Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ’ναι, μα εξορία[…]
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα
(Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης)
Για κάποιους ανθρώπους το διάβα σε τούτη τη ζωή γίνεται με κλάμα. Κλάμα που κανείς δεν ξέρει στ’ αλήθεια να βρει το γιατί, κανείς καλοβαλμένος κι ήσυχος ποτέ δεν ψάχνει την πηγή απ’ όπου κυλά το δάκρυ. Δεν έχει ανάγκη άλλωστε να ψάξει, με μια γουλιά ραφιναρισμένου τηλεοπτικού ύπνου καταπίνει το χαπάκι που γράφει «Φταίνε οι άλλοι» κι η συνείδησή του την επόμενη στιγμή αναζητά τις τελευταίες προσφορές στα ράφια της τεχνολογίας. Συνηθίσαμε πια τον πόνο και τον θάνατο και τις εικόνες της φρίκης, το καυτό μέταλλο που σκοτώνει άντρες και γυναίκες και παιδιά μας αφήνει αδιάφορους. Άνθρωποι νεκροί αντιστοιχούν σχεδόν… με το τίποτα στην άλλη άκρη της ισοδυναμίας της φρίκης.
Τα πρόσωπα της Δύσης είναι ανυπόφορα πια και παράγουν πόνο σε δόσεις τεράστιες κι απίστευτες, σαν τα μεγάλα ψέματά τους. Εργοστάσια οδύνης που συναρμολογούν την προσφυγιά και την μοιράζουν απλόχερα όχι σε σχέδια επί χάρτου αλλά εκεί που οι αδύναμοι ζουν μονάχα σε συννεφιασμένες μέρες και σκοτεινές νύχτες. Αναγκασμένοι να κάνουν σπίτι το δρόμο ανάμεσα στους κάμπους, τα ποτάμια και τη θάλασσα, περπατούν βαριά προς τη μοναξιά και τη σιωπή έχοντας ήδη θανατώσει την ελπίδα. Στο διάβα χάνεται ο άνθρωπος, χάνεται η αξιοπρέπεια, χάνεται το όνειρο και το μόνο που μένει είναι ένα κουφάρι να περπατά σε τόπους που δε θέλησε, φυλακισμένο και νεκρό σχεδόν που ανασαίνει μονάχα από συνήθεια κι ανάγκη. Περπατά και γερνά τριακόσιες εξήντα μέρες κάθε μέρα, μαραίνεται σαν το κομμένο λουλούδι που πασχίζει να κρατήσει την ομορφιά του μέσα στο βάζο του θανάτου. Πίσω του συνεχίζεται ο σπαραγμός, το μολύβι σπέρνει αδιακρίτως τη συμφορά κι οι πολεμικοί ανταποκριτές απαθανατίζουν τη φρίκη μήπως και κάτι αλλάξει τελικά…
Μάθαμε να βλέπουμε τους ανθρώπους γονατισμένους να ζητούν το αυτονόητο, λίγα δράμια αξιοπρέπεια και μια διέξοδο από το σκοτάδι, και να αδιαφορούμε, όσο κι αν κάποιες φορές ουρλιάζουμε από αποτροπιασμό μπροστά στις εικόνες της ντροπής. Την άλλη στιγμή παλεύουμε για να μην έρθουν οι πρόσφυγες δίπλα μας και μαγαρίσουν τον τόπο μας. Θλιβερή ειρωνεία μιας ραγισμένης από τους πολιτικούς κοινωνίας. Εκείνη τη φιλοξενία που τίμησε ο γέρος θεός ο Δίας τη σκοτώσαμε κι ύστερα την πετάξαμε βορά στα σκυλιά που ξεσηκώνουν πολέμους. Έγιναν οι ψυχές μας ψυχρές σαν το κρύο μάρμαρο το χειμώνα. Πώς να περιμένουμε κάτι να αλλάξει αν δεν αλλάξει πρώτα το μέσα μας; Συνηθίσαμε, δυστυχώς, τα στραβά των ανθρώπων και κάνουμε διάλειμμα ντροπής από τις υποχρεώσεις μας απέναντι στον διπλανό μας. Συνηθίζεται όμως ο πόλεμος; Συνηθίζεται ο θάνατος; Μην το συνηθίσετε παρακαλώ, δεν μας αρμόζει. Μια φορά άλλωστε γεννηθήκαμε άνθρωποι, δυο φορές δεν μπορούμε να γίνουμε.
Κώστας Θερμογιάννης