Σπύρος Παπαδόπουλος: Την έχω μέσα μου τη νοσταλγία

«Ένα από τα τραγούδια που θα πω στην παράσταση είναι το «Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια».
Φωτογραφία: Γιώργος Καλφαμανώλης

«... Δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση -αλλά καθόλου, εννοώ- εκτός από ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Βλέπω μόνο τις παλιές ελληνικές ταινίες γιατί με ξεκουράζει και με γαληνεύει. Έχω δει εκατό φορές την κάθε μία και πάντα τις βλέπω με χαρά γιατί είναι σαν ένα τραγούδι που το ακούς και το ξανακούς και δεν το βαριέσαι ποτέ...»

Ο Σπύρος Παπαδόπουλος μιλά στη HuffPost Greece και με αφορμή το μιούζικαλ των Θανάση Παπαθανασίου - Μιχάλη Ρέππα «Το δικό μας σινεμά» που ανεβαίνει από τις 7 Ιουνίου, στο θέατρο «Άλσος», γυρίζει στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, αναφέρεται στην εκπομπή του, που εφέτος βρίσκεται στον δέκατο πέμπτο χρόνο και δηλώνει «... αν ήταν στο χέρι μου θα σας πήγαινα όλους πολλά χρόνια πίσω, τότε που οι μπακάληδες είχαν το μολύβι στο αυτί».

-Ποιά ιστορία αφηγείται «Το δικό μας σινεμά»;

Θα πούμε πολλές ιστορίες, μπλεγμένες η μία με την άλλη, για τον κόσμο του Φίνου. Η ιστορία ξεκινάει χρονικά από την εποχή του 1950, στην ακμή του ελληνικού σινεμά και σιγά σιγά φτάνει μέχρι την πτώση του, με την έλευση της τηλεόρασης, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε -διακριτικά- τις αλλαγές, το πολιτικό πλαίσιο, φτάνοντας μέχρι και τη χούντα.

-Και οι πρωταγωνιστές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου;

Δεν υπάρχει ευθεία αναφορά σε πρόσωπα. Τα παιδιά (σ.σ. οι Παπαθανασίου - Ρέππας), το έχουν γράψει επίτηδες έτσι, ώστε να μην μπορείς να ταυτίσεις κάποιον ρόλο με έναν συγκεκριμένο ηθοποιό. Τα πρόσωπα τα συγκεκριμένα, οι ηθοποιοί οι συγκεκριμένοι, αναφέρονται μόνο ως ονόματα. Δηλαδή, κάποια στιγμή λέμε, εντάξει αφού δεν μπορώ εγώ, πάρτε τον Αλεξανδράκη να κάνει αυτόν τον ρόλο. Ή, τη Λαμπέτη. Μόνο αναφορά γίνεται, οι ρόλοι έχουν άσχετα ονόματα και κανείς δεν παραπέμπει ευθέως σε κάποιον συγκεκριμένο ηθοποιό.

-Ο δικός σας ρόλος;

Εγώ είμαι ο Πέτρος Μακρής, ένας ηθοποιός με θητεία στο θέατρο, αλλά που μπήκε σχετικά ώριμος, θα έλεγα, στον Φίνο, έκανε κάποιες επιτυχίες και πια έχει γίνει πρωταγωνιστής, ένας άνθρωπος που συμπυκνώνει -ήταν η πρόθεση των συγγραφέων αυτή- προτερήματα και ελαττώματα και συμπεριφορές πολύ γνωστές. Σαν ένας μέσος όρος, που θυμίζει πολλούς ανθρώπους: Ολίγον καλός, ολίγον ανταγωνιστικός, ολίγον γυναικάς, ένας χαριτωμένος τύπος με πολλά ελαττώματα.

-Η συνεργασία με το συγγραφικό δίδυμο Παπαθανασίου - Ρέππα; Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι εάν έχετε συνεργαστεί στο παρελθόν.

Όχι, πρώτη φορά, ούτε καν γνωριζόμασταν. Δεν είχε τύχει. Και μου κάνει κι εμένα εντύπωση, πώς μετά από τόσα χρόνια, δεν... Χάρηκα που τους γνώρισα, γιατί πέρα από το τι συγγραφείς είναι -έχουν γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο (και δεν το νομίζω μόνο εγώ, το νομίζουμε όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης, που δεν είμαστε και λίγοι), επειδή πέρα απ′ όλα τ′ άλλα, είναι πολύ ευγενείς. Το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να είσαι τόσα χρόνια επαγγελματίας και να είσαι όπως είναι τα παιδιά. Έχουν μία βαθιά ευγένεια που δεν συναντάς εύκολα.

