Συνέντευξη με έναν ξεχωριστό Καρπάθιο, έναν “κόκκινο” Άη Βασίλη

Συνέντευξη με έναν ξεχωριστό Καρπάθιο, έναν “κόκκινο” Άη Βασίλη
Πορτραίτο Λάμπρου Σταματιάδη από το βιβλίο του Μιχάλη Π. Χιώτη, Η Γυναικεία Στοά “Ομόνοια” Αμερικής, Αθήνα 1975
- Είσαι καλό παιδί; διαβάζεις τα μαθήματα σου; αγαπάς τους γονείς σου;όπως κι όλα τα πλάσματα; Να λες πάντοτε την αλήθεια, να μη φοβάσαι για αυτή.

Έπειτα αυτός ο Άγιος Βασίλης έσκυβε, έλεγε ένα μυστικό κι έκανε τα παιδικά ματάκια να λάμψουν τόσο πολύ που τα λευκά λαμπιόνια τρεμόπαιζαν από ντροπή, όσο κι αν προσπαθούσαμε, εμείς οι υπόλοιποι ανυπόμονοι θεατές, δεν καταφέραμε το ακούσουμε!

Στο μεγάλο ολοστόλιστο σαλόνι του κεντρικού ξενοδοχείου δεν έπεφτε καρφίτσα, ήταν γεμάτο στολίδια και παιδιά, αμέτρητα παιδιά κι όμως δεν ακουγόταν ούτε μια φωνούλα.

Όλα περίμεναν με αγωνία τη σειρά τους, έστεκαν στην ουρά για να συναντήσουν αυτόν τον Άγιο Βασίλη, όλοι γνωρίζουν οτι πρόκειται για έναν Έλληνα μετανάστη, θέλουν να μιλήσουν μαζί του και να πάρουν το δώρο τους. Κι εκείνος, που δε χαλούσε χατήρι σε κανέναν, πρώτα ρωτούσε το μικρό όνομα, έπειτα με σιγανή καθάρια φωνή, έδινε συμβουλές και έκανε το κάθε παιδί να αισθάνεται το πιο τυχερό, το πιο όμορφο ολάκερου του κόσμου.

Αυτός ο Άγιος Βασίλης ήταν ένας Έλληνας μετανάστης, ο Λάμπρος Ι. Σταματιάδης, που είχε κερδίσει τον τιμητικό ρόλο από την Αμερικανική Εργατική Ομοσπονδία, κάθε Χριστούγεννα ντυνόταν με την πιο αισιόδοξη στολή του σύμπαντος κι έτσι προσέφερε αγάπη, χαρά και δώρα στα παιδιά των εργαζομένων.

Δεν πρόλαβα να συναντήσω τον Λάμπρο, για την ακρίβεια δεν είχα την τύχη να ακούσω τη φωνή του, να μοιραστώ τις σκέψεις και να του πω τις απορίες μου για τους μετανάστες, τις αγωνίες, αλλά και τους αγώνες τους. Όμως διάβασα πολλά από τα άρθρα του, μελέτησα την αυτοβιογραφία του, μίλησα ακόμη με τον φίλο του Μιχάλη Πρωτόπαπα, ξεχώρισα και θαύμασα την ακεραιότητα του αδαμάντινου χαρακτήρα του.

Οι περισσότεροι μετανάστες, ακόμη και σήμερα, ακολουθούν μια συμβουλή:

«Δεν ήρταμε στην Αμεριτσή να κάνομε Γιούνια τσε απεργίες, μόνο να αρπάξομε τσε να φύο- με...».

Ο Λάμπρος Σταματιάδης ξέφυγε από αυτό τον κανόνα, από νωρίς κατάλαβε τη δύναμη που αποκτούν οι άνθρωποι όταν ενώνονται, όταν αποφασίζουν να αφήσουν στην άκρη το χρώμα του δέρματος και τη σημαία της ταυτότητας, να παλέψουν για τα πιο αυτονόητα δικαιώματα.

