Τις αμφιβολίες του για την «απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις» πορεία της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή, εκφράζει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής». Χαρακτηρίζει «μη ρεαλιστικούς» τους οικονομικούς στόχους, εκτιμώντας ότι τα «υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα οδηγήσουν σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» και κατ΄ επέκταση σε «νέο δανεισμό από την ΕΕ». Για την σημερινή κατάσταση που παρουσιάζει η ΕΕ παρατηρεί ότι απαιτείται η «διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και όχι η «επανάκτηση της χαμένης αυτονομίας κάθε χώρα της».
O πρώην πρωθυπουργός δεν θεωρεί επιτυχημένη την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού και το «επίπεδο εμπιστοσύνης» που έχει πετύχει με την κοινωνία, για την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας. «Η συνεργασία της κοινωνίας με την κυβέρνηση και η απαραίτητη εμπιστοσύνη (προϋποθέσεις για την ανάπτυξη)» σημειώνει, «βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο στη χώρα μας». Παρατηρεί ότι η ανάπτυξη έχει πρώτη προτεραιότητα και ότι μέσω αυτής θα επιτευχθεί η μείωση του χρέους. Προτείνει μείωση του πλεονάσματος στο 1,5% έως το 2029 και στο 1% έως το 2059 (αντί του 3,5% και 2,9%), ώστε το υπόλοιπο (πλεόνασμα) να χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις με μοχλό τις δημόσιες οι οποίες θα επιτρέψουν την αύξηση και των ιδιωτικών που σήμερα δεν πραγματοποιούνται λόγω έλλειψης ρευστού.
Επίσης ο κ Σημίτης αντιπαρέρχεται της κυβερνητικής θέσης, περί «νέου καθεστώτος χωρίς δεσμεύσεις» εκτιμώντας ότι θα επιβληθούν νέοι όροι στην οικονομική πολιτική, όταν η χώρα προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας καθώς θεωρεί το πλεόνασμα του 2018 «αμφιβόλου ύπαρξης λόγω μη καταβολής των εσωτερικών υποχρεώσεων».
Οπως μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σημίτης, στην Ευρωπαϊκή Ενωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα, μετά το 2018, θα προσφύγει γρήγορα σε δανεισμό από τον ESM.
Αναπόφευκτη συνέπεια, όπως προβλέπει ο κ. Σημίτης, θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Ο ίδιος επισημαίνει παράλληλα πως το πλεόνασμα το οποίο επετεύχθη κατά την κυβέρνηση το 2018, είναι αμφιβόλου ύπαρξης, και αυτό γιατί η κυβέρνηση δεν κατέβαλε στο εσωτερικό οφειλές και υποχρεώσεις που είχε.
Αναφορικά με το μέλλον της Ευρώπης και τις αντίρροπες δυνάμεις που παρουσιάζει ο κ, Σημίτης επισημαίνει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι συναρτημένη με την παγκοσμιοποίηση η οποία όσο προχωρά υπό την πίεση των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων καθιστά όλο και περισσότερο επιτακτική την ανάγκη των ευρωπαϊκών συνεργασιών, π.χ. τη δημιουργία της ευρωπαϊκής τράπεζας. Επισημαίνει ότι το σημερινό πρόβλημα της προκύπτει από το γεγονός ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια συνολική πολιτική οικονομικής διακυβέρνησης έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ του ανεπτυγμένου κεντρικού πυρήνα και της λιγότερης ανεπτυγμένης περιφέρειας. Υπογραμμίζει ότι το σύμπλεγμα που συνιστά σήμερα η ΕΕ απαιτεί τη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής που να ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ιδιαιτερότητες των πληθυσμών της.