«Άγγελος» ή «Δαίμονας»; Αυτό το κλασικό νεοελληνικό δίλημμα κρύβει στην μεταφυσική του, το μέγα ερώτημα εάν μπορεί να κριθεί εν ζωή ο Κώστας Σημίτης, να αποτιμηθεί ως ηγέτης σε δύο αράδες...
Συνήθως η νεοελληνική κοινωνία βλέπει μυστικά τους ηγέτες της, άλλοτε ως φορείς του απόλυτου Καλού και άλλοτε ως εμποτισμένους με το απόλυτο Κακό. Πότε ως Αρχαγγέλους και πότε ως Εωσφόρους! Κάπως έτσι δεν έχει θεωρηθεί από τους συγχρόνους του, και ο Κώστας Σημίτης, πρωθυπουργός της Ελλάδας επί οκτώ συναπτά έτη (1996-2004);
Φυσικά κάποτε θα συμβεί, να χωρέσει η Ελλάδα του Κωνσταντίνου Σημίτη σε μία μόνον πρόταση. Όμως μέχρι τότε, σίγουρα για δεκαετίες, ίσως για αιώνες, θα γράφονται ολάκερες βιβλιοθήκες που θα ζυγίζουν τον ιστορικό Σημίτη, σταθμίζοντας «τα υπέρ και τα κατά» της κυβέρνησής του...
Η ελληνοτουρκική κρίση των Ιμίων (1996), η παράδοση του ηγέτη των Κούρδων (1999), το κραχ του χρηματιστηρίου (1999), η κρίση των ταυτοτήτων (2000), η εισδοχή της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (2001), η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2003), ο τρόπος ιδιωτικοποίησης των κρατικών εταιρειών, η ανεξέλεγκτη άνθιση των τραπεζών, η οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και μία πλειάδα άλλων συνταρακτικών γεγονότων και δραματικών εξελίξεων της εποχής εκείνης, απαιτούν τέτοια λεπτολόγα ανάλυση, που με την σειρά της θα προαπαιτήσει μία τιτάνια κι ακριβολόγα έρευνα, η οποία προφανώς εκφεύγει του παρόντος...
Πάντως, ο Κωνσταντίνος Σημίτης προβλήθηκε ως ο οραματιστής του «εκσυγχρονισμού», και θεωρήθηκε από πολλούς συγχρόνους του, ως συνεχιστής της πολιτικής παράδοσης ενός Χαριλάου Τρικούπη, ακόμη και του μάρτυρα Ιωάννη Καποδίστρια. Άλλωστε ο «εκσυγχρονισμός» του αναφέρονταν στην εγκαθίδρυση στην Ελλάδα ενός οργανωμένου και αποτελεσματικού, νεωτερικού κράτους, εφάμιλλου επιτέλους εκείνων της Δύσης!
Πολλαπλώς ο Κωνσταντίνος Σημίτης επιδίωξε το εκσυγχρονιστικό όραμα του, για μία «ισχυρή Ελλάδα», όπως έλεγε. Αφ′ ενός μέσω των λεγόμενων «μεγάλων έργων», μιας ατέλειωτης σειράς φαραωνικών δημοσίων έργων που θα βελτίωναν τις δημόσιες υποδομές μέσω νεόδμητων κατασκευών, από την εμβληματική Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου έως την περίφημη Εγνατία Οδό και το Μετρό της Αθήνας... Αφ′ ετέρου μέσω μιας σειράς διοικητικών μεταρρυθμίσεων, που θα ενίσχυαν το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, κυρίως με την θέσπιση ανεξάρτητων αρχών, την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών, και την εν γένει αποκέντρωση της κρατικής εξουσίας... Ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία θα ιδιωτικοποιούνταν, ενώ στις διεθνείς σχέσεις της χώρας θα επικρατούσε μια ελληνοτουρκική ειρήνη.