Δίκαιο μεροκάματο, ωράριο εργασίας και όχι ωράριο εξόντωσης, ανθρώπινες συνθήκες, με μια λέξη εργασία και όχι δουλεία. Την ίδια στιγμή ο Λάμπρος ήταν δεμένος με το μακρινό νησί του και έστελνε ότι βοήθεια μπορούσε.

- Μα πως γίνεται τα πετύχουμε όλα αυτά;

Αυτή την απορία θα ήθελα να ρωτήσω τον Λάμπρο, αν στεκόμουν στην ουρά μαζί με τα άλλα παιδιά, για να πάρω το δώρο μου. Κι εκείνος, ο Άη Βασίλης των εργαζομένων, θα έσκυβε στο αυτί και θα μου έλεγε:

“…Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι οι τωρινοί ή οι αμέσως μελλοντικοί ηγέτες του καπιταλιστικού κόσμου πλησιάζουν στο ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ της ολοκληρωτικής αυτοκτονίας μας ή μιας κοινωνίας δίκαιας, με κοινοκτημοσύνη και χωρίς την εκμετάλλευση, την αβεβαιότητα και τον πόλεμο. Όλοι ας κάνουμε το καθήκον μας, όχι προς το θάνατο, αλλά προς τη Ζωή. Η ειρηνική εφαρμογή του κοινωνικού συνθήματος «ο μη παραγωγός των μέσων ζωής δεν θα καταναλίσκει», θα οδηγήσει στο θεσμό της τριαντάωρης εβδομαδιαίας παραγωγικής εργασίας και οι περίσσιες ώρες θα καταναλίσκονται στην καλλίτερη απόλαυση της ζωής, από την κούνια ως το μνήμα.... Την πραγματοποίηση του ανωτέρου κοινωνικού ονείρου θα προτιμήσει η ανθρωπότητα αντί της ολοκληρωτικής καταστροφής του κόσμου. Οι χιλιάδες μεγάλων και μικρών ποταμών που σήμερα χύνονται άσκοπα στις θάλασσες και του ωκεανούς, θα συνδεθούν για να ποτίσουν τις απέραντες διψασμένες περιοχές. Τότε όχι μόνο θα παράγουν περισσότερα μέσα ζωής, αλλά και θα στολίζουν τη Γη μας με το πράσινο που θα αισθανόμαστε ότι ζούμε μέσα στον παράδεισο αντί να το γυρεύουμε μετά το θάνατο.” (Το κοινωνικό μας σύστημα στο σταυροδρόμι, Λ.Ι.Σ. , 1977)

Ο Λάμπρος Ι. Σταματιάδης (Κάρπαθος Δεκ 1897 - Λονκ Αίλαντ 1993) γεννήθηκε στο Απέρι, την παλιά πρωτέουσα της Καρπάθου, πρωτογιός του Γιάννη και της Ευαγγελούλας Σταματιάδη (Κάτρου), το γένος Αλεξάκη.

Ο Λάμπρος είχε έξι αδέλφια, τον Μιχαήλ, τη Στασία, τον Ηλία, τον Αλέκο, τον Ποθητό, και τον Νίκο (Πολυχρόνη). Οι γονείς είχαν όνειρα να σπουδάσουν τον κανακάρη τους, όμως εκείνος είχε το μυαλό στη θάλασσα και τις περιπέτειες που έκρυβε πίσω από τον ορίζοντα της. Το 1911, μετά το Δημοτικό και το Σχολαρχείο, ακολούθησε τον μετανάστη πατέρα του στο Μαρόκο.

Δούλεψε ως βοηθός υδραυλικού στην ανέγερση ενός παλατιού που κατασκευαζόταν για τον αυτοκράτορα της Αγγλίας Γεώργιο. Στο Χαρτούμ έμεινε μόνο οκτώ μήνες, όταν ο πατέρας του Λάμπρου έμεινε άνεργος αναγκάστηκε να επιστρέψει στο νησί μαζί με το γιο του. Το παιδί ήδη είχε ονειρευτεί τη γη, τις ελπίδες που υπήρχαν πέρα από τα χώματα του νησιού και δεν κρατιόταν, κανείς πια δεν θα μπορούσε να εγκλωβίσει τον Λάμπρο Σταματιάδη.

