ΣΜΕ: 6 προτάσεις και παρατηρήσεις για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα

«Γίνεται πλέον κατανοητό ότι ούτε τελικά προϊόντα χωρίς πρώτες ύλες μπορούμε να έχουμε ούτε να βασιζόμαστε σε τρίτους»
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
lubilub via Getty Images

Μια σειρά από προτάσεις και παρατηρήσεις σχετικά με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα παρουσιάζει ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ).

Μεταξύ άλλων ο Σύνδεσμος χαρακτηρίζει ως πολύ θετικό βήμα την προσθήκη ειδικού κεφαλαίου για τις ορυκτές πρώτες ύλες, σχολιάζοντας πως «γίνεται πλέον κατανοητό ότι ούτε τελικά προϊόντα χωρίς πρώτες ύλες μπορούμε να έχουμε ούτε να βασιζόμαστε σε τρίτους για την προμήθεια τους σε επαρκείς ποσότητες και λογικές τιμές».

«Ως σύνδεσμος χαιρετίζουμε τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λήψη συγκεκριμένων και ουσιαστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής. Για την επιτυχή έκβαση ενός τέτοιου εγχειρήματος χρειάζεται αφενός μεν η ουσιαστική δέσμευση όλων των εμπλεκομένων και αφετέρου δε ένα μακροπρόθεσμο και συγκεκριμένο σχέδιο το οποίο θα περιγραφεί τόσο τους στόχους όσο και τα βήματα. Τα εθνικά σχέδια έχουν κρισιμότατο ρόλο να παίξουν.Η πρόσφατη αναθεώρηση του εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα περιγράφει λεπτομερώς την παρούσα κατάσταση και τους επιθυμητούς στόχους. Είναι πολύ θετικό ότι σε γενικές γραμμές περιγράφεται αναλυτικά η πορεία, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα» σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση.

Σε ότι αφορά τα επιμέρους θέματα επισημαίνονται τα εξής:

  1. Αλλαγή μοντέλου κατανάλωσης ενέργειας

Για την επίτευξη των στόχων είναι σαφές ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίον καταναλώνουμε ενέργεια, τόσο ως προς τα ποσοτικά όσο και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η μεγαλύτερη αλλαγή αφορά στον ετεροχρονισμό μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης λόγω των ΑΠΕ.

Κατά το μέρος που αυτή η στοχαστικότητα θα αντιμετωπισθεί με μεθόδους αποθήκευσης πιστεύουμε ότι στο ΕΣΕΚ δεν αποτυπώνεται επαρκώς η επιβάρυνση για το κόστος χρήσης αυτών των συστημάτων αποθήκευσης για τον τελικό καταναλωτή (αποσβέσεις και κόστος λειτουργίας / αντικατάστασης) .

Κατά το μέρος δε που ο καταναλωτής θα κληθεί να αλλάξει τις καταναλωτικές του συνήθειες για να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα (μετατόπιση της κατανάλωσης σε ώρες που λειτουργούν οι ΑΠΕ), θα προκύψει κόστος για το οποίο δεν έχει ληφθεί καμία πρόνοια.

  1. Εξέλιξη της τεχνολογίας και του κόστους της

Σημαντικό μέρος της επιτυχίας τόσο του εθνικού όσο και του ευρωπαϊκού σχεδίου στηρίζεται σε υποθέσεις για την εξέλιξη νέων τεχνολογιών (πχ μέθοδοι παραγωγής και χρήσης υδρογόνου) αλλά και για την εξέλιξη του κόστους υπαρχουσών (πχ κόστος μπαταριών). Επειδή η μελλοντολογία έχει αποδειχθεί πολλές φορές στο παρελθόν επικίνδυνη, καλόν θα ήταν να υπάρξουν προβλέψεις και για την περίπτωση που αυτά τα σενάρια δεν θα ευοδωθούν.

  1. Κόστος ενέργειας

Στο σχέδιο διατυπώνονται προβλέψεις για την εξέλιξη των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος. Καταρχήν θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι τιμές βάσης είναι 50% πάνω από τις τιμές που ίσχυαν πριν από την έναρξη της κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι προβλέπεται η παγιοποίηση ενός επιπέδου ενεργειακού κόστους, το οποίο έχει επιφέρει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα ορισμένων κλάδων.

