Συνταγματική αναθεώρηση: Αν όχι τώρα, πότε;

Συνταγματική αναθεώρηση: Αν όχι τώρα, πότε;
saiko3p via Getty Images

«H αρετή των πολιτευμάτων προέρχεται κατά μικρότερο ποσοστό από τους νόμους και κατά μεγαλύτερο από τους ανθρώπους που το εφαρμόζουν. Αυτοί τελικά το πληρώνουν με ουσία και το τελειοποιούν», Κ.Τσάτσος στην ολομέλεια της Βουλής (7.1.1975) κατά την τελική ψήφιση του Συντάγματος 1975

Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η θεωρητική διχογνωμία που ανέκυψε επ’ αφορμής της πρότασης του ΚΙ.ΝΑΛ για ενεργοποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας, που υιοθέτησε ουσιαστικά τη διατυπωθείσα πρόταση του καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου περί «μινιμαλιστικής» αναθεώρησης.

Η κριτική που ασκήθηκε είναι ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις πολιτικής και θεσμικής συναίνεσης που επιβάλλει λόγω και των σχετικών πλειοψηφιών η αναθεωρητική διαδικασία αλλά και ο ίδιος ο σκοπός της αναθεώρησης που είναι η υπέρβαση των πολιτικών αντιπαραθέσεων και η επιδίωξη υπερκομματικής νομιμοποίησης του αναθεωρητικού διαβήματος. Και όμως η επίκληση της συνδρομής πολιτικά ομαλών καταστάσεων που εξασφαλίζουν τον κοινοβουλευτικό διάλογο και την μακρά διαβούλευση, ουσιαστικά δεν συνέτρεξε ποτέ στη νεότερη συνταγματική ιστορίας μας, αφού με εξαίρεση την αναθεώρηση του 2001, όλες οι άλλες «πολιτικοποιήθηκαν» λαμβάνοντας συγκρουσιακό χαρακτήρα.

Η αναθεώρηση του 1986 που είχε εστιάσει στις υπερ – εξουσίες του ΠτΔ , σημαδεύτηκε από την εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη ως ΠτΔ. Αυτό δεν θα μας ενδιέφερε, αν λόγω αυτής της εμπειρίας δεν προκαλούνταν η ολική αναδιάρθρωση του θεσμού του ΠτΔ, και η σχετιζόμενη με αυτή προσθήκη της ονομαστικής ψηφοφορίας στο άρ. 32 παρ.1 Σ. Οι μεσολαβήσασες εκλογές δεν συνδέθηκαν αυτές καθαυτές με την τύχη της αναθεώρησης, αλλά συνετέλεσαν στην ανάδειξη μονοκομματικής αυτοδύναμης κυβέρνησης, η οποία μπορούσε να περατώσει μόνη της (στην Προτείνουσα Βουλή εξασφαλίστηκε η ειδική αυξημένη πλειοψηφία των 180, με τη σύμπραξη του ΚΚΕ) την αναθεώρηση αγνοώντας ουσιαστικά κάθε άλλη διατυπωθείσα γνώμη επί των συνταγματικών αλλαγών.

Αναφορικά, με την αναθεώρηση του 2001, που είχε ως αναθεωρητική και καινοτόμα αιχμή την εισαγωγή των μετα – πλειοψηφικών εγγυήσεων, μέρος αυτών φαίνεται από την κοινοβουλευτική πρακτική να καταστρατηγούνται. Η ανάδειξη για παράδειγμα των μελών ανεξάρτητων αρχών από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής (με τη πλειοψηφία των 4/5 ) μένει κενό γράμμα, αν η σύνθεση αυτή παραμένει εξαρτημένη από την βούληση μόνο της πλειοψηφίας και την εκμηδένιση κάθε διαλόγου αυτής με την κοινοβουλευτική μειοψηφία. Άλλωστε με το πρόσχημα της αδυναμίας διορισμού των μελών μιας Ανεξάρτητης Αρχής λόγω ασυμφωνίας πλειοψηφίας – μειοψηφίας, μπορούμε να οδηγηθούμε σε θεσμικές ανωμαλίες όπως προσφάτως διαγνώστηκε και από την θεσμική υπεξαίρεση των αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ.

Τέλος, η αποτυχημένη αναθεώρηση του 2008 οφείλεται εν πολλοίς στην ασυνεπή στάση που τήρησε η τότε αξιωματική αντιπολίτευση. Ενώ συναίνεσε επί της αρχής, και συμμετείχε ενεργά στον αναθεωρητικό διάλογο και στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, εν τέλει υπαναχώρησε ολοκληρωτικώς και από την προαναθεωρητική Βουλή, θέτοντας προ τετελεσμένων την κατ’ ουσία Αναθεωρητική Βουλή. Η απαιτούμενη συνεπώς συναίνεση φαίνεται πως δίδεται μόνο προσχηματικά, η οποία αν προσκρούσει σε πολιτικά συμφέροντα, αποσύρεται συλλήβδην.