Το φθινόπωρο του 1912, σε ηλικία μόλις 15 ετών, ταξίδεψε 20 ημέρες από τον Πειραιά για τη Νέα Υόρκη. Επιβιβάστηκε στο 140 μέτρων υπερωκεάνιο της εποχής ΜΑΡΘΑ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. Μια διαφορετική περιπέτεια μόλις ξεκινούσε, ο Λάμπρος είχε άλλο προορισμό, δεν θα γινόταν ακόμη ένας σιωπηλός μετανάστης! Πιάνει δουλειά στα ανθρακωρυχεία Κοιλάδα Πριντς Πορτ του Οχάιο. Με 3,25 δολλάρια μεροκάματο, 10 ώρες δουλειάς, μονάχα η Κυριακή ήταν δική του.

Οι συνθήκες εργασίας δεν περιγράφονται, κάθε μέρα ένας τραυματίας ή νεκρός από βουλιαμέντα ή εκρήξεις. Οι εργάτες, παράνομοι μετανάστες από Ιταλία, Ελλάδα και Μεξικό, έτσι μουτζουρωμένοι, ζουν χειρότερα και από ποντίκια μέσα σε φάκες.

Νεκροταφείο στο Dawson, New Mexico
Νεκροταφείο στο Dawson, New Mexico

Η τραγωδία του Dawson

Στις 22 Οκτώβρη 1913 στην πόλη Dawson, μια περιοχή γύρω από Colfax County στο New Mexico, συνέβη μια από τις χειρότερες τραγωδίες στην ιστορία της εξόρυξης άνθρακα. 263 ανθρακωρύχοι καταπλακώθηκαν από τα απανωτά βουλιαμέντα, από τα αέρια και τις εκρήξεις ή έσκασαν, δίχως οξυγόνο, εγκλωβισμένοι σε κάποια στοά. Τα περισσότερα από τα θύματα ήταν μετανάστες από όλο τον κόσμο, 146 Ιταλοί, 36 Έλληνες και 29 Μεξικάνοι, ανάμεσα τους και 6 Καρπάθιοι! Οι βωλαδιώτες Βάσος Μαγκλής, Βασίλης Λαδής, Κωστής Μηναϊδης, Μανώλης Χαλκιάς, και οι αδελφοί Γιώργος και Κωστής Μακρής. Νέα παλικάρια, που δεν πρόλαβαν ούτε να ονειρευτούν!

Αυτή η τραγωδία καταγράφεται ως η δεύτερη χειρότερη συμφορά σε ανθρακωρυχεία της Αμερικής, η πρώτη συνέβη το 1907, στο Fairmont Coal Co.’s Monongah, W.Va., εκεί από τις εκρήξεις σκοτώθηκαν 363 άντρες και παιδιά, κυρίως Ιταλοί και Πολωνοί μετανάστες.

Αποκορύφωμα της άγριας εργατικής εκμετάλευσης ήταν η «σφαγή» του Λάντλοου.

Την άνοιξη 1914 οι εργαζόμενοι των ορυχείων CFI, που ανήκαν στην οικογένεια Ροκφέλερ, δεν άντεξαν και κατέβηκαν σε απεργία. Η οικογένειας Ροκφέλερ φώναξε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», για να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία κι έτσι να ξεκαθαρίσει τη κατάσταση.

Οπλισμένοι φρουροί, ελεύθεροι σκοπευτές, πράκτορες, ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο, βία, αίμα και θάνατος ήταν η τελευταία λύση, για τους ανυπάκουους “εργάτες” που σήκωναν κεφάλι και ήθελαν να λέγονται άνθρωποι.

Ο έφηβος Λάμπρος Σταματιάδης ακόμη δεν μιλούσε τα Αγγλικά, μάθαινε τα νέα, ζούσε το κάρβουνο που ήταν δεμένο με το θάνατο του εργάτη. Σφυρηλατήθηκε μέσα σε χείμαρρους πύρινων λόγων των μιναδόρων και του συνδικάτου, δεν άργησε να βρει ρόλο και να περάσει στον ομαδικό αγώνα διεκδικήσεων των εργασιακών δικαιωμάτων.

