Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει, αυτός είναι ένας πόλεμος των δυτικών χωρών με τη Ρωσία δια των Ουκρανών. Αυτή είναι η θέση του Σέρβου Προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς - και είναι μια πολύ τολμηρή θέση για τα δεδομένα της σημερινής Ευρώπης.
Εδώ και χρόνια, η Σερβία διατηρεί καλές σχέσεις τόσο με τη Ρωσία και τη Κίνα, όσο και με την Ευρώπη. Το Βελιγράδι θα ήθελε να ολοκληρωθεί η ενταξιακή του πορεία στην ΕΕ, αλλά και να διατηρήσει τις παραδοσιακά φιλικές του σχέσεις με τη Μόσχα και τις οικονομικές δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει το Πεκίνο.
Ωστόσο, αφού η Ρωσία ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Βούτσιτς ήρθε αντιμέτωπος με μια δύσκολη επιλογή: είτε ειδικές σχέσεις με τη Ρωσία, είτε περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Είναι σημαντικό ότι ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς τόλμησε να πάρει αποφάσεις που ήταν αδιανόητες, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. Αν αυτό είναι αποτέλεσμα «πρωτοφανών πιέσεων» ή μια συνολική εκτίμηση της γεωστρατηγικής σημασίας της Σερβίας, η απάντηση κλίνει προς τη πρώτη εκδοχή.
Σε καιρό ειρήνης, τόσο η Ανατολή όσο και η Δύση είναι πρόθυμοι να ανεχτούν τη στάση του Βελιγραδίου που καθοδηγείται άλλοτε από εμπορικά συμφέροντα, άλλοτε από επενδύσεις και άλλοτε από ιδεολογικούς λόγους. Δεν υπάρχει όμως καμία ανοχή σε περιόδους πολέμου, όταν η Ανατολή και η Δύση είναι οι παράγοντες της σοβαρότερης κρίσης που έχει εκδηλωθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Αμερικανός πρέσβης στο Βελιγράδι, Κρίστοφερ Χιλ, ήταν σαφής. Σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Politika στις 22 Μαΐου διευκρίνισε: δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, είτε Ανατολή, είτε Δύση.
Το Βελιγράδι έχει αρνηθεί να συμμετάσχει στις κυρώσεις που επέβαλλε η συλλογική Δύση κατά της Ρωσίας, παρά τις συστηματικές πιέσεις από την πλευρά των Βρυξελλών. Στη ψηφοφορία στον ΟΗΕ ψήφισε υπέρ της καταδίκης της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά ως εκεί. Η μόνη παραχώρηση που έχει κάνει το Βελιγράδι είναι ότι, παρά τη νέα συμφωνία που υπέγραψε με τη Μόσχα στα τέλη Μαΐου για την προμήθεια φυσικού αερίου σε πολύ χαμηλές τιμές, αναζητεί και νέες πηγές για τη διαφοροποίηση των προμηθειών του.
Στις αρχές Ιουνίου, οι πιέσεις εντάθηκαν και η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία και το Μαυροβούνιο αρνήθηκαν την διέλευση μέσω του εναέριου χώρου τους, στο αεροπλάνο του Ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ, ματαιώνοντας την επίσκεψη του στο Βελιγράδι.
Το επόμενο βήμα ήταν ένα τελεσίγραφο που επιδόθηκε στους Σέρβους από τις Βρυξέλλες, μέσω Βερολίνου. Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς μίλησε ανοιχτά στα μέσα Ιουνίου, για την ανάγκη αμοιβαίας αναγνώρισης της Σερβίας και του Κοσσυφοπεδίου, ο πρώτος Ευρωπαίος αξιωματούχος που το εξέφρασε ρητά. Αυτή η διατύπωση συμπεριλήφθηκε στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη Σερβία, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με 50 ψήφους υπέρ και πέντε κατά.
Η υποχώρηση για το Κοσσυφοπέδιο μαζί με την πρόσκληση προς τη Σερβία να ενταχθεί στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, είναι το κύριο μήνυμα της έκθεσης που εγκρίθηκε από την ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 6 Ιουλίου.
