Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στο προσωπικό της βιβλιοθήκης του Κολλεγίου Αθηνών, για τη μέριμνά τους να ενημερώνουν διαρκώς τη συλλογή της, αλλά και για τη συνεχή στήριξη και ευγένειά τους σε μια δύσκολη καθημερινότητα.
Ακούγοντας την πρόσφατη κυβερνητική εξαγγελία για αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, αλλά και παρακολουθώντας τις ποικίλες αντιδράσεις που η εξαγγελία αυτή προκάλεσε στους κύκλους των πλέον ειδικών, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ο χώρος ενός μουσείου είναι ζωτικής σημασίας για τα εκθέματα, αλλά δεν προκαθορίζει τον βαθμό επιτυχίας του θεσμού. Η πρωτοποριακή μορφή δεν κάνει απαραίτητα πρωτοπόρο και το περιεχόμενο. Φυσικά, ο φωτισμός ενός μουσείου, η συντήρηση των εκθεμάτων μέσω του σωστού αερισμού, αλλά και το όλο «στήσιμο» του συνόλου, επιδρούν στον επισκέπτη με συγκεκριμένο τρόπο, όμως είναι ο στόχος της έκθεσης που συγκεκριμενοποιεί αυτόν τον τρόπο. Σημασία για τον εκθέτη έχει το τι θέλει να δείξει, ώστε μετά να διευθετήσει ανάλογα τον χώρο και το περιεχόμενό του.
Άραγε, σε μια εποχή που είναι εξ ορισμού «ανοιχτή», λόγω των γρήγορων μεταφορών και της διαδικτυακής σύνδεσης (μιας «ευκολίας» εξαιρετικά διευρυμένης μετά την πανδημία), ποιος είναι ο ρόλος ενός εθνικού αρχαιολογικού μουσείου; Εντελώς καλόπιστα απαντώντας (και παραμερίζοντας προς στιγμήν τις ποικίλες εκφάνσεις του όρου «έθνος»), υποθέτω πως ένα εθνικό μουσείο σκοπεύει να αναδείξει την εθνική ιδιαιτερότητα, αφού κάθε ανθρώπινο έθνος έχει τον ξεχωριστό του χαρακτήρα, που συντελεί στην πολυχρωμία του κόσμου μας. Λόγω αυτής της στοχοθεσίας, το κύριο μέρος των εκθεμάτων κάθε νεότερου μουσείου προέρχεται από τον «εθνικό χώρο», όπως αυτός ορίζεται από τα σύνορα του κάθε νεότερου «εθνικού κράτους».
Αν και όλοι οι λαοί στη διαχρονία τους ήταν και είναι πολύ πιο κινητικοί από όσο θα ήθελαν τα σύνορα των νεότερων κρατών τους, η περίπτωση των Ελλήνων, διαχρονικά ιδωμένων, ξεχωρίζει. Διότι η κινητικότητα θα τολμούσα να πω ότι ήταν η αιτία της δημιουργίας του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν παθιασμένοι ταξιδευτές. Ο σχεδόν αιωνόβιος πλέον «πατριάρχης» της αρχαιοελληνικής τέχνης John Boardman επιστημονικά περιέγραψε την αφομοιωτικότητα με την οποία οι Έλληνες της Γεωμετρικής εποχής δέχτηκαν ποικιλότατες επιρροές και διέδωσαν δικές τους, ήδη προτού διαμορφώσουν την καλλιτεχνική τους ιδιόλεκτο της κλασικής εποχής. Κι εδώ η ιστορία αρχίζει να μας παίζει τα γνωστά της παιχνίδια. Διότι, αυτή η «τέλεια» κλασική εποχή, ειδικά της Αθήνας, έμελλε να σημαδέψει τις επόμενες γενεές, που πάντα αναφέρονταν σε αυτήν ως σε κάτι ιερό και άφταστο. Ακόμα κι ο Αλέξανδρος, τα λάφυρα της μάχης του Γρανικού στην Αθήνα τα ανέθεσε, προτού αρχίσει τη διείσδυσή του στη βαθιά Ανατολή. Όμως ο Αλέξανδρος είναι που, ενώ παραδοσιακά θεωρείται ότι διέδωσε τον ελληνισμό, κληροδότησε ακριβώς στους ιστορικούς το τεράστιο ζήτημα του «εξελληνισμού» της Ανατολής: διότι, τι ακριβώς υποτίθεται πως είναι «ελληνικό» στην κουλτούρα που αναπτύχθηκε επιτόπια στις κατακτημένες περιοχές, και κατά πόσο οι Έλληνες διευκολύνθηκαν από τις επί αιώνες υφιστάμενες δομές των περιοχών αυτών, για να στερεώσουν τον «ελληνισμό» τους; (βλ. σχετικά: Millar 1987, Moyer 2011). Να, λοιπόν, που, ψάχνοντας να βρούμε την «ιδιοτυπία» των Ελλήνων, καταλήγουμε να βρίσκουμε ως μόνιμο χαρακτηριστικό τους… την πολιτισμική πολυχρωμία τους.