- Μα και πια είναι η ιδανική κοινωνία, τι πίστευε ο Λάμπρος; άλλη μια φορά σα να έσκυψε εκείνος ο ζεστός “κόκκινος” Άη Βασίλης και ψιθύρισε:

“Μια ανθρώπινη κοινωνία χωρίς έθνη, με δυο γλώσσες, την τοπική και τη διεθνή, και με μία σημαία δίχρωμη. Το ένα χρώμα θα συμβολίζει το αίμα μας που είναι κόκκινο, και το άλλο θα συμβολίζει την αδελφική ειρήνη και θα είναι άσπρο. Μια ανθρώπινη κοινωνία χωρίς χρήμα! Τη θέση του χρήματος θα πάρουν πλαστικές κάρτες με την φωτογραφία, με το όνομα, με το χρόνο και τόπο γεννήσεως, και με το επάγγελμά μας μέσα στην ονειρώδη κοινωνία. Μια κοινωνία χωρίς πωλητές, μεσίτες και εκμεταλλευτές. Χωρίς στρατιώτες και στόλους. Χωρίς πολεμικά αεροπλάνα και πολεμικές μηχανές του αλληλοσπαραγμού. Χωρίς τους μεσάζοντες που σήμερα εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα των άλλων, χωρίς τους μικροεπιχειρηματίες. Όλα θα ανήκουν στο λαό, όπως σήμερα έχομε τα ταχυδρομεία, τα δημόσια σχολεία, τις εκκλησίες, πολλά νοσοκομεία, κλπ. Μια κοινωνία χωρίς κοσμήματα που σήμερα φορούμε για επίδειξη και για να γελάσουμε κάποιον ή κάποια. Με την πλαστική κάρτα θα δικαιούμεθα όλα τα μέσα της ζωής και από τα 50 και άνω θα ταξιδεύουμε για να γνωρίσουμε όλο τον κόσμο στον οποίο ερχόμαστε να ερωτη- θούμε και φεύγουμε χωρίς να θέλουμε. Όταν φεύγουμε από αυτόν τον κόσμο, το μόνο πράγμα που θα πάρουμε μαζί μας θα είναι αυτή η καρτέλα, και τίποτε άλλο. Αν αυτή η ονειρώδης κοινωνία δεν θα γεννηθεί μέσα σε λίγες δεκάδες χρόνια, τότε οπωσδήποτε η σημερινή κοινωνία θα αυτοκτονήσει με την πυρηνική ενέργεια.” Λ.Ι.Σ., Μάρτιος 1980

Ο Λάμπρος θα αφήσει τα ορυχεία, πιάνει δουλειά ως λούστρος στην πόλη Μπελλαίρ του Οχάιο και έχει μηνιάτικο 30 δολάρια. Δεν θα μείνει εκεί, προσλαμβάνεται σε εργοστάσιο κατασκευής ντενεκέδων της πόλης Κέννισμπεργκ όπου πολλοί Καρπάθιοι δούλευαν, μεταξύ των οποίων και από τις Πυλές Γεώργιος Παπανικολάου, μέλος του Αμερικανικού Πολιτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αυτός γίνεται ο μέντορας του Λάμπρου στο εργατικόν κίνημα και στους αγώνες.

Το 1921 θα επιστρέψει στην Κάρπαθο, όπου θα παραμείνει μια 5ετια και θα παντρευτεί τη 14χρονη Μαριγώ, το μόνο παιδί του Ιωάννη Μ. Σκούλου και της Άννας, το γένος Παπά Γεώργη Γεργατσούλη. Αναγκάζεται να γίνει αγρότης, αφού οι ιταλικοί νόμοι δεν του επιτρέπουν να ταξιδέψει για την Αμερική, η φαμίλια του μεγαλώνει και γεμίζει κορίτσια!

