Πώς μπορεί να ερμηνευθεί ότι ο αριστερός προγραμματικός λόγος, με σαφείς φιλοεργατικές και φιλολαϊκές ρίζες, απονευρώνεται και τελικά από-ριζοσπαστικοποιείται; Αυτό συμβαίνει πιθανόν εξαιτίας του μικρού περιθωρίου που αφήνεται στις εθνικές κυβερνήσεις και στα κόμματα, για καινοτόμες πολιτικές δράσης αντιπροσώπευσης εναλλακτικών προτάσεων πολιτικής. Προκειμένου να επιτευχθεί οικονομική και κοινωνική σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εκφραστές της σοσιαλδημοκρατίας, προβαίνουν στην εφαρμογή σκληρών μέτρων λιτότητας. Αυτά, αντιβαίνουν τις προεκλογικές δεσμεύσεις περί βελτίωσης του επιπέδου ζωής και άρα έρχονται σε ρήξη με τους παραδοσιακούς υποστηρικτές της σοσιαλδημοκρατίας.
Η εξέλιξη αυτή έχει συνέπειες και στην πολιτική αντιπαράθεση, καθώς κόμματα τα οποία είχαν διαχρονικές διαφορές, σήμερα ομονοούν για ζητήματα που άπτονται της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, οδηγούμαστε στην άμβλυνση των ιδεολογικών διαφορών και στην απουσία εναλλακτικών προτάσεων.
Λόγω της σύγκλισής της προς τον νεοφιλελευθερισμό και τη δεξιά σε αρκετά κοινά πολιτικά επιχειρήματα και θέσεις, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απώλεσαν την «ενσυναίσθησή» τους, με την οποία οι εκφραστές τους κάποτε πρωτοπορούσαν στην κατανόηση των κοινωνικών αιτημάτων και την κινητοποίηση του εκλογικού ακροατηρίου. Η κυριαρχία του φιλελευθερισμού, τα πολυεπίπεδα κέντρα εξουσίας της ΕΕ καθώς και η δυσκολία ανάκλησης των αποφάσεων που λαμβάνουν τα όργανά της, ευνόησαν την εδραίωση ενός συντηρητικού συστήματος διακυβέρνησης στο οποίο η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν έχει ενιαίες και πειστικές απαντήσεις.
Η έλλειψη ενός ενιαίου σοσιαλδημοκρατικού προγραμματικού μετώπου, αποτυπώθηκε και στις ευρωεκλογές του 2009 και την αδυναμία του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PES) να στηρίξει έναν υποψήφιο για την Προεδρεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Έτσι, τα νεοεμφανιζόμενα λαϊκιστικά κόμματα διαμαρτυρίας -είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά του πολιτικού φάσματος- κατάφεραν να ανταποκριθούν πειστικά στους φόβους των πολιτών, μειώνοντας κι άλλο την εκλογική μερίδα της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ «γκρέμισαν» τον δικομματισμό.
Το κόμμα που ωστόσο ξεφεύγει λίγο από το παραπάνω μοτίβο και φαίνεται να απολαμβάνει μέρος της εκλογικής αίγλης του παρελθόντος καθώς και θέση εξουσίας στο κυβερνητικό στερέωμα, είναι το Ισπανικό Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE). Η επιτυχία του αποδίδεται στην έγκαιρη άρνηση συμβιβασμού του με το κυρίαρχο ανταγωνιστικό (Λαϊκό) κόμμα, με την παραίτηση του Σάντσεθ το 2016, για να μην στηρίξει την κυβέρνηση Ραχόι.
