Σωφροσύνη = Ουτοπία;

Υπερδυνάμεις και η ανάγκη για ισορροπία.
VICTOR de SCHWANBERG/SCIENCE PHOTO LIBRARY via Getty Images

Ο πόλεμος είναι η πιο ριψοκίνδυνη, απάνθρωπη και κοστοβόρα, ηθικά και υλικά, επιχείρηση και καλό θα ήταν να μη λησμονούμε τους αρχαίους θεωρητικούς του πολέμου και των στρατηγημάτων, όπως τον Έλληνα Πολύαινο ( 2oς μ.Χ.αι.).

Μία από τις πολλές διαχρονικές συμβουλές τους, συνιστά στους ηγέτες να μην φέρνουν τον αντίπαλό τους σε απελπιστική θέση.

Ακόμη και αν αυτός είναι ξεκάθαρο ότι ηττάται, θα πρέπει πάντοτε να του αφήνουν κάποιο περιθώριο έντιμου συμβιβασμού, ώστε να μπορεί να περισώσει, τουλάχιστον, την αξιοπρέπειά του και την επιβίωσή του. Διαφορετικά, πιθανόν, να αναγκαστεί να πολεμήσει μανιασμένα και μέχρις εσχάτων, μη έχοντας άλλη ελπίδα και διέξοδο προκαλώντας φθορές και απώλειες στον νικητή, καθιστώντας τη νίκη του «ακριβή» από κάθε άποψη.

Η συμβουλή αυτή προσαρμοσμένη στην τρέχουσα διεθνή συγκυρία, καλεί τις ανταγωνίστριες παγκόσμιες δυνάμεις, προκειμένου να αποφευχθεί ένας άνευ προηγουμένου καταστροφικός πόλεμος, να εξεύρουν στο διπλωματικό πεδίο τη βέλτιστη λύση

Σύμφωνα με αυτήν, η ισχυρότερη θεωρητικώς δύναμη, αφενός θα πρέπει να επιδιώξει τη διατήρηση του πρωταγωνιστικού της ρόλου έναντι των ανταγωνιστριών της, αφετέρου δε, θα πρέπει να αφήσει άθικτο τον αναγκαίο ζωτικό χώρο για την ανάπτυξή τους.

Έτσι θα έχουν την ευκαιρία να εξελίξουν ομαλά το δικό τους αναπτυξιακό μοντέλο στα μέτρα των δυνατοτήτων τους, εξασφαλίζοντας αξιοπρεπώς το παρόν και το μέλλον τους, ως σημαντικές, αλλά όχι ως κυρίαρχες δυνάμεις.

Και κυρίως, χωρίς να εξωθούνται σε ακραίες αντιδράσεις, θεωρώντας ότι ένας αγώνας ζωής ή θανάτου είναι η μόνη επιλογή που απομένει.

Για να γίνει πραγματικότητα κάτι τέτοιο, θα πρέπει να επιδειχθεί από κάθε πλευρά σωφροσύνη και ρεαλισμός στο διπλωματικό πεδίο. Διαφορετικά η πραγματικότητα που θα προκύψει από το πεδίο ενός ενδεχόμενου πολέμου, θα είναι τόσο σκληρή, που κανείς δεν θα ήθελε να τη ζήσει.

Στην πραγματικότητα, ταυτόχρονα με τη λήξη του «ψυχρού πολέμου», το 1991, ανετράπη και η «ισορροπία του τρόμου» μεταξύ της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ, η οποία όμως εξασφάλιζε την παγκόσμια ειρήνη επί δεκαετίες, έστω και δια της απειλής ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

Σήμερα ο κόσμος αναζητά νέες ισορροπίες. Οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν χάσει οριστικά την ευκαιρία, που παρουσιάστηκε το 1991, να καταστούν παγκόσμια αυτοκρατορία, όταν εξέρχονταν νικήτριες από έναν πεντηκονταετή «ψυχρό πόλεμο» και για πρώτη φορά στην ιστορία ο Πρόεδρός τους λάμβανε το προσωνύμιο «πλανητάρχης».

Ο χρόνος που δαπανήθηκε για την αποτυχημένη πραγμάτωση του «δόγματος Γούλφοβιτς», ήταν ακριβώς ο χρόνος που είχε ανάγκη η Ρωσία και η Κίνα.

Η πρώτη, για την ανασυγκρότηση του κράτους και την ανασύνταξη των δυνάμεών της και η δεύτερη, για την ανάπτυξη των δικών της στρατιωτικών και οικονομικών δυνάμεων.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, αμφότερες πλέον, να εκφράζουν και να υλοποιούν τις επιδιώξεις τους με αυξημένους βαθμούς ελευθερίας σε σχέση με τη βούληση και τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ.

Ενδεικτικό αποτέλεσμα της ενίσχυσης αυτών των δυνάμεων, είναι η από πλευράς Ρωσίας ένοπλη επέμβαση το 2008 στη Γεωργία ,στηρίζοντας την ανεξαρτητοποίηση της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, η de facto διχοτόμηση της Ουκρανίας και η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική επικράτεια, το 2014, καθώς και οι επιτυχημένες επεμβάσεις της στη Συρία και στη Λιβύη.

