Για τους εφαρμοστές του δικαίου η ερμηνεία συνιστά πράξη βούλησης ενώ για τους μη αυθεντικούς ερμηνευτές, δηλαδή τους… καθηγητές νομικής, πράξη γνώσης. Hans Kelsen, Reine Rechtslehre, Verlag Österreich
Ο παρατεταμένος “προ – αναθεωρητικός” διάλογος και η ακατάσχετη “συνταγματικολογία” φαίνεται πως ολοκληρώνονται, μιας και η κυβερνητική εξαγγελία (που πρωτοδιατυπώθηκε τον Ιούλιο του 2016) για εκκίνηση της αναθεωρητικής διαδικασίας ενδέχεται το προσεχές διάστημα να υλοποιηθεί. Με μια σειρά σύντομων “σημειωμάτων” ο γράφων θα επιχειρήσει να εξετάσει το αν και κατά πόσο συντρέχουν οι συνταγματικοπολιτικές συνθήκες για μια επιτυχή έκβαση του αναθεωρητικού διαβήματος ή αντιθέτως αν βαίνουμε προς μια έντονα “πολιτικοποιημένη” και συγκρουσιακή αναθεώρηση που θα μοιάζει με nature morte.
Το πρώτο αυτό κείμενο επιχειρεί να μας τοποθετήσει εντός του ιστορικοπολιτικού πλαισίου το οποίο λειτουργεί ως πρόκριμα, υπηρετώντας την σφαιρικότητα με την οποία πρέπει να προσεγγίζεται ένα διαχρονικό ζήτημα όπως ο αναθεωρητικός συνταγματικός σχεδιασμός, ο οποίος ωστόσο αποτελεί σήμερα ζέον επιστημονικό ζήτημα.
Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κατά την κατάρτιση του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος του 1975, είχε ερωτηθεί σχετικά με το ποιο θεωρεί ως καταλληλότερο πολίτευμα, παρέπεμψε στον Σόλωνα λέγοντας (παραφράζοντας τον) ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά εξαρτάται από τον λαό τον οποίο θα δεσμεύσει ως μέρος του “κοινωνικού συμβολαίου” το οποίο θα αποτυπωθεί δια μέσω της συνταγματικής αυτο – θέσμισης αλλά και από την εποχή εντός της οποίας εκτυλίσσεται η παραγωγή του Συντάγματος και η εγκαθίδρυση συγκεκριμένου τύπου πολιτεύματος. Θα μπορούσε η ως άνω διαπίστωση να ισχύσει και για την επιλογή συγκεκριμένης διαδικασίας αναθεώρησης;
Εκκινώντας τον συλλογισμό μας από την παραδοχή ότι το φαινόμενο του συνταγματισμού δεν είναι προϊόν κάποιας εργαστηριακής μεθόδου ή μηχανιστικής λογικής, αλλά συμπυκνώνει τον μακρύ ιστορικό χρόνο ως έκφραση της πολιτειακής συνέχειας και της εξελιξιμότητας των θεσμών, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι καταρχήν καταφατική. Βεβαίως και διαφέρουν ουσιωδώς οι συνθήκες θέσπισης ενός Συντάγματος και οι συνθήκες αναθεώρησης του. Η παραγωγή ανατρέχει σε παρελθόντα χρόνο και άρα σε προϋφιστάμενες συνθήκες, ενώ οι συνταγματικές μεταβολές διενεργούνται επί υφισταμένων συνθηκών. Για να ερμηνεύσει κανείς, ωστόσο, γιατί ο συνταγματικός νομοθέτης κάθε διαφορετικής έννομης τάξης, επέλεξε έναν συγκεκριμένο τύπο αναθεώρησης αποκλείοντας έναν άλλο, απαιτείται να ανατρέξει όχι μόνο στην βούληση αυτού, αλλά και στις επικρατήσασες συνθήκες της περιόδου θέσπισης του Συντάγματος. Και αυτό γιατί διαφορετικά θα οργανώσει την διαδικασία αναθεώρηση ο συνταγματικός νομοθέτης - όπου καλείται να λάβει υπόψη τις θεσμικές ιδιαιτερότητες ενός κράτους, το επικρατούν μοντέλο δημοκρατίας που ίσχυσε ή συνεχίζει να ισχύει με σχετική ομοιομορφία – από εκείνον που εκτός των παραπάνω συνεκτιμά τη δομή του πολιτικού συστήματος, την πολιτική κουλτούρα, την ύπαρξη θεσμικής ανασφάλειας και δυσπιστίας μεταξύ των θεσμικών παικτών.
