Ο σιδηρόδρομος και η αμυντική βιομηχανία είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα για την συστημική αποτυχία του ελληνικού κρατικού μοντέλου. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν δύο από τους βασικούς πυλώνες για την αλλαγή στην φυσιογνωμία της χώρας.
Για την αποκέντρωση, την παραγωγική οικονομία, και την πολυκεντρική μεταμόρφωση της χώρας, ο σιδηρόδρομος είναι τόσο σημαντικός, όσο και το δίκτυο των νευρώνων σ’ έναν οργανισμό. Σύμφωνα με την γενική διεύθυνση των μεταφορών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Move) «η αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου ενθαρρύνει την ανάπτυξη βιομηχανικών ζωνών, διαμετακομιστικών κόμβων και αγροτικών εξαγωγών –ιδίως για τις περιοχές που βρίσκονται μακριά από μεγάλα λιμάνια ή έχουν κορεσμένο οδικό δίκτυο». Στατιστικά, οι επενδύσεις στον σιδηρόδρομο επιφέρουν τριπλάσιες ή τετραπλάσιες αποδόσεις, ενώ, είναι 3 με 5 φορές ενεργειακά αποδοτικότερος, και έχει 3 με 4 φορές λιγότερα λειτουργικά κόστη.
Αντιλαμβάνεται, κανείς, επομένως τι θα σήμανε για την οικονομία της η σιδηροδρομική διασύνδεση της Δυτικής Ελλάδας. Πόσο διαφορετικά θα ήταν για την αγροτική παραγωγή της Κεντρικής Μακεδονίας, την βιομηχανική της Ανατολικής και τον τουρισμό της Χαλκιδικής αν υπήρχε ένα ολοκληρωμένο δίκτυο· και σε πόσο καλύτερη θέση, επίσης, θα ήταν και το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μιλάμε για μια χώρα που αντιμετώπιζε αδυναμίες απορρόφησης του Ταμείου Ανάκαμψης, όπου, αλλεπάλληλες κυβερνήσεις διαβεβαιώνουν ότι «η περιφερειακή ανάπτυξη είναι πρώτη προτεραιότητα» (αυτό για τους λόγους των πρωθυπουργών στην ΔΕΘ είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη φράση μετά το «κυρίες και κύριοι»).
Παρομοίως για την αμυντική βιομηχανία. Η ανελαστικότητα των αμυντικών αναγκών θα μπορούσε να μεταβληθεί από γάγγραινα του προϋπολογισμού σε ευκαιρία. Όχι προς την κατεύθυνση των «νοσοκομείων αντί Ραφάλ» που συνήθως θέτει η αριστερά, λες και η προάσπιση της κυριαρχίας μιας χώρας δεν είναι το υπέρτατο συλλογικό της αγαθό. Αλλά ως μοχλός ευρύτερης και βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, ακριβώς διότι –όπως μας δείχνει το παράδειγμα της Τσεχίας, ή του Ισραήλ– η αμυντική βιομηχανία είναι πολλαπλασιαστής (σε σχέση 1:2.5) της παραγωγής ή της καινοτομίας εν γένει. Κι εδώ, «οι περιοχές που φιλοξενούν συστάδες της αμυντικής βιομηχανίας τείνουν να αναπτύξουν και οικοσυστήματα υψηλής τεχνολογίας: ειδικευμένους προμηθευτές, κέντρα έρευνας, και δεξαμενές υψηλής ειδίκευσης με πολλαπλές ωφέλειες για την ευρύτερη οικονομία».
Το θεαματικό με την ελληνική περίπτωση, όπου τα τελευταία χρόνια, υπάρχει όντως μια αξιόλογη ανάπτυξη παραγωγικών εταιριών στους κλάδους της άμυνας, είναι ότι αυτή συντελείται ανεξάρτητα από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, σε απευθείας σχέση με τις αμερικανικές ή τις ευρωπαϊκές. Το γιατί το γνωρίζουν πολύ καλά όλες οι παραγωγικές εταιρείες όχι μόνον του κλάδου της άμυνας: είναι δυστυχής εξέλιξη να μπλέξει μια εύρωστη και δυναμική εταιρεία σε συμβόλαια με το ελληνικό κράτος διότι καθηλώνεται. Γι’ αυτό και συνήθως οι εργολάβοι του ελληνικού δημοσίου είναι κυρίως μεταπράτες.
Υπό μια έννοια, βέβαια, ο σιδηροδρόμος και η αμυντική βιομηχανία διατήρησαν –έστω και με παράδοξο και αρνητικό τρόπο την κεντρικότητά τους και στο μοντέλο που ακολούθησε η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο σιδηρόδρομος ήταν ένα ιδανικό εργαστήριο για το τι σημαίνει ”κράτος των κομμάτων”, κοινωνικοποιημένη διαφθορά και καθετοποιημένα πολιτικά καρτέλ του δημοσίου –και βέβαια η τραγωδία των Τεμπών υπήρξε το «Τσερνομπίλ» του συστήματος αυτού. Αντίθετα, τα εξοπλιστικά προγράμματα ήταν υπόδειγμα διαφθοράς στα ”στρατηγικά υψώματα” του κράτους.
Εδώ έχει ενδιαφέρον να κάνουμε έναν παραλληλισμό: στα χρόνια που η Τουρκία έθετε τις βάσεις ώστε σήμερα το Μπαϊρακτάρ να αποτελεί σήμα κατατεθέν της πολεμικής βιομηχανίας και των εξαγωγικών της προοπτικών, η Ελλάδα κλονιζόταν από την υπόθεση Τσοχατζόπουλου.
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, επομένως, ως προς αυτό που λέμε εκσυγχρονισμός, αποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους, δυνατότητα να αναπτύσσει στρατηγικές κατευθύνσεις, είναι εμφανές. Καμία πολιτική δύναμη δε, δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει –κι αυτό φαίνεται τώρα και στην εικόνα που δίνουν οι δημοσκοπήσεις. Κυριαρχεί η κονιορτοποίηση του πολιτικού σκηνικού, η προοπτική της ακυβερνησίας. Κι αυτό παρά τις αυτάρεσκες εξαγγελίες των προηγούμενων χρόνων ότι «τα δύσκολα βρίσκονται πίσω μας».