“Μα τι συμβαίνει επιτέλους στη Βρετανία;” είναι μια ερώτηση που μου απευθύνουν συχνά όσοι συναντώ όταν επισκέπτομαι την Ελλάδα. Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο για τις 12 Δεκέμβριου μας δίνει την ευκαιρία να συνοψίσουμε τι έχει συμβεί σε αυτή την ατελείωτη κρίση του Brexit και να δούμε ενδεχομένως πως αντικατοπτρίζει πολιτικά δρώμενα στο εσωτερικό ελληνικό σκηνικό.
Στην Αγγλία (κυρίως αλλά και γενικότερα στις άλλες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου) υπήρχε πάντα ένας υποβόσκων ευρω-σκεπτικισμός. Ένα τμήμα της αγγλικής πολιτικής και της ευρύτερης κοινωνίας έβλεπε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ως μια αντανάκλαση της απώλειας της αυτοκρατορίας και μιας ταπεινωτικής πραγματικότητας που προέκυψε μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 70. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως εκφράστηκε με την συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 έδωσε νέα δυναμική σε αυτές τις τάσεις και αποτέλεσε τον καταλύτη για τη δημιουργία ενός μοντέρνου αντιευρωπαϊκού ρεύματος με ιδεολογικές βάσεις. Σκεφτείτε για παράδειγμα την ιδεολογική και σταθερά αντιευρωπαϊκή στάση του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Ένα τμήμα των ψηφοφόρων πάντα θα εκφράσει αντίδραση σε υπερεθνικά σχήματα. Το ερώτημα είναι πως αυτό το τμήμα διογκώνεται ώστε να γίνει κριτής της πορείας ενός κράτους.
Ο ευρω-σκεπτικισμος της Αγγλίας βρήκε γόνιμο έδαφος στα δεξιά κόμματα, παρότι υπήρχε εμπεδωμένος και στο εργατικό κόμμα. Η σύγκλιση του πολικού βάρους προς το κέντρο με τις κυβερνήσεις του Μπλερ και η αδυναμία του παραδοσιακού συντηρητικού κόμματος να διαφοροποιηθεί άνοιξε ένα κενό στην δεξιά πλευρά της πολιτικής το οποίο καλύφθηκε από ευρω-σκεπτικιστές. Ο ευρω-σκεπτικισμός έγινε η αποδεκτή έκφραση μιας ρατσιστικής ρεβανσιστικής άκρας δεξιάς. Μια γενική αδιαφορία προς την πολιτική και η ιδέα ότι ”όλοι είναι οι ίδιοι” έσπρωξε μια μερίδα του πληθυσμού και μια γενιά ακτιβιστών, λαϊκιστών και καιροσκόπων στον αγώνα κατά της Ευρώπης. Η επέκταση της ένωσης στα ανατολικά και ο μεγάλος αριθμός οικονομικών μεταναστών προς τη Βρετανία (κυρίως από εκεί αλλά και από την παλιά Ευρώπη στα χρόνια της κρίσης) έστρεψε ένα τμήμα του πληθυσμού προς την ξενοφοβία σε αντίθεση με την θετική (οικονομικά και κοινωνικά) επίπτωση αυτής της μετακίνησης.
Η δυναμική αυτή επιταχύνθηκε μετά την οικονομική κρίση του 2008. Το εργατικό κόμμα τιμωρήθηκε για την οικονομική κατάρρευση. Το συντηρητικό, που έγινε κυβέρνηση, αντέδρασε με ένα ιδεολογικό πόλεμο κατά του πληθυσμού μέσω μιας ακατάσχετης λιτότητας που έβλαψε καίρια τα μικρότερα εισοδήματα και τους πιο αδύναμους. Η ειρωνεία της πολιτικής αυτής είναι ότι οι ψηφοφόροι συνέχισαν να τιμωρούν το κόμμα που (όπως λέγεται για το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα) τους έδωσε να φάνε και υποστήριξε ξανά και ξανά τους συντηρητικούς που διεξήγαν ένα πόλεμο κατά της κοινωνίας με στόχο μια υποτιθέμενη οικονομική ανασύσταση. Η αντίδραση και η απογοήτευση εκφράστηκαν όχι με στροφή προς την αριστερά (έστω και την ακραία) όπως έγινε στην Ελλάδα το 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με την υποστήριξη στα προσωποπαγή αντι-ευρωπαϊκά κομματίδια του Φάρατζ.