Αυτό συνιστά μια δύσκολη εξέλιξη, γιατί είναι γνωστό ότι η Σερβία δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει με κάτι τέτοιο.
Η κατάσταση για τον Αλεξάνταρ Βούτσιτς ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Η Σερβία είναι μια φτωχή χώρα και για να ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς της χρειάζεται συνεργασία τόσο με τη Ρωσία-τουλάχιστον σε ενεργειακό επίπεδο- όσο και με την ΕΕ. Παρ′ όλα αυτά, απέρριψε το τελεσίγραφο, όπως ήταν αναμενόμενο. Σε μια χώρα που το εκλογικό σώμα υποστηρίζει με συντριπτικά ποσοστά τις φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές επιλογές.
Οι σχέσεις με την Κίνα
Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα ενισχύει τη θέση της στα Βαλκάνια, και ιδιαίτερα στη Σερβία, υπάρχει και η εκτίμηση ότι η παράταση του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα ενισχύσει αυτή τη θέση.
Στα πλαίσια αυτών των εξελίξεων, η Σερβία αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο. Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η Κίνα έστειλε νέα συστήματα αεράμυνας για να καταστήσει σαφές πόσο σημαντική είναι η Σερβία στον Νέο Δρόμο του Μεταξιού. Ωστόσο, από πολιτική άποψη δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για συμμαχία μεταξύ Κίνας και Σερβίας, αλλά μάλλον για σταδιακή προσέγγιση που βασίζεται σε ένα σαφές όραμα που προκύπτει από τις φιλοδοξίες της Κίνας.
Επομένως, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το κινεζικό υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας είναι ήδη παρόν στο Βελιγράδι: δηλαδή ότι υπάρχει στην πραγματικότητα μια συνεργασία μεταξύ κινεζικών και σερβικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Μια άλλη απόδειξη της σημασίας που παίζει το Βελιγράδι για το Πεκίνο μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στη στρατηγική εταιρική σχέση με τη Σερβία, χάρη στην οποία η Κίνα έχει χρηματοδοτήσει πολύ σημαντικούς τομείς στη Σερβία, όπως η ενέργεια, οι υποδομές εξόρυξης και η τεχνολογία. για να μην αναφερθούμε σε αυτό των τηλεπικοινωνιών, δηλαδή της Huawei που μόλις άνοιξε το δικό της κέντρο ανάπτυξης στο Βελιγράδι. Στόχος, φυσικά, είναι να επιτραπεί στην κινεζική πολυεθνική να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του 5G στη Σερβία.
Η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες προσπαθούν να αποδομήσουν αυτή τη συνεργασία, υποστηρίζοντας ότι όλη αυτή η γενναιοδωρία δεν έχει τίποτα αλτρουιστικό, αλλά βασίζεται στη λογική της παγίδας του χρέους που προωθεί το Πεκίνο, με το χρέος της Σερβίας προς την Κίνα να έχει αυξηθεί και πιο συγκεκριμένα, να έχει πάει από 118 εκατομμύρια ευρώ, στα 14 δισ. ευρώ.
Η ανακοίνωση της υπογραφής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Σερβίας και Κίνας, η άφιξη πτήσης της Hainan Airlines από το Βελιγράδι στο Πεκίνο και το αυξημένο επίπεδο διαβουλεύσεων μεταξύ Σέρβων και Κινέζων διπλωματών σε διμερές επίπεδο είναι οι πιο πρόσφατες εξελίξεις που συμβάλλουν στη λεγόμενη «ατσάλινη φιλία» της Κίνας με τη Σερβία. Οι αυξημένες διπλωματικές δραστηριότητες και οι νέες πτυχές της οικονομικής συνεργασίας θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν την έναρξη μιας νέας φάσης στις σχέσεις Βελιγραδίου-Πεκίνου.
Η κοινή γνώμη
Η κοινή γνώμη στη Σερβία κυριαρχείται από την άποψη ότι η Ρωσία είναι ο σημαντικότερος εταίρος στην εξωτερική πολιτική και το 80% των πολιτών δεν συμφωνεί με την άποψη ότι η Σερβία πρέπει να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της εταιρείας Demostat, τον Ιούνιο.