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο μας στην Αθήνα έχει το πλεονέκτημα να καλύπτει μια πλατιά χρονολογική και γεωγραφική κλίμακα, από την προϊστορία μέχρι την ύστερη αρχαιότητα και από τη Σικελία μέχρι την Αίγυπτο. Μήπως, πλέον, θα ήταν παραπάνω από ωφέλιμο στην ανοιχτή εποχή μας να προβληθεί μια «ανοιχτή» Ελλάδα, από το Εθνικό Αρχαιολογικό μας Μουσείο; Δεν γνωρίζω τη γεωγραφική προέλευση του μη εκτεθειμένου κατά 90% πλούτου του μουσείου, ωστόσο θεωρώ ότι η γεωγραφική ποικιλότητα θα ήταν ενδεδειγμένος άξονας για την οργάνωση του εκθεσιακού χώρου.
Η γεωγραφική αυτή ποικιλότητα θα μπορούσε στη συνέχεια να αποτελέσει τη βάση ανάδειξης της πνευματικής παραγωγής που είχαν οι εκάστοτε περιοχές ελληνικής παρουσίας. Oι περιοχές με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών, που έλεγε κι ο σοφός Καβάφης… Διότι, αν στην προ-κλασική περίοδο η κεντρομόλος δύναμη επιρροών ήταν πιο μεγάλη για τους Έλληνες, στη μετά Αλέξανδρο περίοδο, υπάρχει μεν η ευρύτερα γνωστή φυγόκεντρος δύναμη επιρροών (βλ. παλαιότερα εγχειρίδια, που μιλούν για τον Αλέξανδρο που διέδωσε «τα φώτα του πολιτισμού»), αλλά υπάρχει εξίσου και η ελάχιστα γνωστή κεντρομόλος δύναμη επιρροών. Στη Βαβυλώνα π.χ. ο Αλέξανδρος βρήκε ένα παλαιότατο ίδρυμα βιβλιοθήκης (του 7ου αι. π.Χ.), το οποίο είναι περισσότερο από πιθανό να αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη συγκρότηση της Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Αλεξάνδρειας (Στάικος, 45-46 και 147).
Η τελευταία παρατήρηση (και ειδικά η κτητική στη φράση βιβλιοθήκη του μουσείου) ανοίγει τη συζήτηση για μια περαιτέρω παράμετρο της μουσειακής λειτουργίας. Μουσείο σημαίνει το κέντρο λατρείας των Μουσών. (Και στην ίδρυση του νεότερου Μουσείου της Αλεξάνδρειας είχε επισημανθεί το πρωταρχικό νόημα του όρου, από τον αείμνηστο Χρήστο Λαμπράκη.) Παράλληλα, λοιπόν, με τη γεωγραφική διαπλάτυνση των οριζόντων του επισκέπτη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, θα ταίριαζε να γίνει ένα άνοιγμα και στη συστηματική γνώση του για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Διατηρώντας τον πρωταρχικό άξονα του γεωγραφικού εύρους, θα μπορούσε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο να γίνει κέντρο έρευνας του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στις μεσογειακές, κατά βάση, περιοχές διάδοσης του ελληνισμού. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή: αν ο στόχος είναι όντως να τονιστεί η ανοιχτότητα του ελληνικού πολιτισμού, δεν θα πρέπει να γίνουν εκπτώσεις προς το … πιο εθνικό. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ως προς την ποσόστωση (ας μου επιτραπεί ο όρος) ελληνικότητας και ξενικ-ότητας που διέκρινε την κάθε περιοχή, σύμφωνα, άλλωστε, με τις μελέτες που έχουν ήδη γίνει διεθνώς για το θέμα (βλ. παραπάνω).
