Δύο εύλογα ερωτήματα πρώτου επιπέδου μετά το δημοψήφισμα είναι, «αφού η συμφωνία αυτή ξεπουλά τη Μακεδονία μας, γιατί η πλειονότητα των γειτόνων μας δεν πήγε να ψηφίσει «ναι» σε αυτή τη συμφωνία που τους παραχωρεί αυτό που τόσο επιθυμούν;» και “εφόσον ήταν καταφανώς κατά της συμφωνίας γιατί δεν πήγαν να ψηφίσουν ένα μεγαλόπρεπο «όχι;» Ρηχά και υπεραπλουστευμένα θα πουν κάποιοι αναλυτές. Και μάλλον θα έχουν δίκιο. Μετά από τόσους μήνες εσωτερικής αντιπαράθεσης, μέσα από απόψεις και αναλύσεις εμπεριστατωμένες και μη, αρκετές ύβρεις και φυσιολογική καχυποψία γύρω από τα αγκάθια της ταυτότητας και της γλώσσας, νομίζω είμαστε σε θέση να κάνουμε έστω και υποθέσεις.
Αυτή η συμφωνία είναι μία αρκετά ισορροπημένη συμφωνία με αμοιβαίους συμβιβασμούς και αυτό γίνεται σαφές από το ότι η πλειονότητα (όχι συντριπτική) των δυο λαών δεν την ασπάζεται. Δεν την ασπάζεται γιατί όντως είναι μία συμφωνία που κάτι παίρνει και κάτι δίνει στον καθένα. Είναι μία συμφωνία που είναι προς το συμφέρον της ΠΓΔΜ αλλά και όχι καταστροφική γι εμάς όπως συχνά αποκαλείται, αλλά ένα μεγάλο μέρος του λαού της δεν μπορεί να το δει εξαιτίας της τυφλότητας που τον διακρίνει. Τυφλότητας που απλόχερα δημιούργησαν οι υπερπατριώτες της χώρας αυτής.
Η επιλογή παρ’ όλα αυτά της αποχής από μέρους τους θεωρώ ότι ίσως κρύβει μια μεταστροφή. Ποια είναι αυτή; Τη συμφωνία μάλλον έχουν αρχίσει να τη βλέπουν με άλλο μάτι, αυτό που δεν τους αρέσει όμως είναι ότι τη σύναψε ο Ζάεφ. Με το να την αποδεχτούν του δίνουν ένα τεράστιο πολιτικό έρεισμα, μειώνοντας την ισχύ του χρόνιου αφηγήματος τους, στο οποίο στήριξαν όλη τους την καριέρα. Κάτι τέτοιο γι αυτούς, μάλλον δεν είναι και τόσο καλό για το μέλλον, εξ ου και η αποχή. Αν ο Ζάεφ βγει νικητής από αυτή τη σκληρή δοκιμασία που αγγίζει τα όρια της πολιτικής του επιβίωσης, τότε το μέλλον του προδιαγράφεται ευοίωνο.
Το πώς φτάσαμε στο σημείο τώρα εμείς να διαπραγματευόμαστε Μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα με νότιους Σλάβους είναι μία άλλη υπόθεση που γι αυτή οφείλουν να μιλήσουν και οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας μας τα τελευταία 30 χρόνια και κυρίως να δικαιολογήσουν την ατολμία τους, γιατί περί αυτού πρόκειται, πέρα από την κυριαρχία του VMRO που αποτελεί καλή δικαιολογία. Σε άλλη βάση, λίγο καλύτερη, θα μιλούσαμε αν επιχειρούσαμε συμφωνία πριν 25 χρόνια πχ και σε άλλη τώρα που ο ψευδομακεδονισμός έχει γίνει ιδεολόγημα πρώτης γραμμής στις ψυχές των Σκοπιανών. Για να είμαστε δίκαιοι όμως το πρόβλημα εδράζεται κυρίως στη φύση του εθνικισμού που παραβιάζει βασικές ιστορικές αλήθειες προς όφελος της σκοπιμότητας. Αλλά ο εθνικισμός αυτό το κάνει πάντα. Το πόσο θα επηρεάσει το λαό σου αυτό το καθορίζεις εσύ.
Αυτή η ισχυρή πια αντίληψη περί μακεδονισμού στη ΠΓΔΜ προσμετρήθηκε σοβαρά στη διπλωματική ζυγαριά στην οποία κλήθηκαν βεβιασμένα να ισορροπήσουν οι διαπραγματευόμενοι. Τώρα πια δεν μπορεί να τους πείσει ο οποιοσδήποτε πρωθυπουργός με την ίδια ευκολία να δεχτούν θεμελιώδεις υποχωρήσεις σε ένα ζήτημα που θεωρούν ύψιστης σημασίας. Η διαπραγματευτική μας θέση έχασε έδαφος μετά από τόσα χρόνια. Οι γεωπολιτικοί αναλυτές το γνωρίζουν καλά πιστεύω αυτό. Όπως το γνωρίζουν καλά και αυτοί που πιέζουν για τη συμφωνία.
