«Η Κόλαση είναι οι άλλοι». Η διάσημη αυτή φράση προέρχεται από το θεατρικό έργο του φιλοσόφου Jean Paul Sartre με τίτλο Κεκλεισμένων των Θυρών (1944). Στο εν λόγω μονόπρακτο ο Sartre τάσσεται υπέρ της θέσης ότι είναι περισσότερο βασανιστικό να προσπαθεί κανείς να συμβιώσει με ανθρώπους με τους οποίους μοιράζεται περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες, εν συγκρίσει με μια αιωνιότητα βασανιστηρίων επικεντρωμένων στο υλικό, φυσικό μας κορμί. Οι ήρωες του έργου συνειδητοποιούν στην καταληκτική σκηνή ότι δεν θα κατορθώσουν ποτέ να αποδράσουν από τη μοίρα τους: είναι καταδικασμένοι σε μια αιωνιότητα βασανιστικής συνύπαρξης.
Ο Sartre, ωστόσο, έγραψε το εν λόγω αριστούργημα στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Στον 21ο αιώνα πια, τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η έννοια της ιδιωτικότητας και της προσωπικής ζωής μοιάζουν ως εάν να μην είναι το ζητούμενο για τον μέσο σύγχρονο άνθρωπο. Η απόδειξη επί αυτού, είναι προφανής: η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων, διαθέτουν έστω έναν λογαριασμό σε κάποιο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν τα πρώτα social media βρίσκονταν ακόμη σε νηπιακό στάδιο και ορισμένα εξ αυτών δεν είχαν καν έλθει στο προσκήνιο, ή έλευσή τους είχε χαιρετιστεί ως ελπιδοφόρα αλλά και ωφέλιμη για την ανθρωπότητα, εφόσον καταργούσε σε απόλυτο βαθμό έναν εξαιρετικά περιοριστικό παράγοντα για τις σχέσεις, την αλληλεπίδραση και εν γένει την επικοινωνία των ανθρώπων: αναφέρομαι βεβαίως στη γεωγραφική απόσταση, την οποία τα social media ήρθαν για να εκμηδενίσουν.
Από το 2010 και έκτοτε, οι παγκόσμιες περιστάσεις έχουν αλλάξει πλήρως, με τη συνισταμένη των κοινωνικών δικτύων να βαίνει διαρκώς ενισχυμένη: Τα social media μεγεθύνονται και πληθαίνουν σε βαθμό ανεξέλεγκτο. Πράγματι, συνδράμουν στη διάχυση της πληροφορίας προς όλα τα ακροατήρια, ενώνουν ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα, συχνά μάλιστα μέσω αυτών εκκινούν όμορφες φιλίες, συνεργασίας, αλλά και σχέσεις ζωής. Ακόμη και ο περιβόητος αλγόριθμος που ορίζει όσα θα εμφανιστούν στην αρχική μας σελίδα διαθέτει και τη θετική πλευρά του: μέσω αυτού έχουμε ενημέρωση και συνακολούθως πρόσβαση σε υπηρεσίες οι οποίες βρίσκονται εγγύς μας και σε διαφορετική περίπτωση δεν θα γνωρίζαμε καν ότι υφίστανται στην περιοχή μας. Ωστόσο, η επιρροή τους στην καθημερινότητα, τη ζωή και την ψυχική ευεξία του μέσου πολίτη, αποτιμάται –κατά τη δική μου θεώρηση των πραγμάτων- ως εξαιρετικά αρνητική.
Ας εκκινήσω την επιχειρηματολογία μου, επιχειρώντας να αποσαφηνίσω ποιες είναι εκείνες οι βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες τις οποίες ικανοποιούμε με την αλόγιστη χρήση των social media –εφόσον οι εν λόγω ανάγκες πληρούνται με τη χρήση των κοινωνικών δικτύων, μοιάζει εύλογη η ραγδαία και ανεξέλεγκτη εξάπλωσή τους.
Στην παγκόσμια –πλέον- κοινότητά μας, όπου η οικονομία, η κοινωνία και εν γένει η ζωή κινούνται βάσει ενός σκληρού και ανελέητου ανταγωνισμού, ένας και μοναδικός είναι ο κορυφαίος παράγοντας ο οποίος μας παρακινεί να μορφωθούμε, να εργαστούμε αλλά και να επικοινωνήσουμε με τους άλλους: το χρήμα. Το χρήμα είναι η κινητήριος δύναμή μας, εργαζόμαστε πέραν των προσωπικών μας ορίων και δυνατοτήτων προκειμένου να το αποκτήσουμε και βεβαίως η εν λόγω ξέφρενη αναζήτηση μας προξενεί και την ανάλογη δυσφορία: επικεντρωμένοι εξ ολοκλήρου στη συλλογή περιουσιακών στοιχείων και στη διόγκωση των τραπεζικών μας λογαριασμών, καταλήγουμε στην τρίτη ηλικία, πρακτικώς πλούσιοι, μα ουσιαστικώς πένητες. Στο βωμό του χρήματος έχουμε θυσιάσει την ανθρώπινη συσχέτιση, ακόμη και με την ίδια μας την οικογένεια.