Εκσυγχρονίστηκε τελικά η Ελλάδα ως κράτος; Εξομοιώθηκε με την υπόλοιπη Δύση, όπως το φιλόπονο εκσυγχρονιστικό όραμα του Σημίτη στοχοθετούσε; Αν και η επιτυχία του πολιτικού του εγχειρήματος μέλλει και αυτή να κριθεί στο μέλλον, τι τελικά μπορούμε σήμερα να πούμε για τον Σημίτη;
Σήμερα, καθώς η τελεσίδικη κρίση ακόμα αργεί, μπορούμε μόνον να εξετάσουμε τον Σημίτη ως πρωτότυπο ηγέτη ή όχι. Ως γνωστόν, πρωτότυπο πολιτικό έργο έχουν μόνον «οι μεγάλοι της πολιτικής». Οι υπόλοιποι, οι ελάσσονες πολιτικοί είναι αντιγραφείς. Υπήρξε το έργο του Σημίτη πρωτότυπο; Ανήκει ο ίδιος στους «μεγάλους άνδρες» της νεώτερης Ελλάδας;
Κατ′ αρχάς, ήταν ο Κωνσταντίνος Σημίτης ο εκσυγχρονιστής ηγέτης που προκάλεσε αιτιωδώς τα «μεγάλα έργα»; Ως γνωστόν, τα «μεγάλα έργα» οφείλονται σε έναν πακτωλό χρημάτων που ήρθε τότε από το εξωτερικό, με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Κωνσταντίνος Σημίτης είχε την αγαθή τύχη να διαχειριστεί ως πρωθυπουργός το Β′ και Γ′ «Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης», δηλαδή μία εν πολλοίς αστείρευτη πηγή οικονομικών πόρων, που έκαναν την τότε Ελλάδα να βλέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως περίπου την μυθική όρνιθα με τα χρυσά αυγά! Άλλωστε με τόσο χρήμα, ποιος άλλος στην θέση του δεν θα «πετύχαινε» στην κατασκευή τους;
Συνεπώς τα «μεγάλα έργα» δεν οφείλονται αποκλειστικά σε αυτόν, αλλά περισσότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία τουλάχιστον αφειδώς τα συγχρηματοδότησε. Συν τοις άλλοις, τα περιβόητα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων βασίστηκαν στον φθηνό δανεισμό, που προσφέρθηκε στην Ελλάδα από τις χρηματαγορές μετά την ένταξη της χώρας στην ζώνη του ευρώ. Μήπως δεν αποτελούν συνεπώς τα «μεγάλα έργα» προσωπικό πολιτικό έργο του Σημίτη, αλλά μία ευρωπαϊκή συγκυρία της εποχής; Άλλωστε παρόμοια έργα χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Ένωση, παντού στην Ευρώπη, πότε στην νότια και πότε στην ανατολική Ευρώπη. Τίποτα αληθινά το έκτακτο και πρωτότυπο δεν συνέβη μόνον στην Ελλάδα, καθώς ανάλογα «μεγάλα έργα» έγιναν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Στάθηκαν οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις της εποχής, πνευματική έμπνευση του Κωνσταντίνου Σημίτη; Ως γνωστόν, οι περισσότερες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις αποτέλεσαν εφαρμογή μέτρων και κανόνων των Κανονισμών και των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συχνά η Ελλάδα εφάρμοσε αυτές τις μεταρρυθμίσεις εν υστάτοις, κυριολεκτικά «την τελευταία στιγμή», και υπό την δαμόκλειο σπάθη προστίμων και ποινών. Τίποτα το πολιτικά πρωτότυπο δεν συνέβη λόγω Σημίτη, καθώς ανάλογοι θεσμοί θεσπίστηκαν υποχρεωτικά σε όλη την Ευρώπη, στα πλαίσια της λεγόμενης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συνεπώς, οι περισσότερες διοικητικές μεταρρυθμίσεις της εποχής δεν συνιστούν πρωτότυπο νεοελληνικό έργο, αλλά ως επί το πλείστον υποχρεώσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση, χάρισαν στον Σημίτη το δίκαιο προσωνύμιο του «ευρωπαϊστή», καθώς ανέλαβε την πολιτική ιδιοκτησία τους, αν και στην πράξη η Ελλάδα μάλλον υποχρεώθηκε να τις πράξει.