Το 56% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η Σερβία δεν πρέπει να εναρμονίσει την εξωτερική της πολιτική με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το 33% πιστεύει ότι πρέπει. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι, εάν διεξαγόταν δημοψήφισμα αύριο, το 51% των πολιτών θα ψήφιζαν κατά και το 34%υπέρ της ένταξης στην ΕΕ. Το τελευταίο διάστημα, το ποσοστό των Σέρβων που αντιτίθεται στην ένταξη της χώρας στην ΕΕ, αυξάνεται συστηματικά.
Παράλληλα, η έρευνα έδειξε ότι το 81% των ερωτηθέντων συμφωνεί με την άποψη ότι η Σερβία πρέπει να διατηρήσει την ουδετερότητά της με κάθε κόστος. Το 40% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι ο σημαντικότερος εταίρος της Σερβίας στην εξωτερική πολιτική είναι η Ρωσία, το 30% ότι είναι η ΕΕ, ενώ το 24% των ερωτηθέντων ανέφερε την Κίνα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας συμβαδίζουν με αυτά, ανάλογης έρευνας που έγινε από την εταιρεία NSPM στα μέσα Μαΐου. Η έρευνα της NSPM έδειξε ότι το 82,1% των πολιτών δεν υποστηρίζει την επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το 6,9% την υποστηρίζει και το 11% δεν έχει θέση.
Οι πολίτες είπαν ότι παρακολουθούν την κατάσταση στην Ουκρανία και περίπου το 49% πιστεύει ότι η Ρωσία έχει δίκιο, το 6,1 πιστεύει ότι έχει δίκαιο η Ουκρανία, το 21% ότι δεν έχει δίκαιο κανένας από τους δύο, ενώ το 24% δεν εξέφρασε γνώμη.
Στο ερώτημα ποιος ευθύνεται περισσότερο για τη σύγκρουση στην Ουκρανία, το 68,7% είπε ότι ήταν το ΝΑΤΟ, το 7,4% κατηγόρησε την Ουκρανία, το 5,6% κατηγόρησε τη Ρωσία και δεν έχει άποψη το 18%.
Μόνο το 5% των ερωτηθέντων είπε ότι το Κοσσυφοπέδιο πρέπει να αναγνωριστεί με αντάλλαγμα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ περίπου το 85% των ερωτηθέντων είναι αντίθετο.
Αυτό το λαϊκό αίσθημα, αλλά και η επίσημη στάση του Βελιγραδίου απέναντι στη Μόσχα, πηγάζει κυρίως από το γεγονός ότι η Ρωσία θα ασκήσει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε οποιοδήποτε σχέδιο που θα προωθήσουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ για την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου.
Από τη στιγμή της συνάντησης του προέδρου της Ρωσίας με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 26 Απριλίου στη Μόσχα και μέχρι το ταξίδι του Αλεξάνταρ Βούτσιτς στο Βερολίνο στις 4 Μαΐου, υπήρξε μπαράζ δημοσιευμάτων στη Σερβία για την ετοιμότητα της Μόσχας να εγκαταλείψει τη φιλία με το Βελιγράδι για χάρη των δικών της συμφερόντων στο Ντονμπάς.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν υπενθύμισε, ότι το Διεθνές Δικαστήριο, με την απόφασή του για το Κοσσυφοπέδιο, δημιούργησε ένα προηγούμενο που άνοιξε τη δυνατότητα για τις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους χωρίς τη συγκατάθεση του Κιέβου. Οι σερβικές ανησυχίες αντιμετωπίστηκαν με τις διευκρινίσεις που παρείχε το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.
