Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας είναι το δόγμα «ανήκουμε εις την Δύση» αντί του ορθού «είμαστε κυρίαρχο κράτος και συμμετέχουμε ισότιμα στις Δυτικές Συμμαχίες και στους Δυτικούς Θεσμούς». Ένα εθνικά ανεξάρτητο κράτος που διαθέτει εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία δεν ανήκει πουθενά. Αυτό-θεσπίζεται αυτεξούσια, συναλλάσσεται με τα υπόλοιπα κράτη στην βάση των εθνικών του συμφερόντων, συνάπτει συμμαχίες ισότιμης συμμετοχής και ποτέ δεν εγκαταλείπει την Υψηλή Αρχή της διακρατικής ισοτιμίας την οποία παλεύει αδιάκοπα να την καταστήσει διακρατική ισότητα.
Το διεθνές σύστημα αποτελείται από ισχυρά και λιγότερα ισχυρά κράτη διαφορετικού μεγέθους, ισχύος και ανάπτυξης. Τα βιώσιμα λιγότερο ισχυρά κράτη μονίμως παλεύουν παρά την ανισότητα ισχύος να επιτύχουν ισότιμες, συμμετρικές, ισόρροπες και συμφέρουσες σχέσεις. Πριν γίνει αναφορά στις προσεγγίσεις με τις μεγάλες δυνάμεις χρήζει να υπογραμμιστεί ότι υπό το πρίσμα μιας αυστηρής περιγραφής των στρατηγικών συσχετισμών και ισορροπιών των τελευταίων αιώνων μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα γεωπολιτικά βρίσκεται στο κρισιμότερο ίσως σταυροδρόμι της Περιμέτρου της Ευρασίας. Η Περίμετρος της Ευρασίας, σημειώνεται είναι η ζώνη που αρχίζει από την Ευρώπη, διασχίζει τα Βαλκάνια, την Μικρά Ασία και την Μέση και Μείζονα Ανατολή και φτάνει μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία.
Πάνω σε αυτή την ζώνη επί αιώνες οι ναυτικές δυνάμεις, πρώτα η Βρετανία και μεταπολεμικά οι ΗΠΑ, με στρατιωτικά μέσα, πολιτικά μέσα και στρατηγικά δόγματα όπως το δόγμα Τρούμαν ασκούν ασφυκτικό έλεγχο. Υπέρτατος στρατηγικός σκοπός των ναυτικών δυνάμεων είναι να καθίσταται απαγορευτική η κάθοδος των ηπειρωτικών δυνάμεων και πρωτίστως της Ρωσίας στα λεγόμενα θερμά νερά, Νότια της Περιμέτρου της Ευρασίας. Εάν αυτό ήταν κατανοητό οίκοι, όπως και το τι συμφωνήθηκε «άτυπα» στην Γιάλτα, οι Έλληνες θα απέφευγαν το χειρότερο που μπορεί να πάθει μια κοινωνία, τον εμφύλιο πόλεμο.
Το ζήτημα για την Μεταπολεμική Ελλάδα δεν ήταν να πάει κόντρα στις στρατηγικές των ναυτικών δυνάμεων και να αγνοήσει γεωπολιτικές στερεές, αλλά, να συμμετέχει σωστά στις Δυτικές Συμμαχίες ενισχύοντας την ασφάλειά της και ταυτόχρονα επιτυγχάνοντας συμμετρικές σχέσεις με τους συμμάχους της στην βάση των εκατέρωθεν εθνικών συμφερόντων. Ταυτόχρονα, για μια σειρά λόγους, τίποτα δεν την εμπόδιζε και τίποτα δεν την εμποδίζει εάν δεν θίγει βαθιά τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις.
