Για τους περισσότερους από εμάς η έννοια της Πολιτιστικής Κληρονομιάς φέρνει στο νου μνημεία, τόπους και πρακτικές που αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο και στις κοινές αναμνήσεις και αντιλήψεις μιας ομάδας που χρήζουν διαφύλαξης. Παρά την έμφαση στην οικουμενικότητα που δίνεται από διακρατικούς και διεθνείς οργανισμούς όπως η UNESCO, ο ΟΑΣΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ICOMOS, η πολιτιστική κληρονομιά παραμένει κυρίως εθνική και ως τέτοια αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στην ομάδα του έθνους.
Η έννοια της Σκοτεινής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, παρ’ όλο που ο όρος της είναι αρκετά δηλωτικός του περιεχομένου της, είναι λιγότερο γνωστή.
Η Σκοτεινή Κληρονομιά σχετίζεται με τόπους θανάτου, θηριωδιών, γενοκτονιών, καταστροφών και ανθρώπινης εξαθλίωσης. Έχει να κάνει με γεγονότα που τραυματίζουν τη συλλογική μνήμη των ομάδων. Η Σκοτεινή Πολιτιστική Κληρονομιά σχετίζεται επίσης με τον Σκοτεινό Τουρισμό, δηλαδή τα ταξίδια σε μέρη που ιστορικά σχετίζονται με τον θάνατο.
Πέρα από τους διαχωρισμούς σκοτεινής και μη, η χρήση της κληρονομιάς αποτελεί πράξη πολιτική. Σύγχρονοι αλλά και παλαιότεροι μελετητές όπως η Laurajane Smith, η Stephanie Schwandner-Sievers, o David Lowenthal και ο Benedict Anderson δίνουν έμφαση στην εργαλειακή χρήση της κληρονομιάς με τρόπο που εξυπηρετεί την εκάστοτε εθνική αφήγηση. Όταν οι τόποι και οι σχετιζόμενες μνήμες τυγχάνουν πολιτικής χρήσης στο εθνικό επίπεδο, λειτουργούν ως τραυματικές εμπειρίες που συσφίγγουν τους δεσμούς και τη συνείδηση του έθνους. Έτσι τόσο η αρνητικά όσο και η θετικά φορτισμένη κληρονομιά χρησιμοποιείται από την κυρίαρχη ομάδα, δηλαδή το έθνος, με τέτοιο τρόπο όπου διαφορετικές αφηγήσεις σε διαφορετικά επίπεδα καταπιέζονται και αποσιωπώνται.
Στα Βαλκάνια, σε πολλές περιπτώσεις η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ εθνών και εθνικών ομάδων. Πολλοί γνωρίζουν τις πολιτιστικές διαμάχες μεταξύ Σέρβων και Κοσοβάρων, Σλάβων και Αλβανών, Ελλήνων και Σλαβομακεδόνων. Η γνώση αυτή, σε συνδυασμό με τα στερεότυπα που ακολουθούν την περιοχή, επιβεβαιώνουν τις παγιωμένες αντιλήψεις περί πυριτιδαποθήκης, χαμένης υπόθεσης, υπανάπτυκτης και ανεπίδεκτης παρέκκλισης από το Ευρωπαϊκό πρότυπο. Τα στερεότυπα για τα Βαλκάνια είναι τόσο ισχυρά που η προσέγγιση και ένταξη κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετακίνησε το στίγμα από τα Βαλκάνια στα Δυτικά Βαλκάνια, επανοριοθετώντας το οικείο από το ξένο, το ειρηνικό από το βίαιο, το εξελιγμένο από το υπανάπτυκτο.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κληρονομιές που τυγχάνουν ή στο παρελθόν τύγχαναν κοινής χρήσης, κοινά μνημεία και τόποι που διαχωρίστηκαν από τις πολιτικές χρήσεις, κοινοί τόποι λατρείας, παράδοση θρησκευτικού συγκρητισμού. Αυτές ακριβώς οι μικρότερης κλίμακας πολιτιστικές πραγματικότητες και θεωρήσεις υποχωρούν υπό το «υψηλό» της εθνικής χρήσης και έτσι παραμένουν από λίγο έως ελάχιστα γνωστές. Συνεπώς, η τοπική κληρονομιά και μνήμη συνθλίβονται από τη μεγαλειώδη, υποβλητική αφήγηση της εθνικής κληρονομιάς.