Και δραττόμενη πάλι από την τελευταία μου αναφορά σε διεθνείς μελέτες, θα μπορούσα να οραματιστώ το νέο Αρχαιολογικό μας Μουσείο ως χώρο διεθνούς δι-επιστημονικής συνεργασίας, με βάση τους διάφορους τομείς της ελληνικής αρχαιότητας. Projects συγγραφής βιβλίων και σεμινάρια προώθησής τους θα ήταν η αφορμή ενημέρωσης και συγχρονισμού της έρευνας, που τώρα διεξάγεται μεμονωμένα και χαμηλόφωνα σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν, πιστεύω, η καλύτερη απάντηση-άμυνα στον περιορισμό των αρχαιοελληνικών σπουδών που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες σε Ευρώπη και Αμερική.
Ως ιστορικός της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, και κυρίως ως παιδαγωγός 20ετούς εμπειρίας, έχω συχνά προβληματιστεί για το πώς θα ήταν εφικτό να διδαχθεί με σύγχρονο τρόπο η ελληνική αρχαιότητα στο σύνολό της. Στην εποχή της επικοινωνίας, συνειδητοποίησα ότι μόνο μέσα από την ανάδειξη των καναλιών επικοινωνίας που ανέκαθεν κρατούσαν ανοιχτά οι Έλληνες θα γινόταν ελκυστική αυτή η διδασκαλία. Απέκτησα συνείδηση του γεγονότος ότι η μεσογειακότητα (ας μου επιτραπεί ο όρος) είναι αυτή που προσδίδει την ελληνικότητα στην ελληνική ιστορία.
Βέβαια, ας μη γελιόμαστε, όλες οι παραπάνω προτάσεις και σκέψεις δεν είναι… καρπός μελέτης ενός ενήλικα ούτε προέκυψαν εν μια νυκτί. Ο δεσμός μου με το Αρχαιολογικό Μουσείο, πολύ κοντά στο πατρικό μου σπίτι στην Κυψέλη, είναι κατά κύριο λόγο συναισθηματικός: ακόμα θυμάμαι τις ώρες που περνούσα στο Μουσείο μελετώντας με τη μητέρα μου και αναπαράγοντας ζωγραφικά τις τοιχογραφίες της Θήρας, και συλλαβίζοντας με τον πατέρα μου τις πινακίδες της Γραμμικής Β. (O πατέρας μου, μάλιστα, πρώτος έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό το έργο του J. Chadwick, ο οποίος δίπλα στον M. Ventris είχε αποκρυπτογραφήσει τη Γραμμική Β). Θα ήθελα, λοιπόν, να εξομολογηθώ ότι, καθώς μεγαλώνω κι άλλο (κατ’ ευφημισμόν), εύχομαι να μου δοθεί ξανά η ευκαιρία να γίνω ένα φιλοπερίεργο παιδί, που μελετά την Ελλάδα μέσα σε ένα μουσείο, το Εθνικό της Μουσείο.
***
Δρ. Μαρία - Ζωή Πετροπούλου
Βιβλιογραφία
Boardman, J., The Greeks overseas. Their early colonies and trade, London 19994.
Chadwick, J., Ο μυκηναϊκός κόσμος, μετάφραση-επιμέλεια Κ. Ν. Πετρόπουλος; χαιρετισμός της ελληνικής έκδοσης Ιωάννης Κ. Προμπονάς, Αθήνα 1997.
Millar. F. G. B., “The problem of Hellenistic Syria”, in A. Kuhrt and S. M. Sherwin-White, eds., Hellenism in the East, London 1987, 110-133.
Moyer, Ian S., Egypt and the Limits of Hellenism, Cambridge; New York, 2011.
Στάικος, Κ. Σπ.,Το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια: το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου για ένα καθολικό πνευματικό κέντρο, Αθήνα 2020.
Στην εμβριθή αυτή μελέτη αναλύεται συστηματικά η ιστορία της οργάνωσης του Μουσείου «ως κέντρου πολυθεματικής έρευνας» (120). Η βιβλιοκριτική της Ε. Κονδύλη για το έργο στο περιοδικό Παρνασσός ΝΖ’ (2021), 375-381, αποτελεί σχεδόν μια αυτόνομη επιστημονική πραγματεία, που επεκτείνει χρονικά και θεματικά το έργο του Στάικου.
Χαμηλάκης Γ. – Ρ. Γκρήνμπεργκ, Αρχαιολογία, Έθνος και Φυλή. Αναμέτρηση με το παρελθόν, αποαποικιοποίηση του μέλλοντος στην Ελλάδα και το Ισραήλ, Αθήνα 2022.