Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, 1909-1922-Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα
Μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βενιζέλος επεδίωξε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ), πιστεύοντας πως είχε έρθει η ώρα να εκπληρωθεί η Μεγάλη Ιδέα, καθώς οι σύμμαχοι με αντίτιμο την ανάληψη μιας εκστρατείας κατάληψης των Στενών στην ανοχύρωτη ακόμα Καλλίπολη προσέφεραν στην Ελλάδα την παραχώρηση της Ιωνίας της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου ήδη από το 1915.
«Μέχρι σήμερον ἡ πολιτικὴ ἡμῶν συνίστατο εἰς διατήρησιν τῆς οὐδετερότητος [...]. Ἀλλ’ ἤδη καλούμεθα νὰ μετάσχωμεν τοῦ πολέμου [...] ἐπ’ ανταλλάγμασι, τὰ ὁποῖα πραγματοποιούμενα θὰ δημιουργήσωσι μίαν Ἑλλάδα μεγάλην καὶ ἰσχυράν, τοιαύτην ὁποίαν οὐδ’ οἱ μᾶλλον αισιόδοξοι ἠδύναντο νὰ φαντασθῶσι κὰν πρὸ ὀλίγων ἀκόμη ἐτῶν.
Ὑπόμνημα του Βενιζέλου πρὸς τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνο, 11 Ἰανουαρίου 1915»
Ο Βενιζέλος, προερχόμενος ο ίδιος από το πλέον ανυποχώρητο τμήμα του αλύτρωτου ελληνισμού, την Κρήτη, έβλεπε την ευκαιρία για την ένταξη του συνόλου σχεδόν του ελληνισμού σε ένα ενιαίο έθνος-κράτος. Γι’ αυτό ο αλύτρωτος ελληνισμός, μετά τις διώξεις των Νεοτούρκων, την επιτυχία της Κρητικής Επανάστασης, τους Βαλκανικούς Πολέμους, θα συνταχθεί ψυχή και σώματι με τον Βενιζέλο και την πολιτική του.
Οι συνθήκες ήταν απόλυτα ευνοϊκές διότι η απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων δεν θα υλοποιούνταν μέσα από μια αποκλειστικά ελληνοτουρκική σύγκρουση, όπως θα συμβεί αργότερα, μετά το 1919. Η Ελλάδα θα αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης και διαρκέστερης συμμαχίας με όλους τους πρωταγωνιστές της… ναυμαχίας του Ναβαρίνου, οι οποίοι τώρα επεδίωκαν την οριστική διάλυση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τουρκία αντιμετώπιζε ταυτόχρονα τους Αγγλογάλλους, στα δυτικά της και στις αραβικές επαρχίες και τα ρωσικά στρατεύματα που θα προελάσουν μέχρι την Αρμενία και τον ελληνικό Πόντο. Επρόκειτο κυριολεκτικώς για μια μοναδική ιστορική ευκαιρία.
Και όμως, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, εξαιτίας του φιλογερμανισμού του, καθώς και η παρδοσιακή πολιτική Ολιγαρχία, υποστήριζαν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να παραμείνει «ουδέτερη». Χωρίς καν να παίρνουν υπ’ όψη τους πως αυτή η υποτιθέμενη ουδετερότητα άφηνε τη Μακεδονία στα χέρια των Βουλγάρων, που ήταν σύμμαχοι των Τούρκων και των Γερμανών. Μόνο και μόνο εξαιτίας του Μακεδονικού Ζητήματος, η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να συμμετάσχει στον πόλεμο απέναντι στη Βουλγαρία.