«Κοιτάξτε, για εμένα δεν υπάρχει πιο ελληνικό θέμα. Το χρυσό βραχιόλι έχτισε μια ολόκληρη χώρα. Ποιος από εμάς δεν έχει ακούσει παρόμοιες ιστορίες; Αν καθίσουμε σε ένα τραπέζι και αναφέρουμε το ζήτημα, όλοι θα έχουν και από μία ιστορία να διηγηθούν. Του παππού τους, ενός μακρινού θείου, κάποιου φίλου, ακόμα και τη δικιά τους….»
Τρεις γενιές Ελλήνων -η γενιά των γονιών μας, η δικιά μας γενιά και η γενιά των παιδιών μας- αφηγούνται την ιστορία τους.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Το Χρυσό Βραχιόλι» (εκδόσεις Μεταίχμιο), η βραβευμένη συγγραφέας Σοφία Νικολαΐδου, γνωστή κυρίως από τα μυθιστορήματά της «Χορεύουν οι ελέφαντες» και «Απόψε δεν έχουμε φίλους», αφήνει για λίγο την μυθοπλασία και στρέφεται στην αληθινή ζωή, καταγράφοντας τις μαρτυρίες 55 ανθρώπων, που ήταν οι πρώτοι στην οικογένειά τους οι οποίοι «πήραν το χαρτί» και άλλαξαν ζωή.
Παιδιά που γεννήθηκαν στη φτώχεια από γονείς που ήξεραν λίγα ή ελάχιστα γράμματα, παιδιά που διάβασαν, πέρασαν στο πανεπιστήμιο και έγιναν γιατροί, επιχειρηματίες, στελέχη επιχειρήσεων, ελεύθεροι επαγγελματίες. Απόφοιτοι του δημόσιου σχολείου ή υπότροφοι των μεγάλων ιδιωτικών. Παιδιά που σπούδασαν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Με τη στοργή συλλέκτη -και παρότι η ίδια δεν ανήκει σε αυτή την «κατηγορία», καθώς δεν είναι η πρώτη από την οικογένεια της που σπούδασε- η συγγραφέας, που από το 2019 Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του ΑΠΘ (μετά από εικοσιπέντε χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση), παραδίδει ένα απολαυστικό βιβλίο που χωρίς υπερβολή, συγκινεί.
Η Σοφία Νικολαΐδου μιλά στη HuffPost για την πολύχρονη, γοητευτική εμπειρία της συλλογής και καταγραφής των ιστοριών από κάθε γωνιά της Ελλάδας -Μακεδονία, Πελοπόννησο, Κρήτη, Αττική, Κέρκυρα, Πρέβεζα, Τρίκαλα, Έβρο, Λάρισα, Φλώρινα, Καρπενήσι, αλλά και την Κύπρο.
Αναφέρεται στο Χρυσό Βραχιόλι ως ελληνικό φαινόμενο -«νομίζω πως κανένας Άγγλος ή Αμερικανός δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι χορδές δονεί σε έναν Έλληνα η φράση ‘εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά το παιδί θα σπουδάσει’»- και στη σημείωση «επάγγελμα εργάτης» από το απολυτήριο της μητέρας της το μακρινό έτος 1953.
Βεβαίως και πριν απ’ όλα, στη σχεδόν ουτοπική για πολλά παιδιά απόφαση να ακολουθήσουν το όνειρο τους, αλλά και στην ιστορία που επαναλαμβάνεται, παρά το γεγονός ότι, η αγορά εργασίας μάλλον δεν περιμένει με ανοιχτές αγκάλες τους σημερινούς αποφοίτους πανεπιστημίων.
-Καταρχάς ο τίτλος είναι αναφορά σε μία φράση που χρησιμοποιούσαν παλιά στη Μακεδονία (ή και αλλού;) για όσους σπούδασαν και γλίτωσαν από τη χειρωναξία- το πτυχίο είναι χρυσό βραχιόλι στο χέρι του παιδιού. Αυτή τη φράση την έχετε ακούσει από πρώτο χέρι;
Είναι μια φράση που την έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες στα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης. Να βάλει το παιδί το χρυσό βραχιόλι, να κοιμάμαι ήσυχη. Χρυσό βραχιόλι ήταν το πτυχίο. Βεβαίως και την έχω ακούσει, πάμπολλες φορές. Και πολλοί από τους ανθρώπους που μου χάρισαν τις ιστορίες τους, όσοι κατάγονταν από τη Μακεδονία και τη Θράκη, ήξεραν την έκφραση, την είχαν ακούσει από τους δικούς τους γονείς ή από τους παππούδες τους. Βέβαια, αρκετοί από τους εικοσάχρονους συνομιλητές μου στο βιβλίο δεν την είχαν ακούσει, χάνεται σιγά σιγά.