Οι πολιτικές ισορροπίες
Στις 3 Απριλίου διεξήχθησαν προεδρικές, βουλευτικές και δημοτικές εκλογές. Η αντιπολίτευση, που δεν είχε συμμετάσχει στις προηγούμενες εκλογές, κατέβηκε με ένα ενιαίο σχήμα και τη φιλοδοξία να αλλάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Ωστόσο, η κυριαρχία του Αλεξάνταρ Βούτσιτς και του κόμματος του SNS, ήταν πλήρης. Ο ίδιος εκλέχτηκε πρόεδρος από τον πρώτο γύρο, το κόμμα του ήταν πρώτο στις βουλευτικές εκλογές, μακράν της αντιπολίτευσης, αλλά χωρίς να κερδίσει την αυτοδυναμία, ενώ κέρδισε και τον δήμο του Βελιγραδίου, για τον οποίο προσδοκούσε πολλά η αντιπολίτευση.
Από τις εκλογές αυτές βγήκαν τα εξής συμπεράσματα:
Πρώτον, ο Βούτσιτς και το SNS κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό.
Δεύτερον, η αντιπολίτευση γύρω από το κόμμα SAA του Ντράγκαν Τζίλας και της Μαρίνικα Τέπιτς, απέτυχε και αποσυντίθεται.
Τρίτον, η Σερβία έχει κάνει μια μεγάλη στροφή προς τα δεξιά και τα μικρά δεξιά κόμματα που μπήκαν στη Βουλή, είναι ταυτόχρονα και φιλορωσικά.
Τέταρτον, η Αριστερά βρίσκεται σε υποχώρηση, αλλά το SPS που εκφράζει ένα ρεύμα της, έχει αποκτήσει σταθερή εκλογική βάση.
Για να αποκτήσει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις πιέσεις από τη Δύση, ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς θέλησε να προσεγγίσει την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία θεωρείται φιλοευρωπαϊκή. Από τις συναντήσεις αυτές, προέκυψε το ενδεχόμενο, να επαναληφθούν οι δημοτικές εκλογές στο Βελιγράδι, την άνοιξη του 2023. Αποκλείστηκε όμως, κάθε πιθανότητα συμμετοχής της αντιπολίτευσης στη νέα κυβέρνηση, ο σχηματισμός της οποίας αναμένεται μέσα στον Αύγουστο.
Βέβαια, η αποδιάρθρωση της αντιπολίτευσης, με την μέχρι σήμερα μορφή της, είναι κάτι στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές. Στις προεδρικές, στις βουλευτικές, αλλά και στις εκλογές του Βελιγραδίου, η βασική πολιτική ιδέα της αντιπολίτευσης ηττήθηκε. Δηλαδή, ότι λίγο πολύ θα κάναμε το ίδιο με το SNS, μόνο χωρίς διαφθορά. Η αρνητική της εκστρατεία ηττήθηκε, η πολυετής αδράνειά της τιμωρήθηκε και η ώρα της πληρωμής για την πολιτική του «ώριμου φρούτου» και του μποϊκοτάζ των εκλογών, έφτασε.
Το αντικειμενικό ερώτημα είναι εάν οι της αντιπολίτευσης, έχουν την ικανότητα να επιστρέψουν στο πολιτικό παιχνίδι, μακροπρόθεσμα. Ο συνασπισμός γύρω από τον Τζίλας διαλύθηκε την επομένη των εκλογών - το Λαϊκό Κόμμα του Βουκ Γέρεμιτς ακολούθησε τον δικό του δρόμο, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα, αν και εξακολουθεί να συμμετέχει, προσπαθεί να γίνει μέλος της πράσινης-αριστερής συμμαχίας MORAMO μέσω του Νεμπόισα Ζελένοβιτς.
Προς το παρόν, η αντιπολίτευση που κατέγραψε ποσοστό της τάξης του 14.09% στις βουλευτικές και 18,84% στις προεδρικές εκλογές, παίζει το χαρτί της ευρωπαϊκής πορείας της Σερβίας και της επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία. Μια πολιτική γραμμή που δεν της ανοίγει προσβάσεις στο εκλογικό σώμα.
Προειδοποίηση προς τη Δύση
Πριν από λίγες ημέρες ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, μιλώντας στο κανάλι PINK TV, αναφέρθηκε στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Βούτσιτς προέτρεψε να σταματήσουμε να μιλάμε για το γεγονός ότι συμβαίνει μια τοπική ή περιφερειακή σύγκρουση στην Ουκρανία, καθώς μιλάμε για έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο «όλος ο δυτικός κόσμος βρίσκεται σε πόλεμο με τη Ρωσία μέσω των Ουκρανών».
