς ωστόσο αυτή να φέρει την υπογραφή του ανώτατου άρχοντα της Χώρας, του Πρόεδρου κου Ιβάνοφ, καθώς όπως ισχυρίζεται δεν νομιμοποιούνταν να το πράξει, επικαλούμενος τα άρθρα 118 & 119 του συντάγματος τους. Συγκεκριμένα το Άρθρο 119 αναφέρει πως :
«Διεθνείς συμφωνίες συνάπτονται στο όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Διεθνείς συμφωνίες μπορούν επίσης να συνάπτονται από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όταν αυτό καθορίζεται από το νόμο».
Την ίδια στιγμή που ο Πρόεδρος Ιβάνοφ, υποστηρίζει πως εφόσον δεν είχε προηγηθεί σχετικός νόμος ο οποίος να καθορίζει το δικαίωμα σύναψης Διεθνούς Συμφωνίας από τον Υπουργό Εξωτερικών της χώρας ή άλλο πρόσωπο (σ.σ. σχεδόν απίθανο να αγνοούσε σχετική εκδοθείσα νομοθεσία) παραπέμποντας ρητά στο Σύνταγμα της Χώρας. (βλ. αρθρο 119 Συντάγματος πΓΔΜ), η δικαιοσύνη διεξάγει προκαταρκτική εξέταση για τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκε ο πρόεδρος Ιβάνοφ να υπογράψει την επίμαχη διάταξη, με το κρινόμενο αποτέλεσμα να αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς σε περίπτωση δικαίωσής του, θεωρείται πως θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας και όχι μόνο.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε πως η συγκεκριμένη «άρνηση υπογραφής» εκ μέρους του Πρόεδρου Ιβανοφ της συμφωνίας των Πρεσπών, επικαλούμενος ουσιαστικά ύψιστο κανόνα εσωτερικού δικαίου, δίνει τροφή για σκέψη στο κατά πόσο η εκδοχή του οδηγεί μεταξύ άλλων, σε λόγους ακυρότητας της σύναψης Διεθνούς Συμφωνίας, αφού το άρθρο 46§1 της Συμβάσεως της Βιέννης ορίζει ρητά ότι :
«Το κράτος δε δύναται να επικαλεσθεί το γεγονός, ότι η συναίνεσίς του όπως δεσμευθή διά συνθήκης εδόθη κατά παραβίασιν διατάξεως του εσωτερικού του δικαίου, αναφερομένης εις την αρμοδιότητα συνομολογήσεως συνθηκών και ως εκ τούτου ακυρούσης την συναίνεσίν του, εκτός εάν η παραβίασις αύτη ήταν έκδηλη και αφορούσε κανόνα εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας.»
Από το παραπάνω καθίσταται σαφές ότι τα κράτη θα πρέπει να ελέγχουν από πριν την συνταγματικότητα και εν γένει την εγκυρότητα μιας συνθήκης (πρβλ. τον έλεγχο του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου28).
Μάλιστα, δεν είναι λίγα τα δημοσιεύματα της γείτονος χώρας που κάνουν λόγο για νομικά εμπόδια στη συμφωνία μεταξύ της πΓΔΜ και της Ελλάδας σχετικά με την αλλαγή του ονόματος, με τον καθηγητή Ντιμίταρ Apasiev ο οποίος είναι και μέλος της ηγεσίας του κόμματος Αριστερά, να κάνει λόγο για προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ώστε να ακυρωθεί η σύμβαση, διότι όπως ισχυρίζεται είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και καμία διεθνής συμφωνία δεν μπορεί να είναι ισχυρότερη από αυτό. Γίνεται επίσης λόγος και για νομικό προηγούμενο έτους 2002, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Χώρας ακύρωσε τη διεθνή συμφωνία με την Ελλάδα σχετικά με τον πετρελαιαγωγό ΟΚΤΑ, καθώς όπως αποφάνθηκαν, οι συνταγματικοί δικαστές η συμφωνία, η οποία υπεγράφη το 1999 μεταξύ των κυβερνήσεων της πΓΔΜ και της Ελλάδας, ήταν αντισυνταγματική. Δείτε σχετικό άρθρο εδώ
Η κυβέρνηση Ζάεφ, ωστόσο ανενόχλητη από τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της χώρας και αφού εξασφάλισε την απαιτούμενη πλειοψηφία της Βουλής, προέβη στις σχετικές τροποποιήσεις άρθρων του συντάγματος ( σ.σ κατά της επιταγές της συμφωνίας των Πρεσπών όπως ο ίδιος υποστηρίζει), όπως εν συνεχεία αυτές απεσταλλησαν στην Ελληνική κυβέρνηση.
Παράλληλα, στην Ελλάδα πληθώρα δημοσιευμάτων φιλοξενούν αναφορές που κάνουν λόγο για μια Συμφωνία η οποία έχει περάσει δια συνταγματικής εκτροπής στην πΓΔΜ, και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής η επικύρωσή της από την Ελλάδα. Ενώ, δεν είναι λίγες οι φωνές αυτές που ζητούν να πάρει θέση ο ίδιος ο ανώτατος πολίτικος άρχων της χώρας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κος Παυλόπουλος.
Σημειώνεται πως εκτός από τα δικαστήρια σε έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων προβαίνουν και η Βουλή αλλά και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Συμφώνα με το άρθρο 100§1 του κανονισμού της Βουλής κατά την ψήφιση ενός νόμου ο Πρόεδρος της Boυλής και κάθε Boυλευτής ή μέλoς της Kυβέρνησης μπoρεί να ζητήσει, στo στάδιο της καταρχήν συζήτησης, να απoφανθεί η Boυλή αναφoρικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις πoυ προβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίoυ ή πρότασης νόμoυ. Με αυτόν τον τρόπο προτάσσεται ένα ισχυρό κοινοβουλευτικό εργαλείο.
Επιπρόσθετα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση και δημοσίευση νόμου μπορεί να αναπέμψει ψηφισθέν νομοσχέδιο επειδή το έκρινε αντισυνταγματικό (βλ. αρ.42 του Συντάγματος «…ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη βουλή νομοσχέδιο…εκθέτοντας και τους λόγους αναπομπής»).
Πρόκληση ; ευκαιρία ; ή ένας άλλος δρόμος ;
Ένα είναι σίγουρο. Τώρα που ξεκινούν στην Ελλάδα οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και η διαδικασία της συζήτησης, βρισκόμαστε μπροστά σε ανακατάταξη του πολιτικού σκηνικού που δεν θα αφήσει αδιάφορη την κοινωνία.