Ναι κατανοούμε καλά πως η επίλυση βασίζεται κυρίως σε ξένα βιαστικά συμφέροντα και όχι σε ειλικρινή θέληση των δυο πλευρών, βασίζεται σε πιέσεις του Αμερικανικού παράγοντα κτλ κτλ. Αληθές και σεβαστό σαν επιχείρημα όταν προέρχεται από χείλη που δεν χρησιμοποιούν τον ξένο παράγοντα ανάλογα με το συμφέρον τους. Ο Αμερικανικός παράγοντας κατοικοεδρεύει στη χώρα πολλά χρόνια τώρα. Γιατί τώρα κάποιοι «ανακάλυψαν» και την κακή του επιρροή;
Το έχω πει και στο παρελθόν…
Τι είναι πιο εύκολο, να κατασκευάσεις ένα μεγάλο άγαλμα και να ονομάσεις ένα αεροδρόμιο ή να μειώσεις την ανεργία και την πνευματική υπανάπτυξη του λαού σου; Το πρώτο τον χειραγωγεί, το δεύτερο τον απελευθερώνει ως ένα βαθμό. Η χειραγώγηση της ιστορίας είναι ένα καλό όπλο για το πρώτο.
Οι «πατριώτες» των Σκοπίων θα αργήσουν και ίσως και μην «καταλάβουν», (φυσικά και καταλαβαίνουν τη σκοπιμότητα), ποτέ το κακό που έκαναν στο λαό τους. Κακό που κυρίως έχει να κάνει με την εχθρική εξωτερική νοοτροπία και τον αποπροσανατολισμό από τα πραγματικά τους προβλήματα, παρά με την απώλεια των Ευρωπαϊκών κεφαλαίων και της αφερέγγυας νατοϊκής «ομπρέλας» που ανοίγει πιο συχνά απ’ ότι κλείνει. Όχι πως αυτά δεν εξασφαλίζουν μια κάποια ασφάλεια για χώρες τέτοιους μεγέθους βέβαια. Γενικά είναι πολύ νωρίς για οποιαδήποτε γεωπολιτική πρόβλεψη ετούτη τη στιγμή. Όλα είναι ανοιχτά.
Τώρα θα αναρωτηθεί κάποιος «τι σε νοιάζει εσένα για το μέλλον της μικρής αυτής χώρας; Ας διαμελιστεί, ας καταστραφεί». Αλήθεια μας συμφέρει να γίνει αυτό; Αναρωτιέμαι τι θα γίνει στην εξαιρετικά ακραία περίπτωση που διαμελιστεί αυτή η χώρα; Θα μας την παραχωρήσουν μήπως οι σύμμαχοι όπως θα μας παραχωρήσει ο Πούτιν την Κων/πολη όταν την καταλάβει κατά τον αστικό μύθο; Ή θα μοιραστεί σε άλλους; Και αν ναι σε ποιους; Στους Αλβανούς, στους Βούλγαρους, στους Σέρβους; Πού; Μας συμφέρει κάτι τέτοιο ειδικά για τους πρώτους; Δε νομίζω ότι θα συμβεί αυτό όμως.
Επίσης… Μας συμφέρει οι Σκοπιανοί και οι Αλβανοί να προτιμήσουν τα χρήματα και την επιρροή της Ευρωπαϊκής ένωσης (ακόμα και της τωρινής) ή της Τουρκίας έμμεσα; Που παρά τη φαινομενικά αδύναμη τωρινή θέση της, ξέρει καλά να επιβιώνει και να ελίσσεται μέσα από τα ξένα συμφέροντα, κι αυτό γιατί συχνά παραβιάζει βασικούς κανόνες του παιχνιδιού; Όποιος το κάνει αυτό διαχρονικά έχει πάντα πλεονέκτημα.
Όλα αυτά βέβαια είναι σεναριακά ερωτήματα, ίσως και ακραία για την εξέλιξη της ιστορίας αυτής, ειδικά τα περί διαμελισμού. Οι εθνικισμοί στις μέρες μας είναι πιο πολύ λεκτικοί, επιδειξιομανείς και γηπεδικοί παρά ουσιαστικοί, ειδικά για κράτη όπως η Αλβανία και η ΠΓΔΜ στα οποία ο εθνικισμός λειτουργεί πιο πολύ σαν πολιτικό όπλο χειραγώγησης στο εσωτερικό, παρά εκφοβισμού στο εξωτερικό.