Οι ηγέτες οι οποίοι επέδειξαν έναν κινηματικού τύπου ριζοσπαστισμό, -ο οποίος ανέκαθεν έβρισκε μεγάλη απήχηση στους αριστερούς ψηφοφόρους-, κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν μεγάλη στήριξη και σήμερα φαίνεται ότι θα μπορούσαν να «αναστήσουν» μέρος της σοσιαλδημοκρατικής βάσης, αρκεί ωστόσο ο ριζοσπαστισμός αυτός να μην είναι αυτό-αναφορικός. Προς επίρρωση της θέσης αυτής, θυμόμαστε την προεκλογική υπόσχεση Ολλάντ ότι θα ανοικοδομήσει την οικονομική αρχιτεκτονική της Ευρώπης, το στυλ ηγεσίας Κόρμπυν που άρμοζε κυρίως στην εξωκοινοβουλευτική ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και εκτός της σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας, τον Τσίπρα, (ο οποίος αν και δεν έχει εγκαταλείψει τις συντεταγμένες της ριζοσπαστικής αριστεράς, προσεταιρίζεται τη σοσιαλδημοκρατία) που ο κινηματικός. αριστερός ενθουσιασμός του εν μέρει απέδωσε. Ωστόσο, ο κινηματικός ριζοσπαστισμός σε όλες τις περιπτώσεις ξεθώριασε και μαζί του, και η στήριξη του εκλογικού κοινού.
Για να εξασφαλιστεί λοιπόν ότι η εκλογική πτώση της σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί σήμερα σύμπτωμα μιας βραχυχρόνιας κρίσης της, χωρίς να συνεπάγεται τον μόνιμο εκλογικό μαρασμό της, οι εκφραστές της οφείλουν να «από-ποινικοποιήσουν» το διαχειριστικό παρελθόν της, απαλλάσσοντας την από σκάνδαλα και αστοχίες του παρελθόντος, χαράσσοντας μία νέα πορεία βασισμένη στις παραδοσιακές ιδεολογικές της ρίζες. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να φανεί και πάλι επίκαιρη και αξιόπιστη στα αιτήματα της νεωτερικότητας.
Πρέπει να ανοικοδομήσει τους δεσμούς της με το εργατικό κίνημα και να ενορχηστρώσει τις δράσεις της με κοινωνικά κινήματα καθώς και με ΜΚΟ που πλέον καλύπτουν και συμπληρώνουν με το έργο τους το κράτος πρόνοιας. Πρέπει να αποκτήσει ένα συνεκτικό ιδεολογικό όραμα που θα αποτυπώνεται σε ένα ενιαίο αφήγημα με πυρήνα την κοινωνική δικαιοσύνη, το κράτος πρόνοιας, την ισότητα και την αλληλεγγύη καθώς και ένα νέο πρόγραμμα πολιτικής οικονομίας, που θα διαδεχθεί τον κεϋνσιανισμό και θα εγγυάται ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό, τον ελιτισμό και τον τεχνοκρατισμό.
Η σοσιαλδημοκρατία διαθέτει το «συγκριτικό πλεονέκτημα» αντιπαράθεσης με την ακροδεξιά αλλά και τη δεξιά, γιατί μπορεί να υπερασπιστεί τις ομάδες που διαχρονικά έχουν υποστεί διακριτική μεταχείριση (γυναίκες, άτομα με αναπηρίες, ΛΟΑΤΚΙ).
Εάν ξανακερδίσει την κοινωνική πρωτοκαθεδρία της, εκφράζοντας και υπερασπίζοντας κοινωνικά αιτήματα, θα επανακτήσει και την εκλογική πρωτοκαθεδρία της. Μόνο έτσι, θα πάψει πια να απειλείται από λαϊκιστικά κόμματα που διεκδικούν και σφετερίζονται εργαλειακά την ιδεολογία της, αλλά και από τα κυρίαρχα κεντροδεξιά/ δεξιά κόμματα που εδραίωσαν τον νεοφιλελευθερισμό ως το αποκλειστικό οικονομικό πρόγραμμα. Η σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται ξανά ριζοσπάστες ηγέτες που δεν δέχονται μοιρολατρικά τις ειλημμένες αποφάσεις των προκατόχων τους, αλλά τους αμφισβητούν με το διαχρονικά, πειστικό πολιτικό επιχείρημα: αυτό της ισότητας.