Σε ότι αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο προβλέπεται ότι θα είναι η κύρια πηγή ενέργειας για τις περισσότερες δραστηριότητες, γίνεται πρόβλεψη της εξέλιξης του κόστους του, αλλά όχι της τιμής του. Σήμερα η τιμή διαμορφώνεται με ένα μοντέλο το οποίο δεν παίρνει καθόλου υπόψη του το κόστος.

Αυτό σε συνδυασμό με την επίκληση σε πολλά σημεία του γεγονότος ότι η αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος θα καταστήσει τις επενδύσεις σε ΑΠΕ ακόμα πιο ελκυστικές, μοιραία δημιουργεί εντονότατες ανησυχίες για την ανταγωνιστικότητα των μεταποιητικών κλάδων.

Σε πολλά σημεία υπάρχουν αναφορές σε κόστη οι οποίες δεν ποσοτικοποιούνται. Για παράδειγμα επενδύσεις που θα πρέπει να γίνουν σε τοπικά δίκτυα είτε από τις εταιρείες διανομής είτε από τους ίδιους τους καταναλωτές (πχ φόρτιση οχημάτων), δημόσια έσοδα τα οποία θα πρέπει να υποκατασταθούν (πχ ειδικός φόρος κατανάλωσης καυσίμων), χρηματοοικονομικό κόστος ορισμένων επενδύσεων (πχ επενδύσεις που θα γίνουν με χρηματοδότηση και όχι με επιδότηση) καθώς και αποσβέσεις παγίων τα οποία θα πρέπει να υπάρχουν σε εφεδρεία και να υπό-απασχολούνται, τουλάχιστον κατά το μεταβατικό στάδιο.

Η μη ύπαρξη μελέτης γιατί δημοσιονομική επίπτωση της εφαρμογής του ΕΣΕΚ δημιουργεί ανησυχία για την ανταγωνιστικότητα, όπως ορθά επεσήμανε πρόσφατα και ο κος Ντράγκι στην έκθεση του.

  1. Συνολική κατανάλωση ενέργειας στη μεταποίηση

Η πρόβλεψη για μείωση συνολικής κατανάλωσης (οποιασδήποτε μορφής και από οποιαδήποτε πηγή) ενέργειας στη μεταποίηση κατά 15% μεσοπρόθεσμα και 25% έως το 2050, δεν μπορεί να μας κάνει αισιόδοξους. Η μόνη λογική εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι επισήμως το κράτος προβλέπει συρρίκνωση (ή εν πάσει περιπτώσει στασιμότητα) της βιομηχανικής δραστηριότητος.

  1. Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών Άνθρακα

Ενώ σε πολλά σημεία γίνεται άμεση ή έμμεση αναφορά στα έσοδα από το σύστημα εμπορίας εκπομπών άνθρακα, λείπει εντελώς η αναφορά στο αντίστοιχο έξοδο που πραγματοποιούν οι καταναλωτές ενέργειας (ιδιώτες και επιχειρήσεις). Η ευφορία για το έσοδο από τους ρυπαίνοντας θα εξαφανισθεί αν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό είναι έξοδο για το απλό καταναλωτή.

  1. Μηχανισμός Συνοριακής προσαρμογής Άνθρακα

Η ενδεχόμενη εφαρμογή του μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην πορεία υλοποίησης του σχεδίου άλλες από τις οποίες θα είναι θετικές και άλλες αρνητικές. Σαφώς ο ΜΣΠΑ θα περιορίσει τις εισαγωγές προϊόντων με μεγαλύτερο ανθρακικό αποτύπωμα από τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά. Την ίδια στιγμή η εφαρμογή του μηχανισμού θα έχει σοβαρή αρνητική επίπτωση στο κόστος παγίου εξοπλισμού ο οποίος χρειάζεται για να υλοποιηθούν οι πρόνοιες του ΕΣΕΚ.

Δημοφιλή