Από πλευράς Κίνας, η ισχύς της εκδηλώνεται:

α) με τη δυναμική οικονομική της διείσδυση σε παγκόσμιο επίπεδο

β) με την αυξανόμενη στρατιωτική της παρουσία στον Ειρηνικό

γ) με το παρεμβατικό της ενδιαφέρον για τη νομή των υδρογονανθράκων της Αφρικής και των απανταχού πλουτoπαραγωγικών πηγών

δ) με την προσπάθεια της να δημιουργήσει ελεγχόμενους από αυτήν εμπορικούς δρόμους και διαύλους για την προώθηση των συμφερόντων της (δρόμος του μεταξιού κ.λπ.), προκαλώντας, έτσι, τις αναμενόμενες αντιδράσεις των ΗΠΑ.

Βλέπουμε, λοιπόν, το παγκόσμιο σύστημα ισχύος, για πρώτη φορά, μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, από διπολικό να εξελίσσεται σε τριπολικό, ξεδιπλώνοντας, ενώπιον μας, τρία κύρια ενδεχόμενα, σχετικά με το εγγύς μέλλον της ανθρωπότητας.

Πρώτον: Να δημιουργηθεί νέα, τριπολική αυτή τη φορά, «ισορροπία του τρόμου», στο πλαίσιο της οποίας ,οι ηγεμονικές επιδιώξεις του εκάστοτε ισχυρότερου πόλου θα αναχαιτίζονται από τη συντονισμένη σύμπραξη των άλλων δύο δυνάμεων. Οπότε, οι όποιες μεταξύ τους διαφορές και αντιθέσεις, θα εκτονώνονται ή θα επιλύονται μέσω της διπλωματίας ή μέσω περιφερειακών συγκρούσεων των «αντιπροσώπων» τους (proxy war), με αποτέλεσμα να συντηρείται επ’αόριστον το ιδιότυπο αυτό modus vivendi.

Δεύτερον: Μία από τις τρεις δυνάμεις να νιώσει τόσο ισχυρή, ώστε να επιδιώξει μια τελική υπέρ αυτής λύση, ως προς την παγκόσμια κυριαρχία, χωρίς να αποκλείεται, εν τέλει, μια γενικευμένη αναμέτρηση.

Τρίτον: Σε περίπτωση που οι δύο από τις τρεις υπερδυνάμεις εκτιμήσουν, ότι η εξέλιξη των πραγμάτων είναι αρνητική για τα ζωτικά τους συμφέροντα και ο χρόνος κυλά επικίνδυνα εις βάρος τους, ισχυροποιώντας τον επίφοβο αντίπαλό τους, είναι πιθανή μια συνένωση των δυνάμεών τους εναντίον του, προκειμένου να αποτρέψουν την υποβάθμισή τους και τέλος να μοιραστούν μεταξύ τους την παγκόσμια κυριαρχία.

Οι επιλεκτικές και παλινδρομικές προσεγγίσεις του Πεκίνου, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με την Μόσχα και κατόπιν με την Ουάσιγκτον, είναι ενδεικτικές της ρεαλιστικότητας του τρίτου σεναρίου.

Το εάν πραγματοποιηθεί κάποια από τις τρεις εκδοχές και ποια θα είναι αυτή, δεν το γνωρίζουμε.

Η Ιστορία γράφεται πάντα εκ των υστέρων και βρίθει περιπτώσεων, τόσο εσφαλμένων όσο και σωτήριων επιλογών των πρωταγωνιστών της, όπως και αξιοποιημένων ή χαμένων ευκαιριών, σε κρίσιμες καμπές της.

Το τί τελικά θα συμβεί, θα εξαρτηθεί από τις εκτιμήσεις των ιθυνόντων των τριών υπερδυνάμεων.

Αυτό που εμείς ευχόμαστε, είναι να μην κυριαρχήσει στη διεθνή πολιτική το κατά Πλάτωνος «επιθυμητικόν» μέρος του ανθρώπου, αντί του «λογιστικού».

Με πιο απλά λόγια, να μην καταληφθούν οι παγκοσμίως ιθύνοντες, παραμερίζοντας τον ορθολογισμό και τη μετριοπάθεια, από την εξουσιαστική βουλιμία. Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανόν να μας οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική και ανθρωπιστική καταστροφή, πολύ μεγαλύτερη από αυτές που ενέσκηψαν στο παρελθόν, οσάκις είχαν κυριαρχήσει, ως προς τη λήψη ζωτικών αποφάσεων για τις τύχες της ανθρωπότητας, τα ταπεινότερα ανθρώπινα ένστικτα: η πλεονεξία, η καχυποψία και η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής.

Μια τέτοια δυσμενής εξέλιξη, δεν θα ήταν κάποιο παράδοξο ιστορικό φαινόμενο, αφού σε διάστημα μόνο εικοσιπέντε ετών (1914 - 1939 ), η ανθρωπότητα βίωσε δύο παγκόσμιους πολέμους και πολύ περισσότερους περιφερειακούς, ενώ σε διάστημα μόλις ογδόντα ετών (1929 - 2007 ), υπέστη αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις και καταστροφές, με κορυφαίες το Μεγάλο Κραχ του 1929 και την χρηματοοικονομική καταστροφή του 2007, που όπως αποδεικνύει η οικονομική ιστορία, μόνο αναπόφευκτες δεν ήταν.

Δημοφιλή