Όσο περνούν οι εβδομάδες, τόσο πιο αστείες γίνονται οι νέες αποκαλύψεις για την υπόθεση των υποκλοπών. Από την πρώτη κιόλας στιγμή η υπόθεση φαινόταν ότι «μπάζει», όμως όσο περνά ο καιρός μοιάσει όλο και περισσότερο με κακογραμμένο sequel.
Ο πολιτικός διάλογος και η σχετική επιχειρηματολογία παρουσίαζαν -και συνεχίζουν να παρουσιάζουν- ένα τεράστιο και απογοητευτικό έλλειμμα συνοχής και συνεκτικότητας, παραβιάζοντας στοιχειώδεις κανόνες λογικής, με τρόπο -σχεδόν- ενοχλητικό.
Μικρή σημασία έχουν όλα αυτά, βέβαια, γιατί μιλάμε για μια υπόθεση που εξυπηρετεί μια χαρά τους σκοπούς της, και «αξίζουν πολλά μπράβο» στους ενορχηστρωτές. Ή και όχι.
Αναλόγως τη σκοπιά και το πλαίσιο που θα το δει κανείς. Από τη σκοπιά της στρατηγικής επικοινωνίας, της προπαγάνδας και της χειραγώγησης οι ενορχηστρωτές παίρνουν καλό βαθμό. Από τη σκοπιά της ηθικής και της ορθής λειτουργίας της Δημοκρατίας, όμως...
«Τα Μέσα δε μας λένε τι να σκεφτούμε, αλλά σχετικά με τι να σκεφτόμαστε».
Σε αυτή την ιδέα βασίζεται το όλο εγχείρημα. Οι προσπάθειες χειραγώγησης της θεματολογίας των ΜΜΕ (agenda-setting), συνιστά ένα πολύ «καλό» σχέδιο δράσης και η στρατηγική κινητοποίησης σκανδάλων είναι μια εξαιρετική επιλογή για την υλοποίηση του σχεδίου.
Κάτι τέτοιο, επιλέγεται από τον διεκδικητή της εξουσίας που έπεται στις δημοσκοπήσεις και υπολείπεται σε σοβαρό πολιτικό πρόγραμμα και σε απόθεμα θετικού πρότερου κυβερνητικού έργου. Η σκανδαλολογία, είτε με τη μορφή ανάδειξης πραγματικών σκανδάλων, είτε με τη μορφή «σεναριογραφίας σκανδάλων» είναι μεταξύ άλλων μία συνηθισμένη, εύκολη και αρκετά αποτελεσματική έξοδος διαφυγής από το πολιτικό τέλμα.
Στόχος είναι να συσπειρώσει τους «θερμούς» ψηφοφόρους και -ει δυνατόν- να αποσυσπειρώσει τον αντίπαλο σπέρνοντας την αμφιβολία. Στόχος, επίσης, είναι να στερήσει από τον αντίπαλο ροές «κεντρώων» ή «αναποφάσιστων» ψηφοφόρων με χαμηλή ένταση κομματικών προτιμήσεων, και -γιατί όχι- να τις καρπωθεί ο ίδιος, αφού αντιλαμβάνεται την περιορισμένη επίδραση ή αποδοχή που έχουν οι πολιτικές του θέσεις.
Πρακτικά, τώρα, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία οι λεπτομέρειες και οι αποδείξεις ή τα τεκμήρια του «σκανδάλου». Δεν έχει σημασία να διέπεται από (κοινή) λογική, ούτε καν να πείθει για την εγκυρότητα ή την αλήθεια του. Σημασία έχει να ακούγεται και να λέγεται ότι ένα «μεγάλο σκάνδαλο» σχετίζεται με τον πολιτικό αντίπαλο.
Το θέμα πρέπει να είναι «πιασάρικο», ώστε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των Μέσων, αλλά ταυτόχρονα και περίπλοκο, ώστε να είναι δύσκολη η κριτική αξιολόγηση των πτυχών του από την κοινή γνώμη. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι ο θόρυβος, η δημιουργία εντυπώσεων και η συνεχής αναπαραγωγή του, ακόμη κι αν «ξεχειλώσει».
Εδώ, βέβαια, ξεκινούν οι περιορισμοί. Ένα τέτοιο σχέδιο που βασίζεται στην χειραγώγηση της ατζέντας των Μέσων, οφείλει να λάβει υπόψιν ότι όταν ένα θέμα ξεχειλώσει -όσο «πιασάρικο» κι αν ήταν αρχικά- παύει να «πουλάει» το ίδιο, επομένως το ενδιαφέρον τον Μέσων γι’ αυτό σταδιακά μειώνεται. Παράλληλα, όσο περνά ο καιρός είναι πιθανό η ίδια η πραγματικότητα να φέρει στο προσκήνιο κρίσιμα γεγονότα τα οποία θα οδηγήσουν τα Μέσα να αλλάξουν την ημερήσια διάταξη της θεματολογίας τους.
Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε τώρα, και ήταν αναμενόμενο. Μένει να δούμε αν το σχέδιο ολοκληρώνεται εδώ ή έχει κι επόμενο στάδιο.
Η αποτελεσματικότητα του σχεδίου στην κοινή γνώμη έχει ήδη αρχίσει να καταγράφεται στις διάφορες Δημοσκοπήσεις. Η επιτυχία ή η αποτυχία του, όμως, δεν εξαρτάται τόσο από τις μετρήσεις, αλλά αποτελεί συνάρτηση των αρχικών προσδοκιών και προκαθορισμένων στόχων του επιτελείου, κι αυτό είναι μια εσωτερική υπόθεση.
Αν κάτι είναι βέβαιο, προς το παρόν και με την ως τώρα εικόνα, είναι ότι η επένδυση στο «σκάνδαλο των υποκλοπών» δεν έχει γυρίσει μπούμερανγκ στους ενορχηστρωτές -όπως σε άλλες περιπτώσεις- και ότι έχουν καταφέρει να καπηλευτούν σχεδόν ολοκληρωτικά ένα ισχυρό προεκλογικό αφήγημα, το οποίο δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει ο άμεσα και αποδεδειγμένα εμπλεκόμενος «υπαρξιακός αντίπαλος».