Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, τα δύο μικρομεσαία (εδραιωμένα πια ως τέτοια) κόμματα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) συγκέντρωσαν 15% και 13% αντίστοιχα, σε σχέση με το 18% και 12% των περσινών βουλευτικών εκλογών.
Αν ληφθεί υπόψη και το άθροισμα των διασπάσεων του ΣΥΡΙΖΑ (Νέα Αριστερά 2,5% και Κόσμος 1%), η ευρύτερη Κεντροαριστερά φαίνεται να παραμένει στα ίδια περίπου επίπεδα του 30%, χωρίς προοπτική να κινητοποιήσει την κοινωνία απέναντι σε ενα αφήγημα εναλλακτικό της υπό φθορά κυβέρνησης και της ανερχόμενης ακροδεξιάς.
Από τον ευρύτερο χώρο αριστερά της κυβέρνησης, τα μόνα κερδισμένα κόμματα ήταν το ΚΚΕ (με άνοδο από το περσινό 7,7% στο 9,3%) και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου (με άνοδο από το περσινό 3,2% στο 3,4%).
Η ελληνική Κεντροαριστερά βρίσκεται σε υπαρξιακή στρατηγική κρίση. Τα πρόσωπα δεν πείθουν, οι πολιτικές δεν είναι συντεταγμένες, η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση είναι παλιομοδίτικη, τα πρόσωπα απασχολούν την επικαιρότητα ως άδεια πολιτικά πουκάμισα, η εσωκομματική γκρίνια επισκιάζει τα πάντα.
Η αλήθεια είναι ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε στρατηγική κρίση τα τελευταία 20 χρόνια.
Μετά το ”ροζ κύμα” του Τρίτου Δρόμου των τελών της δεκαετίας του ’90, με τον Τόνι Μπλερ των Νέων Εργατικών, το Λιονέλ Ζοσπέν, τον Γκέρχαρ Σρέντερ και την ιταλική Ελιά, η δεκαετία του ’00 εξαέρωσε κάθε ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση προς τη σοσιαλδημοκρατία, εφόσον η τελευταία πούλησε την ψυχή της στις αγορές, υπό τα φιλελεύθερα αφηγήματα του Τρίτου Δρόμου, θεωρητικών όπως του Άντονι Γκίντενς.
Στην Ελλάδα, η κρίση νομιμοποίησης γενικεύτηκε με την κατάρρευση του μνημονιακού ΠΑΣΟΚ το 2012 και την απαξίωση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την κωλοτούμπα του 2015.
Οι σημερινές ηγεσίες ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ σέρνονται μοιραίες και άβουλες σε μια ατζέντα που καθορίζει προνομιακά η Κυβέρνηση. Τα πρόσωπα είναι απλώς εκδοχές της ήδη υπάρχουσας ιδεολογικής μετριότητας. Εκτιμάται, ωστόσο, ότι τα πρόσωπα δεν είναι καθαυτά το πρόβλημα.
Είναι αμφίβολο αν μια συζήτηση για αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ θα οδηγήσει στην επίλυση αυτών των υπαρξιακών ζητημάτων. Ένας κεντροαριστερός κούκος δεν μπορεί να φέρει την ιδεολογική άνοιξη.
Η Κεντροαριστερά μπορεί να ξαναγίνει κυβερνητική, αν κερδίσει την Κυβέρνηση στο υποτίθεται προνομιακό πεδίο της, τη διαχειρισιμότητα σε προοδευτική κατεύθυνση.
Είδαμε πρόσφατα τον κεντροαριστερό δήμαρχο της Βαρκελώνης να δρομολογεί τον εξοβελισμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης από την υπερκορεσμένη τουριστικά πόλη σε ορίζοντα πενταετίας.
Στη Γαλλία των επικείμενων πρόωρων βουλευτικών εκλογών, στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο ξεχωρίζει ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα που με το 14% στις πρόσφατες ευρωεκλογές παραλίγο δεν ήλθε δεύτερο, αντί της φιλελεύθερης λίστας του Προέδρου Μακρόν. Από το 2012 και έπειτα, το άλλοτε κραταιό κόμμα του Μιτεράν ήταν μονοψήφιο και φυτοζωούσε στο 6%.
Στην Ισπανία, το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα του Πρωθυπουργού Σάντσεθ κράτησε υψηλά ποσοστά, ενώ διανύει μια δεύτερη θητεία στην εξουσία, τολμώντας συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις με σαφές κοινωνικό πρόσημο, όπως η άδεια έμμηνης ρύσης στις γυναίκες.
Αντίθετα, το συγκυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας έχασε και τη 2η θέση από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, παραλυμένο στα ατελείωτα αδιέξοδα του άχρωμου, άοσμου και άγευστου κυβερνητικού συνασπισμού με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, υπό τον απολύτως μέτριο Καγκελάριο Σολτς.
Τι μας διδάσκουν όλα αυτά τα ευρωπαϊκά παραδείγματα; Ότι η Κεντροαριστερά πείθει όταν πράττει συγκεκριμένα, όταν δίνει λύσεις, όταν λύνει προβλήματα, όταν το αφήγημά της αποκτά γωνίες.