Αναμφίβολα, τουλάχιστον συμβατικά, αιωρείται πάντα το ηττοπαθές ερώτημα κατά πόσο η ασυμμετρία ισχύος επιτρέπει ισόρροπες και συμμετρικές σχέσεις με μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ. Η απάντηση είναι θετική, επαρκώς αναλυμένη και άκρως ενδιαφέρουσα. Η διατύπωση για την «τυραννία του αδυνάμου» είναι μια χαρακτηριστική φράση στην στρατηγική ανάλυση της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής. Για να αναφερθούμε σε μια χαρακτηριστική σύγχρονη περίπτωση και επειδή δύσκολα μπορεί να βρει κανείς ισχυρότερη συμμαχία από την μεταπολεμική συμμαχία ΗΠΑ με το Ισραήλ, μελέτες δείχνουν ότι τα επιτεύγματα του Ισραήλ στις συναλλαγές του με τις ΗΠΑ θεωρούνται Παραδειγματικά επωφελή για το Εβραϊκό κράτος. Ταυτόχρονα, η Ιερουσαλήμ, αφού φροντίζει να κατέχει επαρκή ισχύ, πανίσχυρη διπλωματία και ισχυρές μυστικές υπηρεσίες, κατορθώνει να βρίσκεται σε μια συνεχή επωφελή συναλλαγή με τις μεγάλες δυνάμεις στην βάση των εθνικών συμφερόντων του Ισραήλ. Εν πολλοίς το ίδιο ισχύει διαχρονικά και για την Τουρκία. Όσον αφορά την τελευταία, βέβαια, η αμφίπλευρη και αμφίδρομη πελατειακή σχοινοβασία των νέο-Οθωμανών τις δύο τελευταίες δεκαετίες είναι υψηλού κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αποβεί πολύ κερδοφόρα ή αντίστροφα καταστροφική (για την τρέχουσα ηγεσία και τα σύνορα του Τουρκικού κράτους).
Με δεδομένο ότι το διακρατικό σύστημα συμπεριλαμβάνει μικρά, μεσαία και μεγάλα κράτη άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης, η μετατροπή της διακρατικής ισοτιμίας σε διακρατική ισότητα είναι το κυριότερο ζήτημα της εθνικής στρατηγικής λιγότερο ισχυρών κρατών. Αναμφίβολα, όλα τα κράτη και ιδιαίτερα τα ηγεμονικά λειτουργούν και αποφασίζουν αποκλειστικά με όρους ισχύος. Εάν ένας λιγότερο ισχυρός σύμμαχός τους δεν επιδιώκει ισότιμες και ισόρροπες σχέσεις εισπράττει βασικά περιφρόνηση. Το θεωρούν αναλώσιμο και υποψήφιο για την Κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων. Αν δε ηγέτες του και διανοούμενοι αντί για κρατική κυριαρχία και για εθνικά συμφέροντα παραμιλούν διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα, τότε τα επιτελεία των μεγάλων δυνάμεων σχεδιάζουν τρόπους κατακρεούργησής του και διασκορπισμού του.
Επωφελείς συναλλαγές με ισχυρότερες δυνάμεις προϋποθέτει πολιτικό και στρατηγικό ορθολογισμό. Οι στρατηγική ανάλυση ένα μεγάλο μέρος της οποίας αφορά τις σχέσεις ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών, εδράζεται στην θέση ότι κανονικώς εχόντων των πραγμάτων όλα τα κράτη –τονίζεται: λιγότερο ισχυρά και μεγάλα κράτη ή ακόμη και ηγεμονικά– λειτουργούν ορθολογιστικά. Ορθολογιστικά με την έννοια ότι, στην πλάστιγγα οφελών/ ζημιών εναλλακτικών στάσεων, αποφάσεων και ενεργειών, επιχειρούν είτε να υπάρχει ισορροπία συμφερόντων, είτε τα οφέλη να είναι μεγαλύτερα από τις ζημιές.
Με δεδομένο ότι στον σύγχρονο κόσμο έχουμε δύο εκατοντάδες κράτη άνισου μεγέθους και άνισης ισχύος, δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα της συμμετρίας / ασυμμετρίας σχέσεων ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της στρατηγικής ανάλυσης. Οι συναλλαγές τους –«patron-client relations», σωστά μεταφρασμένο στα Ελληνικά ως «πελατειακές σχέσεις» καθότι περί αυτού πρόκειται– είναι βασικά ένας αδιάλειπτος αγώνας του λιγότερο ισχυρού κράτους να δημιουργεί με το πιο ισχυρό κράτος ισορροπία κόστους-οφέλους / ζημιών-οφελών. Για να γίνει κατανοητό πόσο λανθασμένο είναι το Ελληνικό «δόγμα» «ανήκουμε εις την Δύση» που βασικά όλοι υιοθετούν –και την ύστερη εποχή συνοδευτικά με εκδηλώσεις προσκοπικού παιδισμού– χρήζει να γίνει κατανοητό ότι ενώ η πάλη για συμμετρικές / ισόρροπες συναλλαγές αφορά όλο το φάσμα της εξωτερικής πολιτικής ενός λιγότερο ισχυρού κράτους, οι «πελατειακές σχέσεις», πρωτίστως, αφορούν τους συμμάχους του.
