Τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας αύξησης της βαρειάς βίας στην Ελληνική κοινωνία. Οι πιο εμβληματικές μορφές ανθρωποκτονίας υπήρξαν οι φόνοι γυναικών από τους συντρόφους τους, δεν έλειψαν όμως και δολοφονίες μεταξύ συγγενών, γειτόνων ή άλλων αγνώστων. Δεν αναφέρω την σεξουαλική παραβατικότητα διότι έχω γράψει σχετικό άρθρο στη HuffPost.
Οι σκέψεις που ακολουθούν στόχο έχουν την διερεύνηση του ψυχικού τοπίου του δράστη ανθρωποκτονίας, καθώς και του πολιτισμικού περιβάλλοντος το οποίο τήν ευνοεί. Πέρα από τυχόν ψυχιατρικές διαγνώσεις (οι οποίες για μέρος μόνο των φόνων ευθύνονται), τι συμβαίνει άραγε στο μυαλό και στην καρδιά εκείνου που αφαιρεί μια ζωή; Και ποια κουλτούρα τόν προετοιμάζει για την εν λόγω πράξη;
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο κυριολεκτικός θάνατος βλαστάνει από μια ψυχική κατάσταση στην οποία ο θάνατος φιλοξενείται μεταφορικά. Δεν μιλώ για το φαινόμενο του ψυχικού θανάτου κάποιου, όπως τόν έχει περιγράψει η ψυχανάλυση, με την έννοια της μελαγχολίας, της «νέκρας», ή της ερημιάς των ψυχικών αναπαραστάσεων. Οι ασθενείς αυτοί συνήθως δεν σκοτώνουν. Αναφέρομαι κυρίως σε ανθρώπους που μέσα στην ψυχή τους έχουν ήδη «σκοτώσει» τον άλλον. Το θύμα ήταν γι’ αυτούς ήδη ψυχικά νεκρό.
Σε συλλογικό επίπεδο το φαινόμενο έχει αναλυθεί καλύτερα, στην περίπτωση των γενοκτονιών. Όπως στην εξόντωση των Εβραίων, έτσι και σε άλλες μαζικές σφαγές εθνών και φυλών, ο άλλος προσλαμβάνεται ψυχικά ως εάν δεν είναι άνθρωπος, ώστε να είναι εφικτό να εκλείψει χωρίς ενοχλητικές τύψεις. Μέσα από την κατάλληλη προπαγάνδα σχηματίζεται μια ψυχική εικόνα του μη ανθρώπινη, σαν κακώς να βρίσκεται στην ύπαρξη, σαν να αποτελεί ένα λάθος της Ιστορίας. Έχει «πεθάνει» πριν δολοφονηθεί.
Παρόμοια δυναμική συναντούμε και στις ατομικές περιπτώσεις. Ο άντρας που σκοτώνει την σύντροφό του επειδή αυτή τού αρνείται το σεξ ή επειδή αποφάσισε να αυτονομηθεί ψυχικά ή και να τόν χωρίσει, τήν κουβαλούσε μέσα του από πριν ωσεί νεκρή, σαν ένα άψυχο αντικείμενο, χωρίς ελευθερία και χωρίς επιθυμία, που αποστολή του έχει μόνο την ικανοποίηση του δράστη. Εκείνος που δολοφονεί τον ερωτικό ανταγωνιστή ή τον ενοχλητικό γείτονα, έχει υποκύψει τόσο βαθιά στη ναρκισσιστική προβληματική – σύμφωνα με την οποία ό,τι θέλει τό δικαιούται – ώστε ο άλλος δεν αποτελεί παρά ένα απρόσωπο ενοχλητικό εμπόδιο. Στην περίπτωση, μάλιστα, της γυναίκας η οποία σκοτώνει τον επί χρόνια τύραννο σύντροφό της (κάτι που συνέβαινε στο παρελθόν όταν ήταν δύσκολο στις γυναίκες να χωρίσουν), η δυναμική του ήδη ψυχικά σκοτωμένου μεταφέρεται και αντιστρέφεται: δεν είναι η εικόνα του άντρα μέσα της σκοτωμένη αλλά η δράστρια ενεργεί υπό την πίεση της δικής της εικόνας ως οιονεί νεκρής στο ασυνείδητο του άντρα της.
Στο σημείο αυτό θα κάνω μια στάση για να αναρωτηθώ σχετικά με τις αμβλώσεις. Εξαιρώντας εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες η εγκυμοσύνη προκύπτει από παράκαμψη της ελευθερίας της γυναίκας ή από «ατύχημα», η πλειονότητα των διακοπτόμενων κυήσεων φαίνεται να οφείλεται σε απλή ανευθυνότητα. Δεν υπόκειται εδώ, λοιπόν, μια θανάσιμη αδιαφορία, μια συρρίκνωση του εμβρύου σε μη-ανθρώπινο «πράγμα», που θα γίνει εμπόδιο στα σχέδιά μας;
Η μεγάλη συχνότητα, λοιπόν, υπό την οποία βρίσκουμε να έχει σκοτωθεί κάποιος ως ψυχική αναπαράσταση πριν δολοφονηθεί και σωματικά, μάς βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο Χριστός επικεντρώθηκε στην κατάσταση της καρδιάς περισσότερο απ’ όσο στις πράξεις. Όταν δηλώνει «στην Παλαιά Διαθήκη λέει να μην σκοτώνετε αλλά εγώ σάς λέω να προσέξετε την οργή σας», προειδοποιεί γι’ αυτό ακριβώς το φαινόμενο κατά το οποίο η ψυχική εξάλειψη του άλλου βρίσκει τον δρόμο υπό ειδικές συνθήκες να γίνει πράξη και στο φυσικό επίπεδο. Δεν καταδικάζει ο Θεός το φυσιολογικό συναίσθημα του θυμού, στα πλαίσια πουριτανισμού ή καταπίεσης όπως μερικοί βιάζονται να πιστέψουν, αλλά επειδή η αμέλεια προς την ψυχική ενδοχώρα του θυμού δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για έγκλημα. Αφού εν τω μεταξύ έχει εξαλείψει την αγάπη, για την οποία νοιάζεται τόσο ο Θεός.