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1915, είχε πραγματοποιηθεί συνάντηση Βενιζέλου και Βασιλιά στην οποία ο Κωνσταντίνος φάνηκε να πείθεται για την ανάγκη απόβασης, στο πλευρό της Αντάντ, στην ανοχύρωτη ακόμα Καλλίπολη. Ωστόσο, ο Ιωάννης Μεταξάς, που είχε μόλις αναλάβει την αρχηγία του Γενικού Επιτελείου, διαφώνησε ανοικτά και ανακοίνωσε την παραίτησή του στον Βενιζέλο. Και καθώς ο Βενιζέλος δεν τον απέλυσε αμέσως, ως όφειλε, ο Μεταξάς κατόρθωσε εν τέλει να την αποτρέψει μεταστρέφοντας τον Κωνσταντίνο. Αποφασιστικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε όλο το γερμανόφιλο περιβάλλον του βασιλιά, η σύζυγος του, βασίλισσα Σοφία, αδελφή του Κάιζερ αλλά και ο ίδιος ο Κάϊζερ Γουλιέλμος που παρενέβη με επείγον τηλεγράφημα προς τον «Τίνο», τρεις ημέρες πριν από την τελική συνάντησή του με τον πρωθυπουργό:
«Βερολῖνον 19 Φεβρουαρίου/ 4 Μαρτίου 1915
Ἀγαπητὲ μου Τῖνο! Μανθάνω ὅτι ἡ ἐπίθεσις τῶν Δαρδανελλίων ἐπροκάλεσεν ἀγωνίαν ἐν Ἑλλάδι… Δὲν θὰ ἦτο δύσκολον…, νὰ πεισθῇ ἡ κοινὴ γνώμη ὅτι μόνον ἂν ἡ Κωνσταντινούπολις παραμείνει εἰς χεῖρας τῶν Τούρκων, θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποβῇ χρήσιμος εἰς τὴν Ἑλλάδα. Πάντες… εἶναι σύμφωνοι εἰς τὸ ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἠμποροῦν ἀκόμη, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, νὰ ὑπερασπίσουν τὰ Δαρδανέλλια, ἐὰν ἡ Ἑλλὰς ἠρνεῖτο τὴν ἄμεσον ἢ ἔμμεσον συνδρομήν της εἰς τοὺς ἐπιτιθέμενους.
Ἐν τούτοις ἐφελκύω σοβαρῶς τὴν προσοχήν σου, διὰ τὸ συμφέρον τῆς χώρας σου καὶ διὰ τὴν ἀτομικήν σου εὐτυχίαν ἥτις εἶναι ἀλληλέγγυος μὲ ἐκείνην τῆς ἀδελφῆς μου, ἐπί τοῦ ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρασυρθῇς εἰς περιπέτειαν, τῆς ὁποίας ἡ ἄγνωστος ἔκβασις θὰ ἠδύνατο νὰ θέσῃ ἐν κινδύνῳ τὰ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ θρόνου σου ἐπιτευχθέντα, διὰ τῶν δύο προσφάτων πολέμων, ἀποτελέσματα…» (ὑπογραφὴ) Γουλιέλμος1
Την παρέμβαση του Κάιζερ –ο οποίος αναγνωρίζει πως τα Δαρδανέλλια θα έπεφταν εάν παρενέβαινε η Ελλάδα– είχε προκαλέσει ο ίδιος ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων Λίμαν φον Σάντερς.
Ο Βενιζέλος δίστασε, το momentum χάθηκε και τελικώς η αποστολή ελληνικού αγήματος στην Καλλίπολη ακυρώθηκε. Και όμως, επρόκειτο για μια καθοριστική στιγμή για την Ελλάδα αλλά ίσως και για την ίδια την εξέλιξη του πολέμου. Αυτή η άρνηση ακύρωσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, για την οποία ήδη οι Αγγλογάλλοι πρότειναν εδαφικά ανταλλάγματα στη Μικρά Ασία και την Κύπρο, αλλά ο ελληνικός στρατός θα ενέγραφε υποθήκες για την ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Επί πλέον, σε περίπτωση νίκης, την οποία ο Βενιζέλος θεωρούσε βεβαία καθώς ακόμα η Καλλίπολη δεν είχε οχυρωθεί –όπως έγινε δύο μήνες μετά–, ίσως δεν θα είχε καν ανατείλει το άστρο του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος, μερικούς μήνες μετά, μεταβλήθηκε σε ήρωα εξαιτίας της απόκρουσης των δυνάμεων της Αντάντ στην Καλλίπολη.
Ίσως δε θα είχε ακυρωθεί η δυναμική του διχασμού, εάν ο Κωνσταντίνος, έστω εξ ανάγκης, συνέπραττε με τον Βενιζέλο. Αλλά ο Μεταξάς και οι συν αυτώ, εκτός από τη φοβούνταν πως «η μικρή αλλά έντιμος Ελλάς» θα έχανε οριστικά το παιγνίδι και μια «μεγάλη» Ελλάδα θα επέβαλλε νέες ιεραρχήσεις, νέες αξίες, νέους ανθρώπους, προερχόμενους σε μεγάλο βαθμό από τον αλύτρωτο ελληνισμό.