Το συνολικό συμπέρασμα πολλών μελετών (http://wp.me/p3OlPy-wB) του μείζονος θέματος των συναλλαγών μικρών και μεγάλων κρατών στην βάση των εθνικών συμφερόντων είναι ότι στην μεταψυχροπολεμική εποχή, τα περιθώρια «πελατειακών» σχέσεων που ευνοούν τα συμφέροντα λιγότερο ισχυρών αλλά καλά οργανωμένων κρατών με υψηλή ποιότητα διπλωματίας, αυξάνονται. Παρά τις περί του αντιθέτου εντυπώσεις, εντός ορίων και λαμβάνοντας υπόψη τις κατά περίπτωση αναλογίες και ιδιαιτερότητες, το σύγχρονο διεθνές σύστημα δεν είναι «επίγειος παράδεισος» για τα ηγεμονικά κράτη.
Στον πυρήνα εξάλλου της στρατηγικής ανάλυσης που εξετάζει τις συναλλαγές ισχυρών και λιγότερο ισχυρών δυνάμεων βρίσκονται τα αξιώματα του Θουκυδίδη. Ιδιαίτερα όταν παρά την συντριπτικά ασύμμετρη ισχύ μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, προχωρεί εν τούτοις στην παράθεση της γνωστής θέσης «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη», δηλαδή ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων. Τουτέστιν, πρώτον, επαρκή ισχύ για να επιβάλει μεγάλο κόστος («εσωτερική εξισορρόπηση») και δεύτερον, αξιόπιστες συμμαχίες («εξωτερική εξισορρόπηση»). Οι πελατειακές σχέσεις μεταξύ ενός ισχυρού κράτους και ενός λιγότερο ισχυρού κράτους ή οι σχέσεις μεταξύ των μελών ενός πολυμερούς συστήματος διακρατικών σχέσεων, μπορούν να πάρουν πολλές μορφές, χρώματα και αποχρώσεις. Στο πλέγμα των συναλλαγών μικρών και μεγάλων κρατών ο ισχυρός συντελεστής του συστήματος επιχειρεί πάντοτε, εκτός και εάν έχει θέσει τον λιγότερο ισχυρό υπό καθεστώς πλήρους υποτέλειας ή εξάρτησης , να αναπτύξει τις σχέσεις σ’ ανταλλακτική βάση ή και λειτουργώντας ορθολογιστικά να κατευνάσει το λιγότερο ισχυρό κράτος, ιδιαίτερα αν πρόκειται για σύμμαχό του.
Η αποστολή τελεσιγράφων είναι η εξαίρεση παρά ο κανόνας στις διακρατικές σχέσεις και συνήθως σχετίζεται με ακραίες περιπτώσεις ή σε περιστάσεις μεγάλων κρίσεων και πολεμικών συρράξεων. Η κλασική προσέγγιση του ισχυρού συνίσταται στην διαχείριση των διαθεσίμων μέσων (κόστος, βοήθεια, διάφορες παροχές, όφελος, απειλή χρήσης βίας, χρήση βίας, κτλ) με σκοπό να εξασφαλίσει την πιο επωφελή διευθέτηση με το λιγότερο δυνατό κόστος. Η συνήθης υλική βάση των ανταλλαγών για διασφάλιση της πολιτικής ή στρατιωτικής σύμπραξης ή ακόμη και της ουδετερότητας του λιγότερο ισχυρού είναι «προστασία» κατά εξωτερικών απειλών , χρηματική βοήθεια ή άλλες μονομερείς παροχές, στρατιωτική βοήθεια, τεχνολογική βοήθεια, κτλ.