Η ανάγκη για χρήμα, βεβαίως αντικατοπτρίζει την ανάγκη μας για ασφάλεια και αποδοχή. Αν σε αυτό προστεθεί και η άγρια καθημερινότητα της ζωής στη μεγαλούπολη, όπου η πολύωρη μετακίνηση, το κόστος ζωής και η υψηλές επαγγελματικές απαιτήσεις είναι τα συστατικά στοιχεία της καθημερινότητας της πλειονότητας των πολιτών, εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το μείγμα είναι εκρηκτικό: ποια είναι η εύκολη στην πρόσβαση, φαινομενικά δωρεάν και ευρέως αποδεκτή λύση στους στρεσογόνους αυτούς παράγοντες; Η χρήση των social media.
Likes, stories, reactions, reels, carousels, mentions κ.α. Όλοι αυτοί οι όροι αναφέρονται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Είναι αλήθεια ότι τα social media μας προσφέρουν μια εύκολη διέξοδο από τις προκλήσεις της δύσκολης καθημερινότητας και μας προσφέρουν την αίσθηση της κοινωνικοποίησης. Ωστόσο, η επικοινωνία αυτή είναι επουσιώδης και ψευδεπίγραφη. Οι φίλοι και οι followers μονάχα καταχρηστικά λαμβάνουν αυτόν τον τίτλο. Ωστόσο, όλοι μας –σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- δημοσιεύουμε στα social media τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, τις προσωπικές μας φωτογραφίες, αλλά και την τοποθέτησή μας αναφορικά με ζητήματα της επικαιρότητας. Η ανάγκη η οποία ικανοποιείται με τον τρόπο αυτό, είναι βεβαίως εσωτερική και μονάχα δική μας: με τη δημοσίευση και τη συνακόλουθη αλληλεπίδραση, αισθανόμαστε ως ζώντα και χρήσιμα μέλη του κοινωνικού συνόλου.
Ωστόσο, έχουμε συλλογικά λησμονήσει το ακόλουθο, απλό στη σύλληψή του, στοιχείο: η αλληλεπίδραση στα social media περιορίζεται μονάχα στον ψηφιακό και όχι στον πραγματικό κόσμο. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε ξανά ότι η διαδικτυακή μας persona είναι προορισμένη να υπάρχει μόνο εντός των «τειχών» των κοινωνικών δικτύων. Βάσει αυτού, είναι θεμιτό να περιορίσουμε τη χρήση τους όσο το δυνατόν περισσότερο και να μην τους επιτρέπουμε να επηρεάσουν τη διάθεση και τις καθημερινές μας συνήθειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Facebook: τα σχόλια σε αυτό είναι τόσο δηλητηριώδη, σε σημείο που εύλογα αναρωτιέται κανείς αν οι ίδιοι χρήστες εκφράζονται αναλόγως στην καθημερινή τους –εκτός του ψηφιακού κόσμου- ζωή. Η απάντηση είναι βεβαίως αρνητική. Η ανωνυμία και η απόσταση ασφαλείας είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν στους ανθρώπους να εξωτερικεύσουν τη χειρότερη πλευρά τους εαυτού τους.
Ακόμη, μια σημαντική παράμετρος είναι τα μη υγιή πρότυπα ομορφιάς τα οποία προβάλλονται από τα κοινωνικά μέσα, αλλά και βεβαίως η συνακόλουθη τροφοδότηση του δικού μας ναρκισσισμού και της ματαιοδοξίας μας. Ανεβάζουμε φωτογραφίες σε πόζες τις οποίες σε άλλες περιπτώσεις θα απορρίπταμε ως μη σχετικές με τη δική μας ιδιοσυγκρασία, συχνά ημίγυμνες. Αποσκοπούμε φυσικά στα likes, ήτοι στην αναγνώριση του περιγύρου, στον οποίο και απευθυνόμαστε ώστε να ενισχύσει το εγώ μας. Πρόκειται για μια πορεία στην οποία αν ενταχθεί κανείς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδράσει από τη μέγγενη της. Οι διαδικτυακοί θαυμαστές θα μας προσφέρουν στιγμιαία αναγνώριση, την οποία θα ξεχάσουν αστραπιαία.