Βλέποντας την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων, η κουλτούρα της αποκέντρωσης και επαναπροσέγγισης με τη φύση, η έμφαση των Ευρωπαϊκών πολιτικών στην τοπική ανάπτυξη, οι επιστημονικές τάσεις και οι κοινωνικές ανάγκες έστρεψαν την προσοχή σημαντικού αριθμού Βαλκάνιων πολιτών στην τοπική κληρονομιά και στις τοπικές παραδόσεις. Εκεί εντοπίζονται γεγονότα και μνήμες που είτε για διάφορους λόγους ξεγλίστρησαν της εθνικής πολιτικής χρήσης, είτε παράλληλα με την εθνική θεώρηση είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τις τοπικές κοινότητες.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της δεύτερης περίπτωσης αποτελούν οι τόποι που σχετίζονται με το μακεδονικό μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στα πέριξ της Μπίτολας/Μοναστηρίου (Καϊμακτσαλάν, Πέλιστερ, Νίτζε, Μάριοβο, Οχρίδα) της Βόρειας Μακεδονίας. Στην περίπτωση αυτή, οι τόποι, τα μνημεία και οι τοπικές μνήμες στην πόλη της Μπίτολας/Μοναστηρίου φέρουν ιδιαίτερο φορτίο σε μια πολυπολιτισμική, μεθοριακή πόλη με αστικό παρελθόν. Το σέρβικο, γαλλικό και γερμανικό νεκροταφείο αλλά και βεβαίως τα ίδια τα μέρη των μαχών ρίχνουν τη σκιά τους στις τοπικές κοινωνίες και στιγματίζουν τις επόμενες γενιές.
Αλλά και η συλλογική μνήμη και οι τόποι που σχετίζονται με τη Σφαγή του Νόβι Σαντ, στη Σερβία κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πέρα από εθνική ιστορία σχετιζόμενη με την ξένη κατοχή της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί και σκοτεινή τοπική κληρονομιά για την περιοχή της Βοϊβοντίνας καθώς η σφαγή 1000 αμάχων (κυρίως Σέρβων και Εβραίων) τραυματίζει τη συλλογική μνήμη της διαχρονικά πολυπολιτισμικής αυτής περιοχής.
Ορισμένες πολιτιστικές προσεγγίσεις υποστηρίζουν ότι η ανάσυρση της σκοτεινής, κληρονομιάς μέσω της τέχνης μπορεί να έχει θεραπευτική επίδραση στο τραυματισμένο συλλογικό. Μέσω της τέχνης οι κοινότητες έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αυτό που υπό άλλες συνθήκες τους είναι αβάσταχτο. Μια τέτοια προσπάθεια είναι το πιλοτικό πρόγραμμα ECHO που υποστηρίζεται από το πρόγραμμα Δημιουργική Ευρώπη και υλοποιείται από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών από την Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία και στοχεύει μέσα από τις εικαστικές τέχνες όχι μόνο να προσεγγίσει την τοπική πολιτιστική κληρονομιά μέσα από το πρίσμα του άλλου, αλλά να και ανοίξει ένα ζωντανό διάλογο στα Βαλκάνια σχετικά με την αντιμετώπιση του σκοτεινού παρελθόντος στην πορεία για ένα κοινό μέλλον.
Αυτό που ο πολίτης, Βαλκάνιος και μη, μπορεί να κάνει από την πλευρά του είναι να προσπαθεί να εξασκεί την αντίληψή του σε διαφορετικά επίπεδα εστίασης έτσι ώστε να μπορεί να κατανοεί τις χρήσεις της κληρονομιάς. Με αυτό τον τρόπο, θα διατηρεί τους ορίζοντές του ανοιχτούς και θα μπορεί να αντιστέκεται στην εργαλειακή εκμετάλλευση της συλλογικής του ταυτότητας.