Αντίθετα, η μεταστροφή του Κωνσταντίνου σχετικά με την εκστρατεία στην Καλλίπολη και η υποχώρηση του Βενιζέλου θα ανοίξουν διάπλατα την πόρτα του διχασμού. Ο τελευταίος, σε μια ύστατη προσπάθεια, θα συναντηθεί με τον βασιλιά στις 22 Φεβρουαρίου και θα προσπαθήσει να τον πείσει πως, εάν σπεύσουν οι Έλληνες, η Καλλίπολη θα πέσει, «ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀποτυγχάνοντες ἐξασφαλίζομεν διὰ τῆς Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας τὴν Βόρειον Ἤπειρον, τὴν Κύπρον, τὴν Μικρασίαν». Στις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου ότι η Ρωσία δεν θα αφήσει τους Έλληνες να πάνε στην Πόλη, ο Βενιζέλος κατέδειξε στον βασιλιά πως η Ρωσία δεν μπορεί να κάνει τίποτε διότι δεν διαθέτει ούτε ένα σύνταγμα στην περιοχή. «Αὐτὸ ἄλλωστε καθὼς καὶ τὸ ἀπαράσκευον τῆς τουρκικῆς ἀμύνης ὀνομάζω εὐκαιρίαν. Δὲν ζητοῦμεν δὲ νὰ γίνωμεν κύριοι της Κωνσταντινουπόλεως. Θὰ συντελέσωμεν πρὸς κατάκτησιν καὶ διεθνοποίησιν τῆς πόλεως... Καὶ ἔπειτα... Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μεγαλειότατε, θὰ πᾶμε ἀπὸ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν...».
Ακόμα και ο Ίων Δραγούμης, πρέσβης της Ελλάδας στην Πετρούπολη, τηλεγραφούσε στις 19 Φεβρουαρίου/4 Μαρτίου:
«…3) διὰ παντὸς τρόπου ἡ Κωνσταντινούπολις θὰ καταληφθῇ ὑπό τῶν δυνάμεων τῆς Τριπλῆς Συνεννοήσεως καὶ ἑπομένως εἶναι καλύτερον νὰ προσφέρωμεν τὴν βοήθειάν μας παρὰ νὰ μείνωμεν μακρὰν ὡς ἁπλοὶ θεαταὶ. 4) Δὲν πρέπει νὰ ὑπερβάλλωμεν τοὺς κινδύνους τοῦ πανσλαυισμοῦ καὶ ἂν ἀκόμα ἡ Ρωσία κατήρχετο εἰς Κωνσταντινούπολιν. 5) Ὅτι συμφέρον μας, τὴν στιγμήν ταύτην, εἶναι νὰ μείνωμεν ὅσον εἶναι δυνατὸν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Ἀγγλίας…»
Ο Κωνσταντίνος θα αρνηθεί έτσι να συναινέσει στις προτάσεις του πρωθυπουργού και ο τελευταίος θα επιλέξει την οδό της παραίτησης, υποχωρώντας στη μειοψηφική θέληση του φιλογερμανικού περιβάλλοντος του βασιλιά παρά το μέγεθος του διακυβεύματος. Ο Άθως Ρωμάνος, μερικές ώρες μετά, θα ψέξει και πάλι τον Βενιζέλο για την υποχωρητικότητά του:
«Μὰ γιατὶ παρητήθητε κύριε πρόεδρε; Ὁ Βασιλεὺς εἶχε ἀντίθετον γνώμην. Ἔπρεπε νὰ τοῦ ἐπιβάλετε τὴν πολιτικήν σας, ἥτις εἶναι ἡ ὀμόφωνος θέλησις τοῦ ἔθνους.»
Ο Βενιζέλος, δεν θα τολμήσει. Και πλέον ο κύβος είχε ριφθεί: έχουν αρχίσει πλέον να διαμορφώνονται τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα που σταδιακώς θα διχάσουν τον ελληνισμό «ἄχρι τελευταίας καλύβης» και θα προκαλέσουν ανυπολόγιστες καταστροφές, το τέλος των οποίων θα κλείσει επτά χρόνια αργότερα, με το ξερίζωμα του ελληνισμού από τις προγονικές του εστίες του Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης.
*Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις μόλις κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, 1909-1922-Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα
1 Βεντήρης, τ. Α΄, σ. 300. Γ. Μελάς, Ο Κωνσταντίνος, ό.π., σσ. 231-232.