-Η σχέση σας με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο; Υπάρχουν ταινίες που έχετε συνδέσει με τα χρόνια του σχολείου, με στιγμές οικογενειακές;

Πάρα πολλές! Κι ακόμα έχω κόλλημα... Ευτυχώς που υπάρχει ένα συνδρομητικό κανάλι με παλιές ταινίες. Δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση -αλλά καθόλου, εννοώ- εκτός από ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Βλέπω μόνο τις παλιές ελληνικές ταινίες γιατί με ξεκουράζει και με γαληνεύει. Έχω δει εκατό φορές την κάθε μία και πάντα τις βλέπω με χαρά γιατί είναι σαν ένα τραγούδι που το ακούς και το ξανακούς και δεν το βαριέσαι ποτέ. Έχω λοιπόν, πολύ μεγάλη σχέση. Εκεί που μεγάλωσα, στην Παλιά Κοκκινιά, δεν είχαμε τη δυνατότητα να πηγαίνουμε κινηματογράφο. Υπήρχαν περίοδοι -όταν με άφηνε ο πατέρας μου-, που πήγαινα πιτσιρικάς και πουλούσα στα διαλείμματα αναψυκτικά για να βλέπω ταινίες.

-Οι αγαπημένες σας;

«Τα κίτρινα γάντια» είναι μία από τις αγαπημένες μου, «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», του Βασίλη Λογοθετίδη «Ένα βότσαλο στη λίμνη» -ειδικώς με τον Λογοθετίδη είχα τρέλα από μικρός. Είναι κάμποσες...

-Πώς τα πάτε με τη νοσταλγία;

Ξέρετε, περιέργως από μικρός -δεν το κάνω τώρα που τα ’χω τα χρονάκια μου- είχα μία παρελθοντολαγνεία. Όλα τα πίσω σκέφτομαι. Την έχω μέσα μου τη νοσταλγία. Δεν σκέφτομαι ποτέ το μέλλον. Αν ήταν στο χέρι μου θα σας πήγαινα όλους πολλά χρόνια πίσω, τότε που οι μπακάληδες είχαν το μολύβι στο αυτί.

-Ο κίνδυνος της εξιδανίκευσης;

Αυτό είναι αλήθεια, γιατί, προσωπικά, όπως πάρα πολλά παιδιά της γενιάς μου, ζήσαμε -και εκεί όπου έζησα- σκληρά χρόνια. Από όλες τις απόψεις σκληρά, δεν λέω μόνο από τη σχεδόν απόλυτη φτώχεια. Κι από πολιτικές διώξεις -των πατεράδων μας, των φίλων μας- από πολλές απόψεις. Σ′ ένα πλαίσιο δύσκολο μεγαλώσαμε. Ωστόσο, κάτι είχε αυτό το άτιμο....

Οπωσδήποτε το εξιδανικεύεις κοιτάζοντας προς τα πίσω, γιατί ό,τι σε ενώνει με τα νιάτα σου, με τα πρώτα σου χρόνια πάντα το εξιδανικεύεις, ωστόσο υπήρχε μία ανθρωπιά, εννοώ με όλες τις πόρτες ανοιχτές και όλοι με όλους, αυτοσχέδια γλέντια σε κάθε σπίτι, από δω κι από κει, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, πράγματα που χαράζουν ένα παιδί. Η ζωή όπως έγινε μετά με τις πολυκατοικίες και την αποξένωση που όλοι γνωρίζουμε, δεν μου κάθισε καλά. Καθόλου. Από μικρός από τα δεκατέσσερα – δεκαπέντε μου, που πήγαμε πια σε πολυκατοικία και φύγαμε από τη γειτονιά, δεν μου κάθισε καλά...

-Θέλατε σπίτι απλό, με κηπάκι.

Ποιό κηπάκι;... Εμείς μεγαλώσαμε σε μια αυλίτσα -μια μικρή αυλή στη μέση και γύρω γύρω δωμάτια. Και σε κάθε δωμάτιο ζούσε μια οικογένεια. Παρ′ όλα ταύτα, το νοσταλγώ.

-Η παράσταση θα ανέβει στο νέο θερινό Άλσος.

Βέβαια. Αυτό έτσι κι αλλιώς υπήρξε επί πολλές δεκαετίες θέατρο. Έτυχε να έχω ξαναπαίξει εκεί μία φορά, με τον Χάρρυ Κλυνν -ο οποίος ήταν για κάμποσα χρόνια εκεί- και είχα γνωρίσει τον χώρο. Έκτοτε έκλεισε και τον ξανάνοιξε ο Μαροσούλης. Το πρώτο που του είπα όταν τον είδα είναι ότι εδώ μπορείς να κόβεις εισιτήριο και χωρίς να βλέπεις θέαμα, απλώς για να μπεις να πιεις έναν καφέ.

Θέατρο Άλσος

-Η προοπτική ότι θα περάσετε το καλοκαίρι στην Αθήνα δουλεύοντας;

Η αλήθεια είναι ότι έχω να δουλέψω πάνω από είκοσι χρόνια καλοκαίρι, γιατί έχω μια βάρκα και τα καλοκαίρια γυρνάω. Φέτος, δεν ξέρω, μπορεί και να μου ‘χει λείψει, αλλά αν δεν ήταν η συγκεκριμένη περίπτωση, αν δεν ήταν το Άλσος που ξανανοίγει, δεν θα το συζητούσα. Για να πω την αλήθεια, σαν διακοπές θα’ ναι, γιατί εάν είναι καλή η παράσταση και πηγαίνει καλά, ε, όλη την ημέρα κάνεις ό,τι θέλεις και το βράδυ πηγαίνεις στην παράσταση σου. Έχω να ζήσω πολλά χρόνια την Αθήνα καλοκαίρι -ειδικά όταν ψιλοαδειάζει- και θα είναι μία μορφή διακοπών για μένα.