Οι πολλαπλές και διαδεχόμενες αναρτήσεις μαρτυρούν ότι ο χρήστης έχει τοποθετήσει στο περιθώριο τις ουσιαστικές –δηλαδή οικογενειακές, φιλικές, ακόμη και συναδελφικές- σχέσεις και τις αντικατέστησε με την εύκολη και ψευδεπίγραφη αλληλεπίδραση στον εικονικό κόσμο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο των θανάτων διασήμων προσώπων, με εκατομμύρια followers: μετά από μερικές εβδομάδες, το συλλογικό πένθος εξανεμίζεται, ως εάν να μην υπήρξε ποτέ. Μονάχα οι οικείοι τους έχουν πραγματικά συνταραχθεί με τον θάνατό τους, ακόμη και αν είχαν πραγματοποιήσει διεθνή καριέρα. Μετά θάνατον, αποδεικνύεται ότι η ανθρώπινη ματαιοδοξία που οδηγεί στην υπερέκθεση, είναι μια επιθυμία κενή νοήματος. Επιφέρει μια αναγνώριση στιγμιαία και κατόπιν το κενό εμφανίζεται εκ νέου. Η ματαιοδοξία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί πλήρως και καταδικάζει το άτομο σε ένα κυνήγι, αέναο. Στο τέλος, το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί είναι εξαιρετικά βαρύ. Οι σχέσεις μας θυσιάζονται στο βωμό της ματαιοδοξίας μας, γεγονός που γίνεται φανερό στη δύση της ζωής μας.
Φαίνεται λοιπόν ότι έχουμε λησμονήσει να σκεφτόμαστε με γνώμονα τον άνθρωπο και τις ουσιαστικές του ανάγκες. Παν μέτρον άριστον δήλωναν οι σοφοί μας αρχαίοι πρόγονοι και, αν και παραδεχόμαστε ότι είναι μια ορθή δήλωση, έχουμε καταδυθεί στα κοινωνικά δίκτυα και αρνούμαστε να αφήσουμε το κινητό από τα χέρια μας. Δεν εφαρμόζουμε το αρχαίο ελληνικό μέτρο, τη μεσότητα η οποία και οδηγεί στην ευτυχία και τον υγιή βίο.
Εν μέσω λοιπόν αυτού του ζοφερού τοπίου –εφόσον είναι φανερό ότι γίνεται λόγος περί εξάρτησης-, ποιο είναι το δέον γενέσθαι; Με σχήμα κύκλου, ας αναζητήσουμε την απάντηση στη Φιλοσοφία, το αντικείμενο εκείνο δηλαδή που καταπιάνεται με τους ανθρώπινους προβληματισμούς εδώ και αιώνες. Ο φιλόσοφος Επίκουρος θα μας προσφέρει τη σοφία του: Ο Επίκουρος πίστευε ότι το κλειδί για την ανθρώπινη ευτυχία είναι η περίφημη αταραξία, την οποία ο άνθρωπος δύναται να κατακτήσει όταν καταφέρει να σκέπτεται με το λογικό του και επιλέγει ορθά μεταξύ των επιθυμιών του. Για τον Επίκουρο, δεν είναι όλες οι επιθυμίες μας άξιες προς εκπλήρωση, αλλά μονάχα ορισμένες από αυτές. Η καθημερινή μας εμπειρία δεν θα μας οδηγήσει στο ορθό ξεκαθάρισμα των επιθυμιών μας, τουναντίον η μετάβαση θα πραγματοποιηθεί με γνώμονα τη φρόνηση, το λόγο και τον νηφάλιο –ήτοι φιλοσοφικό- στοχασμό. Μονάχα ακολουθώντας αυτή την οδό θα επέλθει η ορθή θεώρηση των πραγμάτων.
Επομένως, ας μην εστιάζουμε στους άλλους και στην επιβράβευση που επιθυμούμε από εκείνους και ας επικεντρωθούμε στα ενδότερα του εαυτού μας καθώς και της οικογένειας και του φιλικού και επαγγελματικού μας κύκλου. Η λύση δεν είναι η ολοκληρωτική κατάργηση, αλλά η λελογισμένη χρήση των κοινωνικών δικτύων. Άλλωστε, όπως διατείνεται και ο φιλόσοφος, η ανάγκη μας να τα χρησιμοποιούμε είναι πλασματική, μη άξια προς εκπλήρωση. Παν μέτρον άνθρωπος λοιπόν, ο οποίος χρειάζεται τη μεσότητα, την αταραξία και την ψυχική γαλήνη για να ευημερήσει στη ζωή:
Δεν έχουμε ανάγκη από ματαιόσπουδες σοφίες, αλλά από μιαν αθόρυβη ζωή.