Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη Συνταγματική Αναθεώρηση κατατέθηκαν και οι αντιδράσεις άρχισαν.
Αυτό γιατί κάποιες από τις προτεινόμενες αλλαγές επηρεάζουν τις σχέσεις Κράτους Εκκλησίας, όπως τις γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Στην πρώτη του αντίδραση, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, είπε ότι δεν καταλαβαίνει τι εννοεί ο πρωθυπουργός με τον όρο «θρησκευτικά ουδέτερο Κράτος». Μετά έκανε συμφωνία με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, για την καταγραφή και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς και για τη μισθοδοσία των ιερέων (που ουσιαστικά θα συνεχίσει να γίνεται από το κράτος, αλλά με άλλη μορφή και δεν θα αυξηθεί σε περίπτωση αύξησης του αριθμού των ιερέων).
Η Νέα Δημοκρατία δεν δείχνει να θέλει να συναινέσει στην αλλαγή των άρθρων του Συντάγματος που αφορούν στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. «Είναι υποκρισία εκείνοι που τις μονές μέρες ζητούν τη στήριξη της Εκκλησίας, τις ζυγές να την απαξιώνουν με μία αναθεώρηση των σχέσεων με το κράτος», είπε μόλις χθες ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ παλαιότερα είχε δηλώσει αντίθετος με την κατάργηση του άρθρου 3 ή του Προοιμίου του Συντάγματος.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ποια άρθρα του Συντάγματος ρυθμίζουν τις σχέσεις
Κράτους - Εκκλησίας
Ο θρησκευτικός χρωματισμός του Συντάγματος φανερώνεται ακόμα και από το προοίμιο, καθώς ψηφίζεται «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Τα βασικά άρθρα που ρυθμίζουν τις σχέσεις Κράτους Εκκλησίας είναι το 3, το 13, το 16, το 33 και το 59. Άλλα άρθρα που αφορούν στην εκκλησία είναι το 14, το 18 και το 105*.
Το άρθρο 3 (που είναι και το βασικό στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ) αναφέρει ότι η «επικρατούσα θρησκεία της Ελλάδας είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Είναι αυτοκέφαλη και δογματικά ενωμένη με την «Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης».
Σημαντικό είναι και το άρθρο 13, με τις διατάξεις του οποίου θεσπίζονται οι εγγυήσεις προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, της ρίζας των ατομικών ελευθεριών.
Το άρθρο 16 αναφέρει ότι σκοπός της παιδείας είναι, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των νέων. Στο άρθρο 33, καθορίζεται ο τύπος το όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος έχει θρησκευτικό περιεχόμενο, ενώ στο 59 ο όρκος των βουλευτών.
Οι προτεινόμενες αλλαγές
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την αναθεώρηση συνολικά 16 άρθρων του Συντάγματος. Αυτά που αφορούν στην Εκκλησία είναι το 3, το 13, το 33 και το 59.
Το άρθρο 3 θα ορίζει ότι «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη» και ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία». Ερμηνευτική δήλωση αναφέρει ότι ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του
δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας».
Στο άρθρο 13 προστίθεται η υποχρέωση για πολιτικό όρκο στην ορκωμοσία κρατικών αξιωματούχων, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων (ενώ σε άλλη περίπτωση ο υπόχρεος επιλέγει ελεύθερα ανάμεσα σε πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο).
Αντίστοιχα στα άρθρα 33 και 59 καθίσταται υποχρεωτικός ο πολιτικός όρκος για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους βουλευτές.
Ανέπαφο αφήνει το άρθρο 16 για την Παιδεία, άρα μάλλον σκοπός της Παιδείας παραμένει η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των νέων...
Είναι αρκετές;
Τι σημαίνει πρακτικά χωρισμός κράτους-εκκλησίας; Ότι οι πολίτες μπορούν ελεύθερα να θρησκεύονται, με οποιοδήποτε δόγμα. Το κράτος όμως όχι.
Γίνεται αυτό με τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη Συνταγματική Αναθεώρηση;
Για τον κ. Γιώργο Σωτηρέλη, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, αν και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, είναι άτολμες και άνευρες. «Οι αλλαγές αυτές θα έπρεπε να είναι πιο ριζοσπαστικές», λέει στη HuffPost Greece. Δείχνουν δε την προσπάθεια να μην υπάρξει μεγάλη ρήξη με την Εκκλησία.
