Μια από τις πλέον κρίσιμες Συνόδους Κορυφής και ίσως η σημαντικότερη του 21 αιώνα, απέδειξε ότι η Ευρώπη προχωρά με συμβιβασμούς- πολλές φορές επώδυνους και συνήθως άνισους- καθώς δεν βαραίνουν όλοι το ίδιο στην Ε.Ε. των 27.
H συμφωνία ήρθε μετά από μια ακόμη μαραθώνια συνεδρίαση που διήρκεσε μέχρι σήμερα το πρωί οπότε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ανακοίνωσε πως η συμφωνία «έκλεισε» ενώ ακολούθως οι ηγέτες των κρατών-μελών συνέχισαν τις συζητήσεις επί λεπτομερειών.
Παρά το γεγονός του ότι οι «φειδωλοί» (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία και Φινλανδία) κέρδισαν στα «σημεία», εν τούτοις από σήμερα, όλες οι κρατικές αντιπροσωπείες θα πανηγυρίζουν την κατάληξη μιας συμφωνίας για το μεγαλύτερο χρηματοδοτικό πρόγραμμα που έχει ποτέ δοθεί, το οποίο ανέρχεται σε 750 δισ. ευρώ και με τη μόχλευση που μπορεί να λάβει την προσεχή επταετία να αγγίξει το 1,8 τρισ. ευρώ.
Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει 32,1 δισ. (οριακά περισσότερα από ό,τι με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), αλλά με μεγαλύτερη αναλογία δανείων προς επιχορηγήσεις σε σχέση με πριν (ως 12,5 δισ. δάνεια και λίγο πάνω από 19,5 δισ. επιχορηγήσεις). Παρά την αλλαγή της αναλογίας – για μια χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη- η Ελλάδα μαζί με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και πόρους και από τον επταετή προϋπολογισμό της Ε.Ε. (περίπου αντίστοιχο ποσό) κέρδισε κάτι επίσης πολύτιμο: Χρόνο… Μια ατέρμονη συζήτηση μεταξύ των Ευρωπαίων θα καθυστερούσε το πλαίσιο τελικής εκταμίευσης πολύτιμων κεφαλαίων, ιδίως σε μια εποχή που η ύφεση ακόμη και με συντηρητικές προβλέψεις θα αγγίξει διψήφιο ποσοστό. Θα έχει έτσι τη δυνατότητα να σχεδιάσει πολιτικές, άλλοτε διάσωσης και άλλοτε ανάπτυξης.
Στους κερδισμένους προφανώς κατατάσσεται και η Γερμανία, σε μια εποχή που αναλαμβάνει και επισήμως την προεδρία της Ε.Ε., και έρχεται για μια ακόμη αφορά να επιβεβαιώσει πως παρά τις καθυστερήσεις και τον εξαντλητικό αγώνα κερδίζει πάντοτε στα ….πέναλτι.
Μετά από ένα προπαρασκευαστικό μήνα διαπραγματεύσεων, μια πενταήμερης σχεδόν διάρκειας Σύνοδο Κορυφής, η οποία εμπεριείχε και πολλές επιμέρους συναντήσεις διαφόρων γκρουπ χωρών, δύο σχέδια εκ μέρους προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, και πολλές προσωπικές αψιμαχίες, οι 27 ηγέτες κατέληξαν σε ένα πλαίσιο που θα καθορίσει το μέλλον της Ευρώπης στην μετά Covid-19 εποχή.