Από την πλευρά της ΕΕ, αυτό που είπε ο πρόεδρος της Σερβίας αποτελεί φρενήρη ρωσική προπαγάνδα, γιατί η Δύση δεν βρίσκεται σε πόλεμο με τη Ρωσία, αλλά βοηθά μόνο την Ουκρανία να αντέξει την επιθετικότητα.
Γενικά, αυτή η δήλωση σπάει το αφήγημα των Βρυξελλών και, πιθανότατα, θα τις εξοργίσει, ενώ είναι πιθανόν ότι θα πρέπει να πληρώσει ένα κόστος η Σερβία.
Το δεύτερο απόσπασμα είναι αυτό που δημιούργησε μεγαλύτερη αίσθηση. «Ξέρω τι μας περιμένει. Μόλις ο Βλαντιμίρ Πούτιν τελειώσει τις δραστηριότητές του στο Σεβερσκ, το Μπαχμούτ και το Σολεντάρ και αργότερα στη δεύτερη γραμμή Σλαβιάνσκ - Κραματόρσκ - Αβντεέβκα, τότε θα ακολουθήσει η πρότασή του. Αν η Δύση δεν δεχτεί την προσφορά, θα πάμε όλοι στη κόλαση. Φοβάμαι ότι μας περιμένει μια πολύ πιο δύσκολη στρατιωτική σύγκρουση από αυτή τώρα. Ελπίζω ότι δεν θα αναπτυχθεί στα Βαλκάνια. Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να σώσουμε τον σερβικό λαό και τη Σερβία».
O Βούτσιτς μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους ηγέτες που ενδιαφέρονται ειλικρινά να σταματήσει η σύγκρουση, για τα δικά του συμφέροντα.
Η Σερβία είναι από εκείνες τις χώρες που έχουν μόνο απώλειες από όλα όσα συμβαίνουν - τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Είναι εύκολο να φανταστεί κάποιος πόσο πολύ θέλει ο Βούτσιτς να επιστρέψει στη ζώνη άνεσης του - στο να κάθεται σε δύο καρέκλες, κάτι που συνεπάγεται συνεργασία με όλες τις πλευρές του τρέχοντος πολέμου.
Προφητεύοντας την «Κόλαση στη Γη» σε ολόκληρο τον κόσμο, φαίνεται να έχει δύο στόχους. Από τη μία πλευρά, προσπαθεί να προβληματίσει την ΕΕ και να κάνει τη θέση της πιο συμβιβαστική για τη Ρωσία, άρα και για τη Σερβία. Ο ίδιος δεν πρέπει πιστεύει ιδιαίτερα στην επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, αλλά το δοκιμάζει επειδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο Βούτσιτς αντιμετωπίζεται ως άτομο με το οποίο ο Πούτιν μπορεί να είσαι ειλικρινής.
Από την άλλη, ο πρόεδρος της Σερβίας προειδοποιεί τους Σέρβους για πτώση του βιοτικού επιπέδου τους στο άμεσο μέλλον. Εκ των προτέρων, προσπαθεί να αφαιρέσει μέρος της ευθύνης από τον εαυτό του, μεταθέτοντάς την στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, ο Βούτσιτς δεν έχει καμία αμφιβολία ότι οι στόχοι της Ρωσίας, επί του πεδίου, θα επιτευχθούν, απελευθερώνοντας, σε αυτή τη φάση, το Ντονμπάς. Μόνο μετά από αυτό θα ανοίξει ένα συγκεκριμένο «παράθυρο ευκαιρίας» για διαπραγματεύσεις και θα τερματιστεί το στρατιωτικό μέρος της σύγκρουσης. Αλλά θα κλείσει γρήγορα λόγω της αναμενόμενης άρνησης της Δύσης για διαπραγματεύσεις.
Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις θα είναι άγνωστες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, οι πιέσεις στη Σερβία θα πολλαπλασιαστούν.