Τέλος, η εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου Σημίτη συνιστούσε μία νεοελληνική πρωτοτυπία; Οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής, και ο ίδιος ο Σημίτης ως πρωθυπουργός, προώθησαν την ένταξη της Τουρκίας, της Κύπρου, της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Κωνσταντίνος Σημίτης θεωρούσε πως μπορούσε η Ανατολική Μεσόγειος και η Βαλκανική να γίνει απλώς όπως η Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, μία γεωγραφία ειρήνης και ευμάρειας. Σύμφωνα με το όραμα αυτό, όλα τα κράτη της περιοχής θα εντάσσονταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού πρώτα θα έλυναν με έναν χονδρικό τρόπο τις διενέξεις τους, χωρίς να πολυκοιτάξουν με ακρίβεια το δημόσιο διεθνές δίκαιο ή την γεωπολιτική. Άλλωστε θα έρχονταν στις σχέσεις τους να επικαθήσει το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο που θα συγκάλυπτε τα πάντα, τρέποντας τα αδρά διακρατικά προβλήματα σε ξεχασμένους εθνικισμούς του παρελθόντος, και ενώ οι πολίτες, αδιακρίτως εθνικότητας θα στρέφονταν στην οικονομία, στον αέναο πλουτισμό, στον καταναλωτισμό, σε μία αειφόρο ανάπτυξη, που θα αποσπούσε την πολιτική προσοχή τους, απορροφώντας τις παντοειδείς διαφορές των κρατών...
Μία γενιά μετά, το «ευρωπαϊκό όραμα» του Σημίτη για την Ανατολική Μεσόγειο και την Βαλκανική, δεν επιβεβαιώθηκε παρά μόνον εν μέρει, ενώ αντιθέτως, η εθνικιστική και γεωπολιτική ανάλυση στην περιοχή θριαμβεύει, κυρίως λόγω της ανάδυσης της Τουρκίας του Ερντογάν.
Επίσης, το ελληνικό κράτος δυστυχώς ουδέποτε εξομοιώθηκε με τα οργανωμένα και ισχυρά κράτη της Ευρώπης. Μάλιστα, το 2010 συνέβη στην Ελλάδα μία τεράστια, άτυπη Χρεωκοπία, για την οποία ευθύνονται συλλογικά όσες κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης αύξησαν τον εξωτερικό δανεισμό, ήδη από την δεκαετία του 1980, και την οποία πολλοί θεώρησαν ως «οικονομική φούσκα που έσκασε» όταν οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που γιγάντωσαν την ελληνική οικονομία κατά την δεκαετία του 1990 και του 2000, στέρεψαν. Παράλληλα, η Ελλάδα είχε αποτύχει να ορθώσει μία ισχυρή ιδιωτική οικονομία, την οποία ο Σημίτης έντονα ευαγγελίζονταν.
Ευθύνεται για όλη αυτήν την ιστορική ματαίωση των νεοελληνικών οραμάτων της περιόδου, ο Κωνσταντίνος Σημίτης; Μπορεί οι αιτίες της συλλογικής αποτυχίας να βρίσκονται όχι μόνον στην νεοελληνική ηγέτιδα τάξη αλλά να έχουν βαθειές τις ρίζες τους στην ίδια την ελληνική κοινωνία ή έστω στον διεθνή περίγυρο;
Εν κατακλείδι, οι ιστορικές ευθύνες, αν ποτέ αποδοθούν δικαίως στους πολιτικούς της Μεταπολίτευσης από τους φερέλπιδες κριτές του μέλλοντος, και αν εν τέλει δεν παρασιωπηθούν, μέλλει να φανούν σε τι βαθμό και εάν τον βαραίνουν. Εξάλλου, αν και ως γνωστόν, κατά την νεοελληνική νοοτροπία, στην Ελλάδα πάντοτε «ο νεκρός δεδικαίωται», το όραμα του εκσυγχρονισμού του κράτους πόρρω απέχει από το να έχει απονεκρωθεί!