- Τι είναι αυτό που τον δένει τόσο σφιχτά με τον τόπο καταγωγής; τι είναι η Κάρπαθος για τον Λάμπρο; Έφτανε ένα ποίημα για να περιγράψει το πάθος, τη λατρεία για τον τόπο του:

Αφιερωμένο στους γονείς μου Γιάννη και Βαγγελούλα Σταματιάδη-Κάτρου. ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ

Το 1925 επιτέλους επιστρέφει στην Αμερική, πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο χαλυβουργίας και δε σταματά να αγωνίζεται για τα εργατικά δικαιώματα. Αντιμετωπίζει την ένοπλη βία της αστυνομίας, των φρουρών του Στέιτ και της Κυβέρνησης, αλλά και την αντεργατική προπαγάνδα του τύπου, ακόμη και του κλήρου που συνιστούσε στο εκκλησίασμα να μη γίνονται θύματα κοινωνικών επαναστατών και να επιστρέψουν όλοι στις δουλειές τους, δηλαδή στην ομαλότητα της εκμετάλλευσης! Ο Λάμπρος δε γλυτώνει το ξύλο και φτάνει μέχρι και τη φυλακή.

Την ίδια περίοδο δεν λησμονεί το νησί του, η Κάρπαθος το 1924 χτυπήθηκε από δυνατό σεισμό, ανάμεσα στα κατεστραμμένα κτήρια και το σχολείο στο χωριό του Λάμπρου, στο Απέρι.

Ο Λάμπρος Σταματιάδης μαζί με τον Πολυχρόνη Βασιλάκη, και τους αδελφούς Μανώλη, Ηλία και Νίκο Παπαγεωργίου, δεν έχασαν στιγμή, αποφάσισαν να μαζέψουν χρήματα. Έφτασαν στο κατάστημα του Πολυχρόνη Παπαδάκη, όπου συναντήθηκαν με τους συμπατριώτες: Δημήτρης Εμμανουήλ Παναγιώτου, Εμμανουήλ Χ.Π. Γεωργιάδης, Εμμανουήλ Π. Βασιλείου Πετρίτης, Νίκος Πολ. Νισύριος και Μηνάς Ν. Λεντής, ομόφωνα αποφάσισαν να οργανώσουν έρανο για τα ξαναχτίσουν το σχολείο στο Απέρι. Οι προσπάθειες του Σταματιάδη, καθώς και των υπολοίπων μεταναστών, εντάθηκαν μέσα από τη δημιουργία του πρωτοπόρου Συλλόγου “ΟΜΟΝΟΙΑ”, ειδικά μετά το τέλος του πολεμου και την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου.

Εκτός από χρήματα πάλευαν για να μαζέψουν κάθε είδους γραφικής ύλης, βιβλία, μολύβια και τετράδια, αλλά και ρούχα, παπούτσια, φάρμακα, οτιδήποτε έμπαινε μέσα στα μπαούλα, ήταν απλώχερη βοήθεια για το λατρεμένο τους νησί.

Ο Λάμπρος διώκεται για τις ιδέες και τη δράση του και γίνεται Λούης

Ο Σταματιάδης δεν ήταν ο “φρόνιμος μετανάστης” απολύθηκε και κυνηγήθηκε για τις αρχές του, έμεινε άνεργος κι αποφάσισε να αλλάξει εργασιακό περιβάλλον.

Από τα εργοστάσια τενεκέδων βρέθηκε σερβιτόρος στο Μπρούκλιν κι από εκεί δούλεψε σε μεγάλα και αριστοκρατικά ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης.

Το όνομα του γρήγορα μπήκε στις black list των ξενοδόχων, αιτία η ορμητική συνδικαλιστική δράση του, έτσι αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομα του και έγινε ο Λούης Στάμος.