-Υπάρχει μια ωραία και απολύτως ενδεικτική για την μεταπολεμική Ελλάδα, ιστορία (την οποία αφηγηθήκατε στον Παύλο Τσίμα) για το απολυτήριο της μητέρας σας -στην οποία και έχετε αφιερώσει το βιβλίο- που ανακαλύψατε ανάμεσα σε παλιές φωτογραφίες.
Πριν από χρόνια, ανακατεύοντας παλιές φωτογραφίες στο πατρικό, εκεί ανάμεσα στα άλμπουμ, ανέσυρα το απολυτήριο της μαμάς μου. Ήταν απολυτήριο του 1953 (η μαμά μου έχει γεννηθεί το 1935) και πλάι στον άριστο βαθμό ήταν σημειωμένο το επάγγελμα του πατέρα. Αικατερίνη Τομπαΐδου του Ευσταθίου, επάγγελμα εργάτης, 19 1/11. Δεν ξέρω, κάτι μου έκανε. Και αποφάσισα να γράψω το βιβλίο. Ένα βιβλίο με ιστορίες αληθινών ανθρώπων που ήταν οι πρώτοι στην οικογένειά τους που σπούδασαν. Τρεις γενιές Ελλήνων, η γενιά των γονιών μας, η δική μας γενιά και η γενιά των παιδιών μας. Όλοι τους φόρεσαν το χρυσό βραχιόλι. Όλοι τους συμμετείχαν σε μια ειρηνική επανάσταση με όπλο τις σπουδές και τα γράμματα που συντελέστηκε στην Ελλάδα του 20ού (και του 21ου) αιώνα.
-Παρότι αρχίσατε να συγκεντρώνετε πολύ νωρίτερα υλικό, τα τελευταία επτά χρόνια εργαστήκατε πιο συστηματικά, με ηχογραφήσεις και ταξίδια ανά την Ελλάδα. Προς το τέλος του βιβλίου αναφέρετε ότι οι πιο πολλοί δέχτηκαν με χαρά να ηχογραφηθούν, παρότι όσα σας αφηγήθηκαν -πιο σωστά, εξομολογήθηκαν- είναι πολύ προσωπικά. Ήταν μόνο το γεγονός ότι βρήκαν στο πρόσωπό σας έναν διαθέσιμο ακροατή;
Ιστορίες συγκέντρωνα από τότε που πρωτοάρχισα να γράφω, εδώ και τριάντα χρόνια περίπου. Απλώς δεν ήξερα γιατί. Γέμιζε το γραφείο χαρτάκια και ηχογραφήσεις, στοιβάζονταν τα στοιχεία. Όμως τα τελευταία επτά χρόνια εργάστηκα συστηματικά, με ταξίδια και ηχογραφήσεις ανά την Ελλάδα. Κοιτάξτε, για εμένα δεν υπάρχει πιο ελληνικό θέμα. Το χρυσό βραχιόλι έχτισε μια ολόκληρη χώρα. Ποιος από εμάς δεν έχει ακούσει παρόμοιες ιστορίες; Αν καθίσουμε σε ένα τραπέζι και αναφέρουμε το ζήτημα, όλοι θα έχουν και από μία ιστορία να διηγηθούν. Του παππού τους, ενός μακρινού θείου, κάποιου φίλου, ακόμα και τη δικιά τους. Συγκέντρωσα πάρα πολλές ιστορίες, όμως δεν γινόταν να μπούνε όλες στο βιβλίο, επιλέχθηκαν οι πιο αντιπροσωπευτικές. Ήθελα όσο γίνεται να είναι ιστορίες ανθρώπων με διαφορετική γεωγραφική προέλευση, από διαφορετικές γενιές. Αυτό που με εντυπωσίασε από την αρχή ήταν η δύναμη αυτών των ιστοριών. Και ναι, κανείς ποτέ δεν αρνήθηκε να μου εκμυστηρευτεί την ιστορία του. Αν οι άνθρωποι καταλάβουν ότι θα τους σεβαστείς, αν ενδιαφέρεσαι πραγματικά να τους ακούσεις, ανοίγονται - όπως θα ανοιγόμασταν όλοι. Είναι αυτό το «κάτσε να σου πω μια ιστορία» που είναι η αρχή όχι μόνο του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν υπάρχει πιο βαθιά, πιο ουσιαστική ανθρωπογνωσία από την αφήγηση ιστοριών.