-Και τον επόμενο χειμώνα; Τι θα κάνετε θεατρικά από το φθινόπωρο;

Για τέταρτη χρονιά το «Δείπνο Ηλιθίων» που δεν λέει να σταματήσει.... Κι από την άλλη κι εμένα μου είναι δύσκολο να αποχωριστώ αυτόν τον ρόλο. Το θέλει ο κόσμος, το θέλω κι εγώ.

-Δεκαπέντε χρόνια «Στην Υγειά μας»...

Ναι, φέτος είναι ο 15ος χρόνος.

-... Υπήρξε στιγμή που είπατε, η εκπομπή έχει κάνει τον κύκλο της;

Κατ′ αρχάς, η πρώτη φορά που είπα, φτάνει τώρα, ήταν η πρώτη χρονιά. Μόλις τελείωσε η πρώτη χρονιά και μου είπαν να ανανεώσουμε για την επομένη -αλήθεια, το λέω- είπα, ρε παιδιά και που θα βρω ιδέες τώρα για μια ολόκληρη δεύτερη χρονιά; Δεν ήθελα. Ωστόσο, ναι, κάποια στιγμή μ′ έπιασε και μια κούραση -με κουράζει πάρα πολύ ότι τόσα χρόνια δεν έχω ελεύθερο ένα Δευτερότριτο (ουσιαστικά, επειδή γυρίζουμε και Δευτέρα και Τρίτη, σπάνια κάνω ρεπό, γιατί από Τετάρτη έως και Κυριακή είμαι στο θέατρο). Κάποιες στιγμές το είπα, κουράστηκα, αλλά δεν γίνεται -πραγματικά δεν γίνεται- γιατί πια, τα τελευταία χρόνια, ειδικά λόγω κρίσης, δεν είναι ότι απλώς αρέσει η εκπομπή, νομίζω ότι είναι λίγο σαν ανάγκη, σε πολύ κόσμο και ειδικά κόσμο εκτός Αθήνας. Μου λένε, μαζευόμαστε, φωνάζουμε και τους γείτονες και η εκπομπή είναι η διαφυγή μας. Και νομίζω ότι κάτι δεν μ′ αφήνει να σκεφτώ ότι θα σταματήσω.

-Ποιά ήταν η πιο δύσκολη εκπομπή που έχετε κάνει όλα αυτά τα χρόνια;

Ναι, υπήρξαν εκπομπές δύσκολες.... Ας πούμε με τον Μάνο Ελευθερίου. Έτσι ξεκίνησα, κάναμε την πρώτη εκπομπή με τον Μάνο και μετά, όταν του έκανα ξανά αφιέρωμα και πια είχε «φύγει», μου ήταν πολύ δύσκολο....

-Τι μουσική ακούτε εκτός εκπομπής;

Από παιδί, επειδή δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση, ακούω μόνο ραδιόφωνο. Ακούω λοιπόν, κατά 99,9% ελληνική μουσική -αυτό που λέμε έντεχνο, λαϊκό ρεμπέτικο. Αυτά που ουσιαστικά συνήθως παίζω και στην εκπομπή. Γι αυτό και την έκανα άλλωστε.

-Για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε, ποιό τραγούδι θα πείτε στην παράσταση; Ένα από αυτά που θα πείτε.

Ένα από αυτά που θα πω είναι το «Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια»...

Info

Θέατρο «Άλσος»

«Το δικό μας σινεμά» των Θανάση Παπαθανασίου - Μιχάλη Ρέππα

Από 7 Ιουνίου

Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαθανασίου - Μιχάλης Ρέππας - Φωκάς Ευαγγελινός

Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή

Κοστούμια: Έβελυν Σιούπη

Χορογραφίες: Φωκάς Ευαγγελινός

Ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας: Γιώργος Ζαχαρίου

Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ

Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Τσούρμας

Παίζουν: Σπύρος Παπαδόπουλος, Δέσποινα Βανδή, Κώστας Κόκλας, Παύλος Χαϊκάλης, Κατερίνα Λέχου, Μέμος Μπεγνής, Γιώργος Χρανιώτης, Σίλβια Δελικούρα, Παρθένα Χοροζίδου, Ευγενία Σαμαρά, Μαριλού Κατσαφάδου, Μαριαλένα Ροζάκη, Γιώργος Τσούρμας, Γιάννης Ρούσος και σε ξεχωριστούς ρόλους η Πηνελόπη Πιτσούλη, η Ελένη Γερασιμίδου και ο Γιώργος Κωνσταντίνου.

Με 12μελή ζωντανή ορχήστρα και 24μελές μπαλέτο.

|

Δημοφιλή