Δεύτερον, μια εντοπισμένη, συγκεκριμένη και εστιασμένη αναθεώρηση επί θεσμικών εκκρεμοτήτων και κακοδαιμονιών - που από καιρό έχουν διαγνωσθεί και ως εκ τούτου έχει ωριμάσει η ανάγκη αφαίρεσής τους από το Σ – αυξάνει τον ίδιο τον κανονιστικό χαρακτήρα του Σ, αφού εξορθολογίζει ή διορθώνει ή καταργεί πλήρως διατάξεις, που όσο παραμένουν σε ισχύ δημιουργούν πρόσθετα ερμηνευτικά και πραγματικά προβλήματα που καθάπτονται της ίδιας της λειτουργίας του πολιτεύματος.

Τη δεδομένη στιγμή, αν τελικώς εκκινηθεί η αναθεωρητική διαδικασία, με πρόταση τουλάχιστον 50 βουλευτών (προερχομένων και από την κοινοβουλευτική μειοψηφία), η Κυβέρνηση δεσμεύεται να προχωρήσει στην συγκρότηση ειδικής επιτροπής Αναθεώρησης. Τότε μόνο θα διαπιστωθεί αν μπορεί να υπάρξει ή όχι η απαιτούμενη σύγκλιση και διάλογος. Άλλωστε, η προαναθεωρητική Βουλή διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης, οριοθετώντας όχι την ουσία, αλλά την έκταση του αναθεωρητικού διαβήματος. Το πρώτο θα το πράξει η δεύτερη Βουλή, η οποία θα έρθει να προσδώσει περιεχόμενο στις αναθεωρητέες διατάξεις. Και η σύνθεση της υπάρχουσας Βουλής, και η πιθανολόγηση της σύνθεσης της επόμενης Βουλής, φαίνεται πως ευνοούν μια καταρχήν συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων, στην διαπιστούμενη ανάγκη αναθεώρησης αναχρονιστικών διατάξεων. Αυτό άλλωστε ενισχύεται, αν ληφθούν υπόψη οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρ. 110 παρ. 2 – 6, που προβλέπουν την εναλλαγή των πλειοψηφιών. Και η ειδική αυξημένη των 3/5 και η απόλυτη των 150 φαντάζουν επιτεύξιμες με την ενεργοποίηση της διαδικασίας από την παρούσα Βουλή.

Αν δεν εκκινηθεί τώρα, η σύνθεση της επόμενης Βουλής, η οποία δύναται να προκύψει με την εφαρμογή του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, όχι μόνο δεν εγγυάται την πολιτική συνεννόηση, αλλά εκμηδενίζει εξυπαρχής κάθε ενδεχόμενο συναίνεσης, από τη στιγμή που πρώτιστο μέλημα θα είναι η διασφάλιση της κυβερνησιμότητας μέσω της θεσμικής σταθερότητας, και όχι το εάν πρέπει ή όχι να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Αντίθετα, σε περίπτωση έναρξης της αναθεωρητικής διαδικασίας, η επόμενη Βουλή που θα είναι και η κατεξοχήν Αναθεωρητική, θα φέρει το βάρος της περάτωσης της αναθεώρησης. Επομένως η λαϊκή εντολή που θα λάβει η εθνική αντιπροσωπεία αποκτά πρόσθετο θεσμικό βάρος, καλλιεργώντας ουσιαστικά την απαραίτητη συνταγματική αυτοσυνειδησία , η οποία εκτοπίζει τη πολιτική σκοπιμότητα και τα συγκυριακά οφέλη.

Όλα όσα προαναφέραμε δεν θα αναφύονταν καθόλου, αν η αναθεωρητική διαδικασία δεν ήταν τόσο δύσκαμπτη και δυσχερής. Μήπως τελικά η προβλεπόμενη διαδικασία, έχει ξεπεραστεί; Μήπως δεν εγγυάται τον υπερβολικά απόλυτο χαρακτήρα του Συντάγματος, αλλά τελικά τον θιγεί; Γιατί από τη στιγμή που δυσκόλως αναθεωρούνται οι εντοπισμένες προβληματικές διατάξεις, η αντιμετώπιση των παρενεργειών που αυτές παρουσιάζουν πολλές φορές υπερβαίνει τα όρια που το ίδιο το Σύνταγμα διαγράφει, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ίδια η κανονιστικότητα του. Μήπως τελικά εγκλωβιζόμαστε στον αναθεωρητικό οίστρο, σε μια διάχυτη και ριζική αναθεώρηση, παραβλέποντας τα μείζονα;