Έτσι, αντί να προτείνει μια ολοκληρωμένη συνταγματική πολιτική χωρισμού Κράτους - Εκκλησίας, αρκείται σε άνευρες και συμβιβαστικές εξαγγελίες για θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Συνιστούν βέβαια κάποια πρόοδο, σε σχέση με το σημερινό καθεστώς, αλλά για τον κ. Σωτηρέλο δεν θα έπρεπε η συζήτηση ξεκινά από εκεί.
Για τον κ. Μιχάλη Σταθόπουλο, Επίτιμο Καθηγητή Νομικής Σχολής Αθηνών, «είναι θετικό ότι θα προβλεφθεί ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Ουδετερότητα θα πει ότι το Κράτος δεν θρησκεύεται, αλλά εκπροσωπεί όλους τους πολίτες. Τους Χριστιανούς, τους Μωαμεθανούς, τους Εβραίους, τους Καθολικούς, όλους. Άρα οφείλει το Κράτος να παραμένει ουδέτερο σε θέματα θρησκείας».
Διαφωνεί ωστόσο με την προθήκη της «επικρατούσας θρησκείας» αφού δεν τηρεί την ουδετερότητα. Επίσης, στο άρθρο 3 δεν έχει θέση η αναφορά για το πως ρυθμίζονται οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Πατριαρχείο. «Είναι μια ρύθμιση που δεν θα έπρεπε να υπάρχει στο Σύνταγμα. Αυτά τα ζητήματα θα έπρεπε να αναφέρονται στον καταστατικό χάρτη της Εκκλησία της Ελλάδος και θα έπρεπε να είναι πράξη της Ιεράς Συνόδου. Δεν θα πει το Κράτος πως θα διοικείται η Εκκλησία». Στο Σύνταγμα θα μπορούσε, όπως μας λέει, να υπάρχει μόνο η πρόβλεψη για τις σχέσεις της Πολιτείας με το Πατριαρχείο, το οποίο θα μπορούσε να προστεθεί στο άρθρο 105 που ρυθμίζει το καθεστώς του Αγίου Όρους.
Για τον κ. Σταθόπουλο θα πρέπει να καταργηθεί και το προοίμιο που ορίζει ότι το Σύνταγμα ψηφίζεται «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Η κυβέρνηση δεν έχει διευκρινίσει ακόμη εάν θα καταργηθεί -και ίσως να επικαλεστεί ιστορικούς λόγους για τη διατήρησή του- ωστόσο για τον κ. Σταθόπουλο, δεν πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αναφορά σε Σύνταγμα κοσμικού κράτους. «Είναι σεβαστή η Ιστορία, αλλά όχι με αναχρονιστικά στοιχεία. Ό,τι δεν ταιριάζει με τη σημερινή εποχή και κυρίως ό,τι δεν είναι σύμφωνο με τα ανθρώπινα δικαιώματα -όπως είναι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης- πρέπει να καταργηθεί», εξηγεί στη HuffPost Greece.
Και οι δύο ειδικοί εκτιμούν ότι πρέπει να καταργηθεί και το σημείο εκείνο της παραγράφου 2, στο άρθρο 16 για την Παιδεία, που αναφέρει ότι σκοπός της Παιδείας είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των νέων. «Και αυτό είναι αντίθετο με τη θρησκευτική ουδετερότητα και την ίση μεταχείριση όλων των Ελλήνων πολιτών», μας λέει ο κ. Σταθόπουλος.
Ο κ. Σωτηρέλης μας θυμίζει επίσης ότι έγινε με το ΣτΕ και την απόφαση για τα Θρησκευτικά που ήταν αποτέλεσμα μιας θεοκρατικής ερμηνείας του Συντάγματος. «Η απόφαση αυτή, που αποτελεί πραγματικό όνειδος για το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Χώρας, διότι αποπνέει θρησκευτικό ολοκληρωτισμό και αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν προέκταση των κατηχητικών σχολείων της Εκκλησίας, ενισχύει νομίζω καταλυτικά την άποψη για την ανάγκη ριζικής λύσης στις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας αλλά και την άποψη για την ανάγκη ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου», αναφέρει ο κ. Σωτηρέλος.
