Στην Αθήνα βρέθηκε την Τρίτη ο αναπληρωτής Διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Καταπολέμησης του Εγκλήματος (NCA) της Βρετανίας, ο οποίος συναντήθηκε με υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. για θέματα γύρω από την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Σε ανακοίνωση της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα αναφέρεται: «Το οργανωμένο έγκλημα όλο και περισσότερο αφορά στην διακίνηση μεταναστών και προσφύγων και έχει σοβαρό αντίκτυπο στην Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και την υπόλοιπη Ευρώπη. Για την αντιμετώπισή του οι βρετανικές αρχές συνεργάζονται στενά με τους Έλληνες συναδέλφους τους στην Ελληνική Αστυνομία, το Ελληνικό Λιμενικό και τις δικαστικές αρχές. Αποτέλεσμα της στενής αυτής συνεργασίας είναι η εξάρθρωση κυκλωμάτων διακινητών και η δίωξη πολλών και πολύ επικίνδυνων εγκληματιών με δράση και σε άλλες μορφές εγκλήματος (…) Η αντιμετώπιση των τρομοκρατικών απειλών είναι ένας ακόμα τομέας στενής συνεργασίας και οι δυο χώρες έχουν κοινό στόχο την προστασία και την ασφάλεια των πολιτών».
Την περασμένη Τρίτη πραγματοποιήθηκε εκδήλωση στη βρετανική κατοικία, όπου παραβρέθηκαν εκπρόσωποι βρετανικών και ελληνικών υπηρεσιών και αρχών, καθώς και ο Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής κ. Δημήτρης Βίτσας. Η Βρετανίδα Πρέσβης στην Ελλάδα, Κέιτ Σμιθ, δήλωσε σχετικά:
«Η συνεργασία που έχουμε αναπτύξει με τις ελληνικές αρχές ασφάλειας και δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της παράνομης διακίνησης, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την πάταξη του λαθρεμπορίου αποτελεί μια σημαντική πλευρά του έργου της Πρεσβείας με πραγματική, απτή αξία για την ασφάλεια των Ελλήνων, των Βρετανών και ολόκληρης της Ευρώπης».
Στην ομιλία του ο Τομ Ντάουντλ, Αναπληρωτής Διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Καταπολέμησης του Εγκλήματος (NCA) της Βρετανίας ευχαρίστησε θερμά τις ελληνικές αρχές, τους Έλληνες αξιωματικούς και τους λειτουργούς της ελληνικής Δικαιοσύνης και υπογράμμισε τη σημασία της περαιτέρω ενίσχυσης αυτού του μοντέλου συνεργασίας:
«Πιστεύουμε ότι η γεωγραφική εγγύτητα του Ηνωμένου Βασιλείου με τους Ευρωπαίους γείτονές του, το πλήθος των διασυνοριακών μετακινήσεων μεταξύ μας και η μεγάλη συνάφεια στην κλίμακα και τη φύση των απειλών που αντιμετωπίζουμε, δικαιολογούν την ανάγκη ανάπτυξης ενός νέου, πιο φιλόδοξου μοντέλου συνεργασίας από τις ισχύουσες συμφωνίες τρίτων χωρών.»