-«Όλη η Ελλάδα πίστευε στο χρυσό βραχιόλι. Ένα πτυχίο έδινε δουλειά». Ποια η εξήγηση που δίνετε γι’ αυτό το (μάλλον) ελληνικό φαινόμενο; Πού καταλήγει η συγγραφέας, αλλά και η εκπαιδευτικός;
Σ’ αυτό που όλοι ξέρουμε. Ότι το πτυχίο, για δύο τουλάχιστον γενιές, ήταν το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή. Η γεωγραφική, κοινωνική, οικονομική κινητικότητα της χώρας βασίστηκε σ’ αυτό. Παιδιά από χωριά, παιδιά από φτωχές ή μικροαστικές οικογένειες, παιδιά με γονείς που ήξεραν λίγο ή καθόλου γράμματα, πήραν «το χαρτί» και άλλαξαν ζωή. Εργατόπαιδα που έγιναν δικηγόροι, αγροτόπαιδα που σπούδασαν γιατροί, κορίτσια που πάλεψαν για το αυτονόητο: μια δουλειά και το δικό τους πορτοφόλι. Αυτή η ταξική κινητικότητα είναι αδιανόητη σε άλλες κοινωνίες, όπου ο γιος του εργάτη δεν διανοείται ότι μπορεί να σπουδάσει. Αυτή η ελληνική ιδιαιτερότητα μπορεί να εξηγήσει και την εμμονή των γονιών με τις σπουδές και τα γράμματα, ακόμα και τώρα που το οικοδόμημα τρίζει. Και βέβαια εξηγεί πολλές εκπαιδευτικές παθογένειες.
-Στις ιστορίες υπάρχουν περιπτώσεις γονιών που έκοψαν απ’ την μπουκιά τους, όπως και άλλων οι οποίοι δεν ήταν ιδιαιτέρως θερμοί με την ιδέα να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ογκολόγου Ν.Τ. (γεν. 1974).
Οι γονείς του Νικόλα δεν ήταν αντίθετοι, απλώς ανησυχούσαν που διάβαζε τόσο πολύ. Και για να τον ηρεμήσουν, του έλεγαν ότι θα του αγοράσουν πρόβατα, να γίνει βοσκός. Εκείνοι το έλεγαν για καλό κι αυτός το άκουγε και τρελαινόταν. Όμως ναι, πράγματι, κάποιοι γονείς πάλεψαν για να κρατήσουν τα παιδιά τους στα πρόβατα και στα χωράφια, για να δουλεύουν μαζί τους. Δεν άφησαν τις κόρες τους να δώσουν εξετάσεις, γιατί πίστευαν ότι δουλειά των κοριτσιών ήταν τα παιδιά και ο γάμος. Υπάρχει μία τέτοια ιστορία στο βιβλίο, που το κορίτσι που κατάγεται από ένα χωριό του Έβρου κάνει απεργία πείνας και μόνο έτσι περνάει το δικό της («και στο Σουφλί πήγε η θεία στο Γυμνάσιο και στην Αγγλία να σπουδάσει με ένα βρακί»). Άλλοι γονείς ήθελαν τα παιδιά τους στο χωριό, για να τους γηροκομήσουν. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία έκανε αιματηρές οικονομίες και στερήθηκε πολλά για τις σπουδές των παιδιών. Νομίζω πως κανένας Άγγλος ή Αμερικανός δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι χορδές δονεί σε έναν Έλληνα η φράση «εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά το παιδί θα σπουδάσει».
-Υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες το κίνητρο δεν ήταν το χρήμα. Όχι επειδή υπήρχε, απλά όπως οι ίδιοι δηλώνουν δεν έκαναν τη συγκεκριμένη επιλογή με αυτό ως κριτήριο. Ο λόγος που ήθελαν να σπουδάσουν;
Το χρήμα δεν ήταν ποτέ και για κανέναν τους το κίνητρο κι αυτό αρκετοί το ξεκαθαρίζουν κιόλας: ένας γιατρός λέει «δεν έγινα γιατρός για τα λεφτά». Μια κοπέλα που σπούδασε ιστορικός αναφέρει «ποτέ δεν με εντυπωσίασαν τα λεφτά». Οι περισσότεροι ήξεραν φυσικά ότι αν ήθελαν να πλουτίσουν υπήρχαν πιο εύκολοι και γρήγοροι δρόμοι. Αυτό που χάριζε το πτυχίο σε αυτές τις γενιές ήταν αξιοσέβαστο επάγγελμα και άνετη ζωή. Σίγουρα τα παιδιά της επαρχίας ήθελαν να φύγουν, άλλωστε αυτό ήταν το ρεφρέν των γονιών, να φύγεις από το χωριό, να φύγεις από τα χωράφια, εδώ δεν έχεις μέλλον. Όλοι αναφέρουν ότι στην πόλη ανέπνευσαν καλύτερα. Ένας μάλιστα αναφέρει «η επαρχία είναι ένα σοκ. Τα θέλει όλα ίσια».
-Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε από αυτό το απίθανο ψηφιδωτό δύο ιστορίες, ποιες θα ήταν αυτές;
Είναι όλες τους παιδιά μου. Όλες με συγκινούν βαθιά. Αν με το πιστόλι στο κρόταφο θα έπρεπε να διαλέξω, για απολύτως προσωπικούς λόγους, θα διάλεγα την ιστορία της μαμάς μου. Μ’ αυτήν την ιστορία μεγάλωσα, είναι τα παιδικά μου χρόνια.
-Η αφήγηση διατηρεί τη φυσικότητα της προφορικότητας - ακόμα και οι παύσεις καταγράφονται. Στην αρχή κάθε ιστορίας κάνετε μια περιγραφή του συνομιλητή σας -κυρίως, την επίγευση της παρουσίας του (οι σύντομες σκηνικές οδηγίες, όπως λέτε)- και στη συνέχεια όσα σας είπε κατευθείαν σε πρώτο πρόσωπο. Σαν η μαρτυρία να μεταφέρεται αυτούσια. Χωρίς καμία δική σας επέμβαση;
Η δική μου επέμβαση αφορά το αφηγηματικό μοντάζ: το ποια κομμάτια επιλέγονται να παρουσιαστούν από τις ατελείωτες ώρες των ηχογραφήσεων, πώς συναρμόζονται οι φράσεις και οι ιστορίες μεταξύ τους και υφαίνουν την εικόνα μιας ολόκληρης εποχής που είναι η εποχή μας. Οι σκηνικές οδηγίες που αποδίδουν την ατμόσφαιρα του λόγου, κάτι σαν σύντομα σχόλια του αφηγητή για τα γυρίσματα του αφηγηματικού φακού. Μικρές κινήσεις που έχουν σημασία.
-Υπάρχει και μια τρίτη γενιά στο βιβλίο σας, η γενιά των παιδιών μας, κάποια από τα οποία ανήκουν σε νεότερα προσφυγικά σόγια –«παιδιά που γεννήθηκαν εδώ […] παιδιά που ξέρω καλά, γιατί πολλά από αυτά υπήρξαν φοιτητές μου». Γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται με παιδιά που κατάγονται από άλλες πατρίδες, άλλες κουλτούρες (ενώ μιλάμε για ένα ελληνικό φαινόμενο);
Έχετε δίκιο, η ιστορία επαναλαμβάνεται και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις θυμίζει τις ιστορίες των προσφύγων παππούδων μας. Για τα παιδιά αυτά και τις οικογένειές τους το πτυχίο είναι δικαίωση. Μία Αλβανίδα μάνα λέει στο παιδί της «αν δεν διαβάζεις, εδώ είναι τα θερμοκήπια». Και ο γιος σχολιάζει «δεν το έλεγε από κακό, κυρία, αυτή ήταν η αλήθεια».