Ο Λάμπρος είχε αριθμό βιβλιαρίου 711, ενώ τα μέλη έφταναν τις 30.000. Ήταν ένας από τους δημιουργούς του Σωματείου, που αναφερόταν στην Αμερικανική Εργατική Ομοσπονδία, τα μέλη του οποίου ξεπερνούσαν τα 30 εκατομμύρια. Περίπου 35 χρόνια (1942-1962) εργάστηκε σερβιτόρος στην Νέα Υόρκη, στην κεντρική Λέσχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο πρώτης κατηγορίας Χοτέλ Μπίλτμορ και στο Γουόλντορφ της Αστόρια, εκεί γνώρισε τις προσωπικότητες που προωθούσε το σύστημα εκείνη την εποχή.

Όπως ο ίδιος σημειώνει στην βιογραφία του:

“Υπηρέτησα το Συνδικάτο απόλυτα αφιλοκερδώς, όχι μόνο σαν αντιπρόσωπος στις γενικές συνελεύσεις, υπηρέτησα ακόμη και ως μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Λόκαλ 6. Εις αναγνώριση της δράσης μου, το όνομά μου καταχωρήθηκε μεταξύ των πρώτων χιλίων αγωνιστών που προσέφεραν περισσότερο από το μερίδιό των στην τιμητική μπρούτζινη πλάκα που βρίσκεται στην είσοδο του μεγάρου της Εργατικής Ενώσεως επί της 8ης Λεωφόρου και 44 Δρόμους και το οποίο κόστισε τότε πάνω από δύο εκατομμύρια δολάρια. Εκεί στεγάζονται τα γραφεία της Επαγγελματικής Ενώσεως που έχει περί τις είκοσι χιλιάδες μέλη. Είμαι επίσης μέλος της Αμερικανικής Εργατικής Ομοσπονδίας και της Βιομηχανικής Εργατικής Επιτροπής”.
Όρθιοι και καθιστοί αριστερά είναι άγνωστοι. Στο κέντρο (όρθιοι) είναι ο Πολυχρόνης Παπαδάκης και δεξιά ο Λάμπρος Σταματιάδης, (γύρω στο 1920). Η φωτο από το βιβλίο του, το ταξίδι της ζωής μου

…στα υψώματα Τζάκσον Ηάιτς, της Νεοϋορκέζικης «Μακρονήσου» (long island) από εκεί ο Λάμπρος Σταματιάδης έβλεπε και μετρούσε τον κόσμο …

Ο Μιχάλης Πρωτόπαπας θυμάται τον ξεχωριστό του φίλο, σκιαγραφεί τον συντοπίτη του Λάμπρο και συγκινείται:

Απέφευγε να μιλάει με εκείνους που δεν ήθελαν να ακούσουν, δε τον ενδιέφεραν οι ανούσιες, δίχως γνώση, κόντρες. Έλεγε πως τα λεφτά, τα δολλάρια, όσα κι αν υπάρχουν δε μπορούν, δε φτάνουν για να καλύψουν τα κενά μας. Ο Λάμπρος πάνω από όλα αγαπούσε τον άνθρωπο, έβλεπε πολλές δεκαετίες μπροστά, αγωνίστηκε με πάθος και αυταπάρνηση για τις επόμενες γενιές, δε μπορούσε να φανταστεί ότι θα ζήσουν τα βάσανα που πέρασε ο ίδιος. Ήταν, εξακολουθεί να είναι, πρότυπο μεταναστών, όμως εκείνοι που διαφωνούσαν συνήθως ένιωθαν φόβο, δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν και τον απέφευγαν”.

Οι αδικίες, που με αυτές αναμετρήθηκε ο Λάμπρος, εξακολουθούν να χωρίζουν σε ντόπιους και ξένους τους εργάτες, να τους τάζουν δωράκια, να τους ξεμοναχιάζουν κι ύστερα να τους τσακίζουν δίχως έλεος.

Ένας μετανάστης-αντάρτης, αυτό ήταν ο Σταματιάδης, 120 χρόνια από τη γέννηση του εξακολουθεί να μας κάνει περήφανους και να μας δινει κάτι από τη φλόγα του.

Βιογραφία του Λάμπρου Σταματιάδη: http://www.huc.org/publications/Stamatiades_Greek_111813.pdf

Δημοφιλή