Υπό την πίεση αυτή, το 2015 ο τότε πρωθυπουργός Κάμερον αποφάσισε να καυτηριάσει την πληγή για να σταματήσει την αιμορραγία, δηλαδή τη φυγή των κάποτε ψηφοφόρων του προς τα δεξιά και ο τρόπος για να το κάνει αυτό ήταν να υποσχεθεί ότι θα προχωρήσει στη διενέργεια δημοψηφίσματος. Ωστόσο όχι μόνο δεν περίμενε η κυβερνητική ομάδα εκείνης της εποχής να επανεκλεγεί το 2015, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περίμενε κανείς το δημοψήφισμα του 2016 να καταλήξει σε επιλογή εξόδου. Κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει με σιγουριά ότι ο συνδυασμός δεκαετιών προπαγάνδας (ενδεχομένως και ξένης επέμβασης), οικονομικής κρίσης και αηδίας με ένα αδιάφορο προς τον λαό σύστημα εξουσίας θα οδηγούσε εκεί. Ξανά, όπως και στην Ελλάδα του δημοψηφίσματος, όταν ένας πιεσμένος λαός αποκτά την δυνατότητα να απορρίψει κάτι, το καταδικάζει, ανεξαρτήτως ερωτήματος. Η διαφορά υπέρ του Brexit ήταν φυσικά μικρή, αλλά η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να εφαρμόσει το όποιο αποτέλεσμα αυτού του κατά τα αλλά διερευνητικού (και όχι δεσμευτικού) δημοψηφίσματος.
Το τι συνέβη μετά το 2016 είναι το πραγματικά ενδιαφέρον κομμάτι αυτής της μακράς ιστορίας. Αν και ήταν γνωστό ότι οι συντηρητικοί δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όλοι περίμεναν μια πιο κομψή ”κωλοτούμπα”. Η νέα πρωθυπουργός, η Τερέζα Μέι, θα μπορούσε να αποφασίσει να βγάλει τη χώρα από τους πολιτικούς θεσμούς της ένωσης, αλλά να παραμείνει στους οικονομικούς (την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση) υιοθετώντας μια σχέση με την ΕΕ σαν αυτή της Νορβηγίας, με μικρές οικονομικές επιπτώσεις. Καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού (και των πολιτικών των ίδιων) δεν είχαν ιδέα πως λειτουργεί η ΕΕ και από τι αποτελείται, θα μπορούσε τότε η Μέι να κηρύξει νίκη, να επιτύχει το Brexit και να σαρώσει σε εκλογές. Το ότι αυτό δεν έγινε αποκαλύπτει πολλά για την ποιότητα του καθεστώτος των συντηρητικών και την ιδεοληψία των κορυφαίων στελεχών τους. Η κ. Μέι, μανιώδης εχθρός των ευρωπαϊκών θεσμών (κυρίως του δικαστηρίου) με κίνητρο τη ξενοφοβία, ζήτησε μια πολύ σκληρή μορφή του Brexit η οποία θα είχε καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Και καθώς ήταν στο χέρι της κυβέρνησης να αποφασίσει τι θέλει να κάνει, αυτή η καταστροφή θα είχε επιτευχθεί αν δεν είχε ναυαγήσει στο θέμα της βορείου Ιρλανδίας.
Η περιοχή αυτή, σαν την Κύπρο, είναι χωρισμένη ανάμεσα σε δύο κοινότητες με βαθύ ιστορικό βίας. Για νομικούς και πολιτικούς λόγους καμία κοινότητα της επαρχίας δεν μπορεί να δεχθεί ξανά συνοριακούς ελέγχους. Για την ΕΕ αυτό το θέμα έγινε προτεραιότητα. Αυτό που ζήτησε η κυβέρνηση της Μέι δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την επιβολή και πάλι συνόρων στην Ιρλανδία. Γι’ αυτό και η Μέι εντέλει διάλεξε να υποχωρήσει και να αποδεχθεί προσωρινή παραμονή ολόκληρης της χώρας στην τελωνειακή ένωση. Καθώς όμως αυτό δεν ήταν ”πλήρες” Brexit απορρίφθηκε από τους αντιευρωπαϊστές και τον λαϊκιστή καιροσκόπο Τζόνσον, που άδραξε την ευκαιρία να καταλάβει την πρωθυπουργία. Η πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει με τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις (κάτι που ανακάλυψε και η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση) και ο Τζόνσον βάλτωσε στα ίδια νερά που βύθισαν την Μέι. Μια λύση είναι οι πρόωρες εκλογές που αναγγέλθηκαν για τον Δεκέμβριο. Η λύση όμως είναι για τον Τζόνσον, όχι για την χώρα, καθώς τα δεδομένα δεν αλλάζουν, καθώς αν επανεκλεγεί, και ο αντίπαλός του ο Κόρμπιν (γνωστός ως ο Λαφαζάνης της Αγγλίας) είναι γνωστό ότι σκοπεύει να ξεκινήσει και πάλι τη διαπραγμάτευση για το Brexit. Όποιος και αν κερδίσει, η σαχλή πορεία προς την αυτοκαταστροφή θα συνεχιστεί ανελέητη.