Ο ιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Twitter Inc, ο Τζακ Ντόρσι, σχολίασε την απόφαση να απαγορευτεί η πρόσβαση του Ντόναλντ Τραμπ στην πλατφόρμα του ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης λέγοντας πως ήταν μεν «σωστή» αλλά παράλληλα σηματοδοτεί μια «αποτυχία», ενώ «δημιούργησε προηγούμενο», που ομολόγησε πως του φαίνεται «επικίνδυνο», ως προς την εξουσία που κρατούν στα χέρια τους μεγάλες εταιρείες.
Επρόκειτο για «αποτυχία από μέρους μας να κάνουμε μια υγιή συζήτηση», ανέφερε o δημιουργός του Twitter (@Jack) σε μακροσκελές νήμα αναρτήσεων του, με το οποίο εκφράστηκε για πρώτη φορά δημόσια για την αναστολή επ’ αόριστον της πρόσβασης του απερχόμενου προέδρου στην υπηρεσία επειδή κρίθηκε ότι υποκίνησε την εισβολή στο Καπιτώλιο και ενθάρρυνε τη βία.
Ιός δυσπιστίας ”χτυπά” κυβερνήσεις και πηγές ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο λόγω ”κακών” χειρισμών της πανδημίας-Ποιους (παραδόξως) εμπιστεύονται τελικά οι πολίτες
«Ψηφιακή ολιγαρχία» και εκλεγμένες κυβερνήσεις: Ποιος περιφρουρεί τελικά την ελευθερία της έκφρασης
Κινήσεις αυτής της φύσης «μας διχάζουν. Περιορίζουν τη δυνατότητα να εξηγήσεις, να μετανιώσεις, να μάθεις», συνέχισε ο Ντόρσι. «Και δημιουργούν προηγούμενο που μου μοιάζει επικίνδυνο», όσον αφορά «την εξουσία ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης σε μέρος του παγκόσμιου δημόσιου διαλόγου».
Ο ιστότοπος Twitter ήταν εδώ και χρόνια το βασικό εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας του Ρεπουμπλικάνου απερχόμενου προέδρου: το χρησιμοποιούσε για να απευθύνεται άμεσα στα 88 εκατομμύρια «ακολούθους» του.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει παράλληλα αποκλειστεί από τους ιστότοπους Facebook, Instagram, Snapchat, Twitch και, από προχθές Τρίτη, από το YouTube για τουλάχιστον μία εβδομάδα.
Όμως η απόφαση του δικτύου των «τιτιβισμάτων» ήταν μακράν η πιο εμβληματική. Ο εξοστρακισμός του προέδρου των ΗΠΑ χαιρετίστηκε από πολλούς αμερικανούς πολιτικούς, αλλά επικρίθηκε από οργανώσεις και πολιτικούς ηγέτες, κεντροδεξιούς όπως η γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ ή κεντροαριστερούς όπως ο μεξικανός πρόεδρος Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, με κοινό παρονομαστή την ανησυχία για την ισχύ που διαθέτουν οι εταιρείες της τεχνολογίας.
Ο Τζακ Ντόρσι κρίνει ότι η ισορροπία δύναμης τηρείται, όσο «ο κόσμος μπορεί απλά να πάει σε κάποια άλλη υπηρεσία, εάν δεν τον βρίσκουν σύμφωνο οι κανόνες μας και η επιβολή τους».
Όμως αυτή η ιδέα «αμφισβητήθηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν αρκετοί πάροχοι βασικών υπηρεσιών στο διαδίκτυο αποφάσισαν να μη φιλοξενούν πλέον αυτό που έβρισκαν επικίνδυνο».
«Δεν πιστεύω ότι ήταν κάτι συντονισμένο. Πιο πιθανό: οι εταιρείες κατέληξαν στα δικά τους συμπεράσματα ή ενθαρρύνθηκαν από τις ενέργειες των άλλων».
Το Twitter, όπως και αρκετοί γείτονές του στη Silicon Valley, βρίσκονται στο στόχαστρο των αμερικανικών αρχών εδώ και μήνες. Πολιτικοί και των δύο μεγάλων αμερικανικών παρατάξεων επικρίνουν την παντοδυναμία τους, τους όρους του ανταγωνισμού, το πώς αξιοποιούν τα δεδομένα των χρηστών τους, το πώς χειρίζονται τον δημόσιο διάλογο.
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ αποπειράθηκε την Παρασκευή να απαντήσει, μετά την αναστολή του προσωπικού του λογαριασμού, μέσω του επίσημου λογαριασμού της προεδρίας (@POTUS), απευθυνόμενος στους «75 εκατομμύρια αμερικανούς πατριώτες» που τον ψήφισαν, τα μηνύματά του διαγράφτηκαν πάραυτα από τους διαχειριστές του Twitter.
«Το να χρησιμοποιείται άλλος λογαριασμός για να παρακάμπτεται η αναστολή αντίκειται στους κανόνες χρήσης μας», εξήγησε εκπρόσωπος της εταιρείας.
Πάντως ο Τζακ Ντόρσι αναγνωρίζει ότι τα μέτρα που πήραν οι μεγάλοι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης ενδέχεται μακροπρόθεσμα να καταστρέψουν την «ευγενή υπόθεση», τα «ιδανικά του ανοικτού διαδικτύου» .