-«Το χρυσό βραχιόλι» παραμένει ακόμα στόχος; Ένα μεγάλο ποσοστό πτυχιούχων εργάζεται σε καθεστώς ετεροαπασχόλησης, δηλ. σε εργασία χαμηλότερων προσόντων ή σε εργασία άσχετη με τις σπουδές τους.
Παρόλο που το τοπίο στα επαγγελματικά είναι εν πολλοίς ζοφερό, έχω την εντύπωση πως το πτυχίο εξακολουθεί να είναι ζητούμενο στην ελληνική οικογένεια. Οι πιο πολλοί που ρώτησα τι θα έκαναν στην περίπτωση που τα παιδιά τους έλεγαν ότι δεν θέλουν να σπουδάσουν αντέδρασαν χωρίς να το σκεφτούν: «Τρελάθηκες; Θα του κόψω τα πόδια!»
Θα σας πω και το άλλο. Όταν παρακολουθούσα τις ενημερώσεις για τον κορονοϊό, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι, μετά τις ανακοινώσεις για τα κρούσματα και τους νεκρούς, το επόμενο θέμα που συζητιόταν, κάθε φορά, ήταν αν και κάτω από ποιες συνθήκες θα γίνουν οι Πανελλαδικές. Μια ολόκληρη χώρα μέσα στη φωτιά γύριζε γύρω από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Αυτό δείχνει, νομίζω, πόση σημασία έχουν, ακόμα και σήμερα, οι σπουδές για την ελληνική οικογένεια.
-Στην εισαγωγή σημειώνετε «δεν μπορείς να συναγωνιστείς τη ζωή. Εκείνη γράφει τις καλύτερες ιστορίες». Μάλλον θαρραλέα παραδοχή για έναν συγγραφέα, έναν άνθρωπο που κατ’ εξακολούθηση μεταποιεί τον κόσμο μέσα από τη μυθοπλασία.
(Γελάει). Δεν το βλέπω έτσι, καθόλου. Στο κάτω κάτω, όλοι το ξέρουμε, παρόλο που συχνά το ξεχνάμε. Κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη ζωή. Είναι πιο επινοητική από εμάς και δίνει πλοκή στα συμβάντα του βίου. Άλλωστε και η μυθοπλασία αγωνίζεται να υφάνει αληθοφάνεια, να μοιάσει με τον τρόπο της στην αληθινή ζωή. Στο τέλος, όλα είναι αφήγηση. Αυτή είναι η ομπρέλα κάτω από την οποία ανθούν όλα. Από τις σπηλιές ως τα διαστημόπλοια, από τον Όμηρο ως το Νέτφλιξ, σε όλα τα μήκη και πλάτη του ανθρώπινου πολιτισμού, οι άνθρωποι λέμε και ακούμε ιστορίες. Είναι ίσως ένα από τα λίγα πράγματα που δεν αλλάζουν μέσα στους αιώνες.
-«Η τυραννία των αναμνήσεων - Διάλογος περί μνήμης» και η μεταφυσική του παρόντος. Για ποιον επιλέξατε να κλείσετε το βιβλίο σας με τους μηχανισμούς της μνήμης;
Μα επειδή είναι ένα βιβλίο που βασίζεται σε αυτό: στις μνήμες των ανθρώπων. Στο πώς καταγράφονται τα συμβάντα στο μυαλό και στην καρδιά μας και τα ανασύρουμε, χρόνια μετά, από τα έγκατα. Καμιά φορά, η μνήμη είναι άτιμο πράγμα. Κρατάει αυτά που θέλει, ερμηνεύει όπως θέλει, κοιτάει από τη σκοπιά της τα πράγματα. Όταν στις συνεντεύξεις μου ήταν παρόντες δύο ή τρεις, αδέλφια, φίλοι, συγγενείς και αφηγούνταν ο ένας, οι άλλοι πετάγονταν, συμπλήρωναν, άλλαζαν, αναιρούσαν. Συχνά θυμόντουσαν τα πράγματα διαφορετικά. Κι αυτό εγώ το βρίσκω συναρπαστικό.