Όσο για το άρθρο 14, που αναφέρεται στην ελευθερία του λόγου και την ελευθεροτυπία και ορίζει ότι «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία, εντύπων ή εφημερίδων, για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας», για τον κ. Σωτηρέλη ορθά δεν αναθεωρείται, αφού προστατεύει όλες τις θρησκείες, και όχι μόνο τη χριστιανική.
Είναι μόνο θέμα του Συντάγματος ο χωρισμός;
Όχι βέβαια. Για να μιλάμε για πλήρη χωρισμό θα πρέπει να ακολουθήσει τόσο ο νόμος, όσο και οι πρακτικές.
Βασικά ζητήματα που επιβεβαιώνουν τη διαπλοκή των δύο θεσμών είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής:
- η επιρροή της Εκκλησίας στη δημόσια εκπαίδευση που είναι θεσμικά κατοχυρωμένη,
- η χρηματοδότηση της Εκκλησίας από τον κρατικό προϋπολογισμό (η μισθοδοσία για περίπου 9.000 ιερείς, που φτάνει τα 200 εκατ. ευρώ, που όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αλλάζει μορφή),
- οι φορολογικές απαλλαγές που απολαμβάνει,
- το γεγονός ότι το εορτολόγιό της αποτελεί βασικό κριτήριο για τον ορισμό των κρατικών αργιών
- η παρουσία της θρησκείας στον κρατικό μηχανισμό με συμβολικούς τρόπους (ανάρτηση εικόνων, υποχρεωτική προσευχή, αγιασμός κτλ).
- ο Καταστατικός Χάρτης της εκκλησίας που αποτελεί νόμο του κράτους,
- το γεγονός ότι οι οργανωτικές μορφές αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Σύμφωνα με την κυρία Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το θέμα του διαχωρισμού έχει ανοίξει και έχει κλείσει πολλές φορές στο παρελθόν, με έναν άγαρμπο τρόπο. Και σύμφωνα με την ίδια, το ίδιο πράγμα γίνεται και τώρα. «Υπάρχουν πάντα κάποιες τακτικές από πίσω. Γιατί εάν ήθελε κάποιος πραγματικά να το ανοίξει, θα έπρεπε να γίνει μια πιο μεγάλη συζήτηση. Γιατί ο τρόπος που ρυθμίζονται αυτές οι σχέσεις είναι ουσιαστικά από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».
Σύμφωνα με την κ. Γεωργιάδου, το θέμα δεν αφορά μόνο στη Συνταγματική Αναθεώρηση. «Έχουμε ένα πολύ βαθύ θέμα που δεν αγγίζει μόνο τα συνταγματικά θεμέλια του κράτους, αλλά και τις συνειδήσεις. Χρειάζεται ένας ευρύτερος διάλογος για να δούμε πού χρειάζεται να γίνει ένας εκσυγχρονισμός, αναφορικά με την παρουσία της εκκλησίας σε δημόσιους χώρους, όπως προφανώς στην Παιδεία. Και σε αυτή τη συζήτηση, κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να συμμετέχουν μόνο ο Πρωθυπουργός με τον Προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και εκπρόσωποι άλλων θρησκειών».
Να σημειώσουμε ότι χωρίς να αποκλείονται επιμέρους αλλαγές, προσθήκες ή αφαιρέσεις, μέχρι να γίνουν πραγματικότητα οι αλλαγές στο Σύνταγμα, απαιτείται αρκετός χρόνος. Θα πρέπει να συγκροτηθεί μια «Επιτροπής Αναθεώρησης», η οποία θα προβεί σε έλεγχο και κατόπιν κατάθεση σχετικής έκθεσης. Την επόμενη Τετάρτη, στις 14 Νοέμβρη, η Ολομέλεια της Βουλής θα πάρει απόφαση για τη διορία που θα δοθεί στην Επιτροπή Αναθεώρησης προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο της, η οποία αναμένεται να είναι δύο μήνες. Ακολούθως, θα οριστεί ειδική ημερήσια διάταξη για συζήτηση επί του περιεχομένου της έκθεσης επί των αναθεωρητέων διατάξεων.