Με αυτή τη χρόνια εκστρατεία παραχάραξης της ιστορικής αλήθειας, μέρος των Σκοπιανών πολιτικών τον στόχο τους τον πέτυχαν και αυτός δεν ήταν να θεωρούνται απόγονοι του Φίλιππου Β’ και του μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά να νομιμοποιήσουν το κράτος τους χωροταξικά και συνειδησιακά στα Βαλκάνια και να χειραγωγήσουν το ποίμνιό τους. Σε αυτή τη βάση και στη βάση των Αμερικανικών συμφερόντων πιστεύω πως δεν θα τους πειράξει κανείς, γι αυτό μην κάνουμε όνειρα.
Είναι αλήθεια πως η συμφωνία αυτή δεν εξαλείφει ούτε τον αλυτρωτισμό ούτε τον ψευδομακεδονισμό. Καμία συμφωνία όμως δεν πρόκειται να ξεριζώσει μονομιάς τις ρίζες ενός τέτοιου φαινομένου. Ακόμα και η πιο ταπεινωτική γι αυτούς, που είναι και το ουτοπικό όνειρό μας. Ο μόνος τρόπος αλλά και ο πιο δύσκολος και χρονοβόρος για να εξαλειφθεί, είναι η αληθινή ιστορική γνώση και η εξέλιξη των γενεών. Οτιδήποτε άλλο θα είναι ημίμετρο. Με ή χωρίς συμφωνία αυτό δεν αλλάζει. Η ταυτότητα και η γλώσσα αποτελούν πράγματι εμπόδια προς την κατεύθυνση της ιστορικής αλήθειας και όσοι το επισημαίνουν έχουν δίκιο. Δυστυχώς όμως το ιδεώδες σπάνια είναι εφικτό. Αν μπούμε στη θέση τους θα καταλάβουμε ότι η αλλαγή συνταγματικής ονομασίας και η τροποποίηση άρθρων του συντάγματος είναι εξίσου επίπονο γεγονός.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όπου φώλιασε ο αλυτρωτισμός και ο εθνικισμός μόνο ύπνωση προκάλεσε στις κοινωνίες και μόνο συγκρούσεις στους λαούς κατά το παρελθόν. Τα Βαλκάνια το ξέρουν πολύ καλά αυτό. Πάντα ήταν μια περιοχή εξαιρετικά εύφλεκτη ως προς τα ιστορικά-αλυτρωτικά πάθη και αυτό έδινε τη δυνατότητα στους μεγάλους να τα εκμεταλλεύονται προς όφελός τους. Η διαφορά με το σήμερα όμως είναι πως το πληκτρολόγιο του υπολογιστή, είναι ένα καλό μέσο εκτόνωσης που δίνει φωνή στους ανθρώπους. Είναι κι αυτό μια τεχνολογική κατάκτηση που εξομαλύνει κάπως τα πράγματα από τη μία όψη. Από την άλλη μας κάνει πιο ευάλωτους στην παραπληροφόρηση.
Αυτή η συμφωνία δεν άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές του υγιούς πατριωτισμού των δύο λαών, αλλά τα ένστικτά που γεννήθηκαν μέσα από τη κραυγαλέα ανιστόρητη εικόνα που έχουν για την καταγωγή τους οι Σλάβοι γείτονές μας και την εξιδανικευμένη και ωραιοποιημένη που έχουμε εμείς οι Έλληνες για την ιστορία μας.
Υ.Γ: Δεν θεωρώ όλους όσους δεν ασπάζονται τη συμφωνία εθνικιστές πατριδοκάπηλους κτλ. Ας το ξεκαθαρίζουμε αυτό. Κάποιοι τη θεωρούν επιζήμια με επιχειρήματα και κάποιοι άλλοι με φτηνές δικαιολογίες και λεονταρισμούς πληκτρολογίου. Καθένας ξέρει που ανήκει νομίζω. Και κάτι ακόμα. Πρέπει να αποφασίσουμε κάποια στιγμή αν τον ξένο παράγοντα τον θέλουμε στη ζωή μας ή όχι γιατί κατά παραγγελία, δεν γίνεται αποδεδειγμένα ιστορικά. Αν όχι, είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε το τίμημα της “ελευθερίας”; Αν ναι είμαστε έτοιμοι να προσαρμοστούμε στα ρεύματα του, εξασφαλίζοντας όσα περισσότερα μπορούμε από αυτή τη σχέση;