Η «αναθεώρηση της αναθεώρησης» είναι πλέον μονόδρομος, για την υπέρβαση αυτών των στρεβλώσεων που προκαλεί η ένταξη της αναθεώρησης στην πολιτική αντιπαράθεση. Και αυτή η υπέρβαση μπορεί να επιτευχθεί με την απλοποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας, χωρίς να θίγεται η φυσιογνωμία του Σ, ως απόλυτου. Οι παράγραφοι άλλωστε που διαμορφώνουν το διαδικαστικό πλαίσιο της αναθεώρησης, δεν μπορούν να ενταχθούν απευθείας στον σκληρό και μη αναθεωρήσιμο πυρήνα του Σ. Αυτό άλλωστε θα προσέδιδε στο Σ, σχεδόν απόλυτα αυστηρό χαρακτήρα. Από τη στιγμή που η διαδικασία παραμένει ειδική, αφού την ενεργεί η ίδια η Βουλή χωρίς σύμπραξη άλλου οργάνου, και από τη στιγμή που η ειδική αυξημένη πλειοψηφία εγγυάται τον συναινετικό, υπερκομματικό και διαφορετικό χαρακτήρα της αναθεώρησης από τον κοινό νόμο, η περάτωση της αναθεώρησης σε μια Βουλή δεν θίγει τον αυστηρό χαρακτήρα του Σ. Αυτό θα γινόταν μόνο σε περίπτωση υποκατάστασης, αντικατάστασης ή σύμπραξης της Βουλής με άλλο όργανο, όπως είναι το εκλογικό σώμα. Ένα συνταγματικό δημοψήφισμα για παράδειγμα, ως μέσο αναθεώρησης, θα αλλοίωνε απροβλημάτιστα το χαρακτήρα της αναθεώρησης.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο γράφων τάσσεται υπέρ της απλοποίησης της αναθεώρησης, η μηχανική της οποία θα ευνοεί εντοπισμένες αλλαγές, χωρίς να οδηγεί στο αντίθετο άκρο, αυτό δηλαδή που θα σήμαινε ότι κάθε επόμενη Βουλή είναι και δυνητικά Αναθεωρητική. Όπερ σημαίνει, ότι τα χαρακτηριστικά της πρότασης αυτής είναι: Κατάργηση του χρονικού περιορισμού της πενταετίας και των δύο Βουλών που αναλαμβάνουν την περάτωση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Η ελαστικοποίηση της αναθεώρησης και η ύπαρξη μιας Βουλής, απαιτούν ακόμα μεγαλύτερη περίσκεψη και εγκράτεια από το πολιτικό σύστημα, μιας και υπό την εφαρμογή της ισχύουσας ρύθμισης καταλήγουμε είτε σε θεσμικό αδιέξοδο είτε σε ερμηνευτικό absurdum. Και αυτό γιατί δυσκολευόμαστε να διαγνώσουμε τα προβλήματα - ακόμα και με πενταετή περίσκεψη, καθώς η αναθεώρηση αναπόφευκτα ως διαδικασία σπάνια και χρονοβόρα, λαμβάνει ευρύτατη έκταση (τουλάχιστον αρχικά ως προς τις προτεινόμενες αλλαγές) - ενώ ακόμα και αν τα διαγνώσουμε είναι δυσχερής η άμεση επίλυση τους, λόγω ελλείμματος όχι μόνο θεσμικής αυτοσυνειδησίας, αλλά και θεσμικής εμπιστοσύνης.

Επιπλέον δε, υπό την ισχύ των χρονικών ορίων της πενταετίας και δεδομένης της αναγνώρισης των δυσκολιών της αναθεωρητικής διαδικασίας, προκρίνονται ερμηνευτικές λύσεις διορθωτικού χαρακτήρα (λ.χ. οι απόψεις περί έκτασης της πενταετίας μόνο στα άρθρα που αναθεωρήθηκαν και όχι στο σύνολο του αναθεωρητικού διαβήματος, προκαλεί ζητήματα ερμηνευτικά και δογματικά). Συνεπώς, μια ολοσχερής κατάργηση της πενταετίας και ένας εξορθολογισμός της αναθεωρητικής διαδικασίας, για να μην οδηγήσει στο άλλο άκρο πρέπει να αντισταθμιστεί με μια αυξημένη (εγγύηση) πλειοψηφίας, όπως αυτή των ¾ (200 βουλευτές).

Ενθυμούμενος τον μεν Δ. Κυριακού που έλεγε ότι κάποιες διατάξεις του Σ, πρέπει όχι απλά να εξοβελιστούν, αλλά να οβελιστούν και τον δε Α. Τοκβίλ που υποστήριζε πως χρέος κάθε γενιάς είναι να απαλλάξει τις επόμενες γενιές από το βάρος της ρύθμισης των δικών τους (μελλοντικών) θεμάτων, διερωτώμαι αν δεν λύσουμε αυτά τα προβλήματα τώρα, πότε θα τα λύσουμε;

Δημοφιλή