Ελιτίστικες αναλύσεις από καθέδρας, οι δάφνες ενός παρελθόντος που αναλογούσε σε άλλα διακυβεύματα, η ουτοπία ενός μεσαίου χώρου που είναι όλα μαζί και τίποτα, η φενάκη του μέσου ψηφοφόρου των γκάλοπ που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, καθώς και μια άνευρη αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση, δεν πείθουν πια κανέναν, δεν οδηγούν πουθενά και αναπαράγουν μιζέρια και αξιοθρήνητη μετριότητα.
Η αναγκαία για την ευρωπαϊκή δημοκρατία Κεντροαριστερά χρειάζεται γωνίες. Χρειάζεται να στενοχωρήσει και κάποιους. Δεν μπορείς να είσαι με όλους και με όλα.
Και -εξαιρετικά σημαντικό- της είναι αναγκαίο να αγκαλιάσει τον πράσινο χώρο, όμως σε βιώσιμο κοινωνικά παρονομαστή.
Η σχεδόν πανευρωπαϊκή υποχώρηση των Πρασίνων δείχνει έναν δρόμο πιθανά αναγκαίας συνεργασίας των δύο χώρων, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, στη βάση ενός εφαρμόσιμου προγράμματος συγκεκριμένων παραδοτέων, όπου η πράσινη μετάβαση δεν θα εκλαμβάνεται ως ο πολιτικώς ορθός ελιτισμός μιας ιντελιγκέντσιας που ξεκληρίζει τον πρωτογενή τομέα με λυμένο το βιοποριστικό της, κουνώντας το δάχτυλο στις απελπισμένες μάζες που εμπιστεύονται τον ακροδεξιό λαϊκισμό, αλλά ένα συνεκτικό πρόγραμμα μετάβασης σε ένα βιώσιμο από κάθε άποψη μέλλον. Περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά, αξεχώριστα.
Ακόμα και στην Ελλάδα, όπου πράσινος και φιλελεύθερος χώρος ουδέποτε ευδοκίμησαν αμιγείς, μια πράσινη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Πολιτικά και πάνω από πρόσωπα. Αν τα ίδια πρόσωπα μπορούν να το προκαλέσουν, έχει καλώς. Αλλιώς, η ζωή θα τα προσπεράσει, με ορατό μεσοπρόθεσμα τον κίνδυνο το στρατηγικό δίλημμα για την εξουσία να τεθεί μεταξύ κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς.
Συνήθως, τα πρόσωπα, ως φορείς απόψεων και συμπεριφορών, τραβούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω τους χώρους. Πιθανότατα, νέα πρόσωπα έχουν περισσότερες πιθανότητες να φέρουν μια αλλαγή. Ωστόσο, ούτε αυτό αρκεί από μόνο του.
Η συζήτηση για το κάρο και το άλογο (πρόσωπο ή πρόγραμμα;) είναι τόσο περισσότερο αχρείαστη, όσο η προσέγγιση ως προς τα πρόσωπα εξαντλείται σε κουτσομπολίστικες, μεσσιανικές λογικές.
Όπως κανένα πρόγραμμα δεν μπορεί να επικοινωνηθεί αν δεν βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο, έτσι και το πιο χαρισματικό πρόσωπο αναλώνεται αν δεν είναι φορέας ενός στιβαρού προγράμματος που θα κινητοποιήσει τις μάζες, όχι πια στις πλατείες με τις πλαστικές σημαίες, αλλά μέσα από το φως στο τούνελ που θα φέρει η εξακριβωμένη πολιτική ατζέντα.
Επιπλέον, το αν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θα ενωθούν ή αν θα επιστρέψει ο Τσίπρας μικρή σημασία έχει. Η ιστορία έχει δείξει ότι οι τεχνητές συγκολλήσεις ουδέποτε κινητοποίησαν χωρίς αρραγές περιεχόμενο και διακύβευμα. Εξ ου και η τρέχουσα συζήτηση περί τα πρόσωπα και αν τελικά συναντήθηκαν κρυφά εκπρόσωποι των δυο κομμάτων απλώς επιβεβαιώνει το ευαγγελικό ”και μάλλον θόρυβος γίνεται”.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένα χαρισματικό πρόσωπο, προϊόν όμως και μίας προϊούσας ριζοσπαστικοποίησης. Και τα δυο εξίσου. Και με συγκεκριμένο πρόγραμμα, την 3η του Σεπτέμβρη.
Κάντε το όπως και ο Ανδρέας, λοιπόν, σύντροφοι της Κεντροαριστεράς. Βρείτε το πρόσωπο, μαζί όμως με το πρόγραμμα. Λυπάμαι που αυτό σημαίνει ότι κάποιοι πρέπει να δουλέψουν για αυτό. Οτιδήποτε άλλο απλώς επιβεβαιώνει ότι διανύουμε δωδεκαετία Μητσοτάκη, παρά το 28% των ευρωεκλογών.