Ένα από τα εμπόδια που αντιμετωπίζουμε σαν πατρίδα και ως κοινωνία, εδώ και δεκαετίες, είναι η τάση που έχουμε να αφήνουμε εκκρεμότητες. Να εναποθέτουμε στην ψευδαίσθηση της μακαριότητας και του άπλετου χρόνου προβλήματα που επιβάλλεται να επιλυθούν, όχι λόγω κάποιου «προτεσταντικού» αισθήματος καθήκοντος αλλά κυρίως γιατί αν δεν αντιμετωπίσεις το πρόβλημα εν τη γενέσει του είναι σχεδόν δεδομένο ότι η ίδια η πραγματικότητα θα σε τιμωρήσει για την απάθεια σου και την παθητικότητα σου απέναντι στις εξελίξεις. Γιατί και η επιλογή της μη-επίλυσης δεν παύει να είναι επιλογή, και ως επιλογή να παραγάγει αποτελέσματα.
Ένα από τα ζητήματα που εντάσσονται σε αυτή την προβληματική είναι και το Μακεδονικό. Ένα ζήτημα που κακοφορμίζει εδώ και δεκαετίες ανεπίλυτο δίδοντας την δυνατότητα σε Σλαβικής καταγωγής ανιστόρητους πολιτικούς να διατρανώνουν τον παράλογο ισχυρισμό ότι προέρχονται από τον Μέγα Αλέξανδρο και πατριδοκάπηλους πολιτικούς τρίτης γραμμής να χτίζουν πολιτικές καριέρες στην πατρίδα μας στην πλάτη των πραγματικών συμφερόντων του Έθνους.
Αν κάποια στιγμή θελήσουμε να αντιμετωπίσουμε στον καθρέφτη τον εαυτό μας και κυρίως αν θελήσουμε να δούμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας, τότε θα αντιληφθούμε με περισσή ευκολία ότι η πατρίδα μας αντιμετώπισε ως γραφική παρασπονδία τις διακηρύξεις των γειτόνων μας περί «Μακεδονικού» έθνους , χωρίς να αντιληφθεί ότι αυτό εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κατασκευής ενός έθνους και ενός ιστορικού παρελθόντος από το μηδέν. Η μικρονοϊκή αυταρέσκεια ενός πολιτικού συστήματος που πολιτικολογούσε αυτιστικά και χωρίς στόχευση οδήγησε την Ελληνική διπλωματία από ήττα σε ήττα και τους βόρειους γείτονες μας να καταχραστούν το όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας, χωρίς σθεναρή ή τουλάχιστον σοβαρή αντίδραση.
Και φτάσαμε στο σήμερα, όπου η Ελληνική Κυβέρνηση παρουσίασε μια συμφωνία με θετικές και γκρίζες περιοχές για τα εθνικά μας συμφέροντα. Που επιλύει φαινομενικά κάποιες παθογένειες του παρελθόντος, αλυτρωτισμούς των γειτόνων, παρανοϊκή συνάφεια της Σλαβικής τους καταγωγής με την ιστορία και τον πολιτισμό των Αρχαίων Μακεδόνων, αλλά αφήνει υπό αίρεση σημαντικά ζητήματα όπως η «Μακεδονική Εθνότητα», η χρήση του ονόματος στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις και κυρίως το κατά πόσο είμαστε ως πολιτεία σίγουροι ότι ο αλυτρωτισμός τους θα πάψει μεν να έχει αναφορά σε μια ψευδεπίγραφη συνέχεια με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό και τον Μεγάλο Αλέξανδρο αλλά δεν θα αλλάξει μορφή και περιεχόμενο, προσαρμόζοντας τις αιτιάσεις τους στην σύγχρονη εποχή.
Αναμφισβήτητα, η συζήτηση που επιβάλλεται να διεξαχθεί ανάμεσα σε φορείς και πολιτικά κόμματα θα πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την αναζήτησή των πιθανών γκρίζων ζωνών, την προσπάθεια συγκρότησης ενός ενιαίου Εθνικού Μετώπου διαπραγμάτευσης και κυρίως την πίστη όλων των δυναμένων στο αυτονόητο: Ότι η πατρίδα μας δεν έχει την πολυτέλεια να επιδοθεί σε μια ανώφελη, και αυτοκτονική αντιπαράθεση ανάμεσα σε πατριώτες και προδότες, ή θαρραλέους και συντηρητικούς. Ο εθνικός διχασμός που τείνει να μετατραπεί σε εθνικό σπορ που διαπερνά κάθετα πολιτικό σύστημα και κοινωνία, είναι σχεδόν δεδομένο ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε βασικό παράγοντα της καθυστέρησης μας.
Για αυτό το λόγο: Αυτό που επείγει είναι να καθίσουν οι πολιτικές δυνάμεις στο ίδιο το τραπέζι και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα με ρεαλισμό και αίσθημα καθήκοντος. Είναι ο μόνος δρόμος για να μην πάψουμε να οδηγούμαστε από ήττα σε ήττα. Δυστυχώς οι τελευταίες εξελίξεις δεν με κάνουν αισιόδοξο.