Σε επίπεδο ομάδας και συνόλου τι συμβαίνει; Γιατί στον τόπο μας ενδημεί τόση πολιτική και αθλητική βία; Πάλι το ίδιο φαινόμενο έχουμε, καθώς οι οπαδοί υπέστησαν επί μακρό διάστημα την κατάλληλη «προπόνηση». Αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι εκπαιδεύθηκαν να δομούν την ψυχική τους ταυτότητα πάνω στα ερείπια του αντίστοιχου άλλου, του οπαδού άλλου κόμματος ή άλλης ομάδας. Επικρατεί εδώ αυτό που η ψυχανάλυση ονόμασε σχιζοειδή-παρανοειδή θέση και αναβάλλεται επ’ αόριστον η ωριμότερη καταθλιπτική θέση. Το άτομο μυείται συστηματικά στην αυταπάτη ότι θα μπορεί να υπάρχει στον βαθμό που θα εξαλείψει τον όποιο αντίπαλο – χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο εθνικισμός, ευδιάκριτος στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Ο αντίπαλος αυτός πρέπει να «σκοτωθεί» ψυχικά, να αποκτήσει χαρακτηριστικά εξαιτίας των οποίων δεν αρμόζει να ζει και να απολαμβάνει τις ελευθερίες όλων. Καλλιεργώντας μια τέτοια νοοτροπία ετοιμάζεις έναν «στρατό» οπαδών και έναν στρατό (χωρίς εισαγωγικά) μαχητών, αμφοτέρων εξολοθρευτών.
Ο Χριστός διατύπωσε κάποτε το κίνητρο του ερχομού του ως εξής: «Ήλθα για να έχουν ζωή, και μάλιστα περίσσεια ζωής» (κατά Ιωάννην 10: 10). Όσο και αν στον στόχο αυτό περιλαμβάνεται η μέλλουσα αιώνια ζωή μαζί του, ετούτη εδώ η ζωή δεν απαξιώνεται καθόλου. Η αγάπη, την οποία δίδαξε, ουσιαστικά προσφέρει ζωή επειδή ζωογονεί την ψυχική αναπαράσταση των άλλων ως ανθρώπων οι οποίοι, ακριβώς επειδή είναι πλάσματά του, αξίζει να χαίρονται και να ευεργετούνται. Αγαπάμε χριστιανικά όταν ζωοποιούμε εντός μας τον κάθε άλλο, ακόμη και τον εχθρό, στον αντίποδα κάθε δολοφονικής τάσης που περιέγραψα πριν.
Σε μια στιγμή, μάλιστα, «παράπονου» ο Χριστός θα εκφράσει και την διαπίστωσή του: «Και δεν θέλετε να έλθετε προς εμένα για να έχετε ζωή» (κατά Ιωάννην 5: 40)… Για τον Θεό είμαστε όλοι ζωντανοί μέσα στην καρδιά του, γι’ αυτό άλλωστε συγχωρεί τόσο εύκολα. Η πρόταση του παραμένει πάντα σε ισχύ.
Αλλά και για όσους δεν θέλουν να τήν ακούσουν, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό και πιέζει για επίλυση του. Μελετώντας την ψυχική δυναμική της ζωής και του θανάτου, έστω και από μια εκκοσμικευμένη προοπτική, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε υγιέστερο κοινωνικό κλίμα μέσω της παιδείας. Και να αναρωτηθούμε γιατί η πολιτική κουλτούρα της χώρας μας παρουσιάζει τόση νοσηρότητα (διχασμό, μίσος, καχυποψία, διχοτομική σκέψη τύπου άσπρο-μαύρο), φαινόμενα τα οποία, σκοτώνοντας ψυχικά τον διαφορετικό, κατέληξαν στο να χύνεται αίμα και κυριολεκτικά.
Μια κατάλληλη παιδεία θα παρουσίαζε, επίσης, την διαφορά των φύλων ως πηγή ζωής, μήπως και μπορέσουμε κάποτε να ελαχιστοποιήσουμε τα κρούσματα σεξιστικής βίας. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους ‘μάτσο’ φυσικά. Έχει εφαρμογή και σε εκείνους οι οποίοι υιοθετούν απόψεις κατοπτρικά αντίθετες, μεταμοντέρνα αναθεωρητικές, πιστεύοντας μάταια ότι έτσι θα καταπολεμήσουν τον σεξισμό. Θα τό ξαναπώ, όσο και αν ακούγεται ενοχλητικό σε αυτούς. Όποιος απεχθάνεται ή μισεί την διαφορά των φύλων μιλά από την θέση του θανάτου…