Αντίστοιχα, οι συνήθεις «προσφορές» του λιγότερο ισχυρού στην βάση των οποίων γίνεται η «ανταλλαγή» συμφερόντων είναι πολιτική σύμπλευση με τον ισχυρότερο όταν δεν βλάπτονται τα εθνικά του συμφέροντα, προσφορά στρατιωτικών διευκολύνσεων ή βάσεων, συμμαχική σύμπραξη σε περιόδους κρίσεων, άδειες ελεύθερης διέλευσης πλοίων και αεροπλάνων και συμμετοχή σε στρατιωτικές ενέργειες. Ένα άλλο μέσο του λιγότερο ισχυρού, το οποίο έθιξα πιο πάνω, είναι ενέργειες οι οποίες, ενδεχομένως, θα αλλάξουν την κατανομή ισχύος σ’ ένα σύστημα εύθραυστων ισορροπιών ισχύος και συμφερόντων. Μια τέτοια δυνατότητα, εάν χρησιμοποιηθεί με προσοχή και δεξιοτεχνία, θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό διαπραγματευτικό έρεισμα στις σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη (βλ. στο τέλος όσον αφορά την Τουρκική απειλή).
Εξάλλου, στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως, ακόμη και σε περιόδους μεγάλων πολέμων, ορισμένα κράτη έχουν την πολυτέλεια να είναι είτε ουδέτεροι είτε «επιτήδειοι ουδέτεροι». Συχνά, ο ισχυρός ικανοποιείται εάν ο λιγότερο ισχυρός, απλώς κρατήσει ουδέτερη στάση. Για να μπορέσει να ισχυροποιήσει μια τέτοια θέση, πάντως, ενδέχεται προηγουμένως να χρειαστεί να σχοινοβατήσει μπλοφάροντας. Η τέχνη της μπλόφας στην στρατηγική ενός κράτους είναι δίκοπο μαχαίρι. Μεγάλη μπλόφα, ιδιαίτερα εάν δεν συνοδεύεται από πυκνές και αξιόπιστες διαπραγματεύσεις ενδέχεται να δημιουργήσει κινδύνους ενώ μια στερεή και αξιόπιστη διαπραγμάτευση στην βάση των εθνικών συμφερόντων μπορεί να προσκομίσει μεγάλα οφέλη.
Τα ερείσματα ενός μικρότερου κράτους από τέτοιες στάσεις δεν πρέπει να υποτιμούνται. Για παράδειγμα, σ’ ένα σύστημα εύθραυστης περιφερειακής ισορροπίας ισχύος και συμφερόντων, ακόμη και ένα πολύ μικρό κράτος το οποίο μπορεί να επηρεάσει την περιφερειακή κατανομή ισχύος ή / και την σχετική ισχύ ενός εκάστου στο σύστημα, έχει μεγάλα διαπραγματευτικά ερείσματα, επειδή η ανατροπή της ισορροπίας προς την μια ή προς την άλλη κατεύθυνση θα μπορούσε να καταστεί μοιραία για ένα ή περισσότερους ισχυρούς. Ενώ τα πιο πάνω είναι γενικοί προσανατολισμοί και όχι προτάσεις πολιτικής για επιμέρους που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής ενός καλά οργανωμένου κράτους, μπορούσε να γίνει αναφορά σε δύο ζητήματα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Κατά πρώτον, πέραν άλλων σταθερών και μεταβλητών κριτηρίων στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, το μεγαλύτερο έρεισμα της Ελλάδας μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα είναι, χωρίς να αμφισβητηθούν οι συμμαχίες, να μπορεί να αποτρέπει τις εξωτερικές απειλές και πρωτίστως την Τουρκία. Αυτό απαιτεί μια αποτελεσματική εθνική αποτρεπτική στρατηγική που αφενός θα επιτρέπει να εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για την Ελληνική Επικράτεια και αφετέρου, εάν η Τουρκία επιτεθεί στην Ελλάδα να μπορεί αξιόπιστα να αντεπιτεθεί επιφέροντας στον επιτιθέμενο μεγάλες ζημιές ή και συντριβή που θα προκαλέσει μεγάλες ανακατατάξεις στην περιφέρεια.
Μια δεύτερη ξεκάθαρη και θα λέγαμε «εύκολη» υπόθεση είναι τα Σκόπια. Οι ΗΠΑ ολοφάνερα έχουν συμφέρον να ενταχθεί η FYROM στους δυτικούς θεσμούς. Ισόρροπες σχέσεις θα επιτυγχάναμε μόνο εάν Οι ΗΠΑ έπειθαν τα Σκόπια να απαλείψουν κάθε αναφορά σε αλυτρωτισμούς, αναθεωρητισμούς και ενσωμάτωση ιστορικών ανεκδότων στο όνομά τους και στο Σύνταγμά τους.