Από την αρχική πρόταση της προέδρου της Ε.Ε., Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, για 500 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 250 δισ. ευρώ δανείων (η οποία επί της ουσίας ήταν η αρχική γερμανο-γαλλική πρόταση) καταλήξαμε σε 390 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και 360 δισ. ευρώ δανείων. Την πίεση άσκησαν οι «φειδωλοί» ζητώντας από το συνολικό πακέτο, μόνον τα 350 δισ. ευρώ να είναι επιχορήγηση, με τον γαλλογερμανικό άξονα να επιμένει ότι δεν «πρόκειται να πέσει κάτω από τα 400 δισ. ευρώ». Τελικώς, όσο και αν ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν χτυπούσε τη γροθιά του στο τραπέζι ή είχε αναμμένες τις μηχανές του αεροσκάφους του, ώστε να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενος, η συμβιβαστική πρόταση Σ. Μισέλ – η οποία έγινε αποδεκτή -απέχει κατά 10 δισ. ευρώ από την «κόκκινη γραμμή».
Οι σκληροί της Ευρώπης πέρα από την περίμετρο των κεφαλαίων που θα χορηγηθούν κατάφεραν επίσης να κερδίσουν και χρήμα για τις οικονομίες τους. Έτσι, αυξάνονται θεαματικά, ακόμα περισσότερο και από την πρώτη συμβιβαστική πρόταση του Σαρλ Μισέλ, οι «επιστροφές» (rebates) για τους «φειδωλούς»: από 197 εκατ. (πρόταση προ Συνόδου) σε 322 εκατ. ετησίως για τη Δανία, από 1,576 δισ. σε 1,921 δισ. για την Ολλανδία, από 237 σε 565 εκατ. για την Αυστρία και από 798 εκατ. σε 1,069 δισ. για τη Σουηδία. Το ποσό σημειωτέον για τη Γερμανία μένει το ίδιο, ωστόσο, η ηγέτιδα της Ευρώπης, όφειλε να υποχωρήσει σε κάτι για να πείσει τους αρνητές. Εξάλλου, ήδη η Γερμανία έχει αποφασίσει να ρίξει 130 δισ. ευρώ από ίδιους πόρους για την τόνωση της οικονομίας της- με ένα πρωτοφανούς ύψους και εύρους πρόγραμμα- προφανώς γιατί… μπορούσε, διαθέτοντας έναν από τους πλέον πλεονασματικούς προυπολογισμούς της Ε.Ε.
Εκτός όμως από το συγκεκριμένο «δωράκι», οι σκληροί του Βορρά – οι οποίοι δεν είναι μόνον οι 5 «φειδωλές» χώρες- κατάφεραν να θέσουν και θέμα επιτήρησης στην εκταμίευση πόρων. Ο Ολλανδός Μαρκ, Ρούτε είχε προτείνει «αυτόματο κόφτη» σε περίπτωση που κάποιο κράτος – μέλος δεν είχε προχωρήσει μεταρρυθμίσεις, και δεν είχε τηρήσει δεσμεύσεις και χρονοδιαγράμματα όσον αφορά τα κεφάλαια και την αξιοποίηση αυτών, εμπεριέχοντας την αντίληψη και πολλών άλλων ηγετών της Ε.Ε.
Αν και σειρά λεπτομερειών μένει να αποσαφηνιστεί, στην τελική συμφωνία, διατηρείται το αρχικό πλαίσιο εποπτείας, όπου η Κομισιόν θα εξετάζει για περίοδο δύο μηνών τα εθνικά προγράμματα ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που θα καταθέτει κάθε κράτος-μέλος. Στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα ψηφίζει επί της εισήγησης της Επιτροπής, με την απόφαση να λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία. Μετά από δύο ακόμα μήνες, η Κομισιόν θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εκταμίευση, κατόπιν γνωμοδότησης της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής της Ενωσης (όργανο που αποτελείται από ανώτερους υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων και των κεντρικών τραπεζών, της ΕΚΤ και της Επιτροπής). Στην «έκτακτη» περίπτωση που ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη διαφωνούν ότι το εθνικό πρόγραμμα πληροί τις προϋποθέσεις και τα ορόσημα, το ζήτημα θα παραπέμπεται στο Συμβούλιο και οι πόροι δεν θα εκταμιεύονται έως ότου το Συμβούλιο «θα έχει συζητήσει αποφασιστικά το θέμα» - αλλά εντός περιόδου τριών μηνών.