Ο βαθμός δυσκολίας της αναθεώρησης και η πολυπλοκότητα της διαδικασίας είναι άλλωστε τα στοιχεία που συνήθως προσδίδουν σε ένα Σύνταγμα τον χαρακτήρα του αυστηρού ή του ήπιου. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η δυσκολία ή η ευκολία της επέλευσης συνταγματικών μεταβολών μέσω τυπικής αναθεώρηση που εξασφαλίζει σε ένα Σύνταγμα την μακροζωία του ή αντιθέτως το καθιστά το διάτρητο. Για παράδειγμα και το Ολλανδικό Σύνταγμα (1815/2008) και το Αυστριακό (1920/1945/2013) είναι από τα παλαιότερα δυτικοευρωπαϊκά συνταγματικά κείμενα. Το μεν Ολλανδικό προβλέπει μια απαιτητική διαδικασία αναθεώρησης με την σύμπραξη και των δύο νομοθετικών σωμάτων (Eerste Kamer, Tweede Kamer, άρθρα 137- 142) που καθιστά δυσχερείς τις συχνές συνταγματικές μεταβολές, ενώ το Αυστριακό Σύνταγμα (άρθρο 44) θεσπίζει μια πιο ήπια διαδικασία (μερική και ολική) ευνοώντας την συχνότητα των αναθεωρήσεων. Και τα δύο Συντάγματα παρά την διαφοροποίηση τους στο συνταγματικοαναθεωρητικό μοντέλο, επιτυγχάνουν σε μεγάλο βαθμό την διασφάλιση της συνταγματικής σταθερότητας. Μολονότι, δεν υπάρχει ένας ιδεότυπος για την αναθεωρητική διαδικασία ή μια ιδανική αναθεωρητική ρήτρα ανευρίσκουμε μέσα από αυτόν το “συγκριτικό περίπλου” τόσο κοινά στοιχεία όσο και μια ποικιλομορφία παραλλαγών στην οργάνωση της αναθεώρησης.
Στο σημείο αυτό τίθενται δύο θεμελιώδη ερωτήματα: α. Πότε πρέπει να αλλάζει ένα Σύνταγμα; β. Πότε πρέπει να ανασχεδιάζεται η αναθεωρητική διαδικασία;
Ως προς το πρώτο ερώτημα, κατά μία άποψη τα Συντάγματα θα έπρεπε να ξαναγράφονται από κάθε γενιά, καθώς “οι νεκροί δεν θα έπρεπε να κυβερνούν τους ζωντανούς” (Th.Jefferson προς J.Madison, 6.9.1789). Είναι ωστόσο αυξημένης επικινδυνότητας αυτή η άποψη τόσο για την συνοχή της κοινωνίας όσο και για την νομική υπεροχή και εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος, το οποίο διαρκώς και συχνώς μεταβαλλόμενο και τροποποιούμενο δεν θα διέφερε από τον κοινό νόμο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από προσωρινότητα ή από βραχεία αντοχή. Η αναθεώρηση λοιπόν ενός Συντάγματος, σε αντίθεση με την περιφρούρηση της νομιμότητας μέσω του έλεγχου συνταγματικότητας των νόμων, είναι μια διαδικασία σπάνια και χρονοβόρα ακριβώς επειδή σε συμβολικό επίπεδο αναπτύσσει και ενοποιητική λειτουργία μεταξύ των γενεών.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη αλλά συσχετίζεται με μια σειρά από παραμέτρους. Μια παράμετρος είναι η πρακτική εφαρμογή, η οποία μπορεί να επιφέρει επιζήμια αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στην γερμανική συνταγματική τάξη ο Θ.Ν της Βόννης (1949, άρθρο 79) προβλέπει αυξημένες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις αναθεώρησης συγκριτικά με το προϊσχύον Σύνταγμα της Βαϊμάρης το οποίο “προέβλεπε στο άρθρο 76 τη δυνατότητα αναθεώρησής του σε μια σύνοδο, με απαρτία 2/3 και αυξημένη πλειοψηφία 2/3 επί της απαρτίας. Παρότι προβλεπόταν δυνατότητα βέτο της άνω Βουλής ( Reichsrat ), η διάταξη αυτή επέτρεψε τη νομιμοφανή εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος”. Πάραυτα και το ισχύον γερμανικό Σύνταγμα προβλέπει μια σχετικά χαλαρή διαδικασία αναθεώρησης, έχοντας υποστεί πληθώρα τροποποιήσεων.
Μια άλλη παράμετρος, η οποία ισχύει στα καθ’ ημάς, είναι ότι η ίδια μηχανική της αναθεώρησης πάσχει. Είναι δηλαδή ανορθολογική ως προς την θεσμική διασύνδεση μέσων και σκοπού. Η ελαττωματική ρύθμιση της αναθεωρητικής διαδικασίας σε συνδυασμό με την ανελαστικότητα των προϋποθέσεων που θέτει επιτείνουν μια σειρά από θεσμικά ζητήματα τα οποία υπό τις παρούσες συνθήκες φαντάζουν δυσκόλως αναθεωρήσιμα. Καθίσταται λοιπόν επιτακτική η αναθεώρηση του Συντάγματος γενικά, αλλά και ειδικώς ως άμεση προτεραιότητα πρέπει να προωθηθεί η “αναθεώρηση της αναθεώρησης” και η ελαστικοποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας όχι μόνο χάριν αποσύνδεσης αυτής από την πολιτική αντιπαράθεση, αλλά κυρίως χάριν ενίσχυσης της κανονιστικότητας του Συντάγματος το οποίο ως δυσκόλως αναθεωρούμενο αλλά και θεωρούμενο ως συνυπεύθυνο για την πρόκληση θεσμικών κρίσεων χαρακτηρίζεται μεν ως ανθεκτικό αλλά ολοένα και περισσότερο δε ως “ανορθολογικό”.