Πριν δεχτεί την δολοφονική επίθεση την Παρασκευή, ο Σίνζο Αμπε, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, μιλούσε σε μια προεκλογική εκδήλωση στη Νάρα, καλώντας τους ψηφοφόρους να υποστηρίξουν το κόμμα του στις κοινοβουλευτικές εκλογές την Κυριακή.
Ηταν μια από τις χιλιάδες παρόμοιες ομιλίες που πραγματοποιούνταν σε όλη τη χώρα καθώς οι ψηφοφόροι ετοιμάζονταν να πάνε στις κάλπες σε μια ασυνήθιστη προεκλογική περίοδο.
Το μεγάλο ερώτημα που αιωρούταν δεν ήταν αν θα επέστρεφε στην εξουσία, αλλά με ποιο τίμημα.
Ο Αμπε παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία το 2020, εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού. Ωστόσο, παρέμεινε ένας από τους πιο αποτελεσματικούς πολιτικούς, κινώντας τα νήματα στην εξουσία μέσω της μεγάλης επιρροής του στα μέλη του κόμματός του. Ηλπιζε ότι μια συντριπτική νίκη του LDP θα του επέτρεπε να σημειώσει πρόοδο σε μια από τις πιο αγαπημένες πολιτικές του φιλοδοξίες: την αναθεώρηση του ειρηνιστικού Συντάγματος της Ιαπωνίας για να επιτρέψει στη χώρα να έχει έναν μόνιμο στρατό.
Οταν ο Αμπε, ανακοίνωσε την παραίτησή του στα τέλη του 2020, έβαλε τέλος σε μια θητεία στην οποία επιδίωξε -με ανάμεικτα αποτελέσματα- μια συντηρητική ατζέντα για την αποκατάσταση της οικονομίας, της στρατιωτικής και εθνικής υπερηφάνειας της χώρας.
Ο Αμπε, εγγονός πρωθυπουργού, εξελέγη αρχικά στο κοινοβούλιο το 1993 μετά το θάνατο του πατέρα του, πρώην υπουργού Εξωτερικών.
Η φήμη του εκτοξεύτηκε λόγω της σκληρής στάσης που υιοθέτησε απέναντι στην απρόβλεπτη γειτονική Βόρεια Κορέα σε μια διαμάχη σχετικά με Ιάπωνες πολίτες που απήγαγε η Πιονγκγιάνγκ πριν από δεκαετίες.
Υπηρέτησε ως πρωθυπουργός για πρώτη φορά το 2006, γεγονός που τον κατέστησε τον νεότερο πρωθυπουργό της χώρας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. αλλά παραιτήθηκε μετά από μια χρονιά στην εξουσία που αμαυρώθηκε από σκάνδαλα.
Εγινε πάλι ηγέτης της χώρας το 2012, υποσχόμενος να διορθώσει την μαστιζόμενη οικονομία της και να πετύχει το εθνικό του όραμα: να τροποποιήσει το Σύνταγμα της Ιαπωνίας για να επιτρέψει έναν πλήρη στρατό.
Αν και ο Αμπε προσπάθησε να βελτιώσει τους δεσμούς με την Κίνα και τη Νότια Κορέα, όπου οι πικρές αναμνήσεις από τον καιρό του πολέμου παραμένουν βαθιές, εξόργισε και τους δύο γείτονες το 2013 επισκεπτόμενος το Ναό Yasukuni του Τόκιο, που θεωρείται από το Πεκίνο και τη Σεούλ ως σύμβολο του παρελθόντος μιλιταρισμού της Ιαπωνίας.
Εμεινε περισσότερο γνωστός για την αποκαλούμενη πολιτική του «Abenomics», με τολμηρή νομισματική χαλάρωση και δημοσιονομικές δαπάνες.
Ενίσχυσε επίσης τις αμυντικές δαπάνες μετά από χρόνια παρακμής και επέκτεινε την ικανότητα του στρατού να προβάλλει την ισχύ του στο εξωτερικό.
Σε μια ιστορική αλλαγή το 2014, η κυβέρνησή του ερμήνευσε εκ νέου το μεταπολεμικό, ειρηνιστικό σύνταγμα ώστε να επιτρέψει στα στρατεύματα να πολεμήσουν στο εξωτερικό για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το επόμενο έτος, η νομοθεσία του τερμάτισε την απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος συλλογικής αυτοάμυνας ή υπεράσπισης μιας φιλικής χώρας που δεχόταν επίθεση.
Ο Αμπε, ωστόσο, δεν πέτυχε τον μακροχρόνιο στόχο του να αναθεωρήσει το σύνταγμα που συνέταξαν οι ΗΠΑ γράφοντας τις «Δυνάμεις Αυτοάμυνας», όπως είναι γνωστός ο στρατός της Ιαπωνίας, στο ειρηνιστικό Αρθρο 9.
Συνέβαλε καθοριστικά στη ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2020 από το Τόκιο, οι οποίοι αναβλήθηκαν κατά ένα χρόνο για το 2021 λόγω της πανδημίας COVID-19.
Αφού υπηρέτησε για σχεδόν οκτώ χρόνια στο αξίωμα, γνωστοποίησε ότι ένα πρόβλημα με την υγεία του - μια υποτροπή μιας ασθένειας του εντέρου που είχε συμβάλει στην προηγούμενη αποχώρησή του το 2007 - τον οδήγησε στην παραίτηση.
Ο άλλοτε δημοφιλής ηγέτης, ωστόσο, είχε δει τη δημοτικότητά του να πέφτει με τον ιαπωνικό λαό να τον επικρίνει για τον χειρισμό της επιδημίας του κορονοϊού στη χώρα και την υποστήριξή του σε ένα συλληφθέν μέλος του κόμματός του.
(με πληροφορίες από New York Times, Reuters)