Το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της κλοπής τον Γενάρη του 2012 των πινάκων της Εθνικής Πινακοθήκης και κυρίως του μοναδικού πίνακα του Πικάσο («Η Γυναίκα με το Κεφάλι» 1939), που εκτός από την καλλιτεχνική αξία έχει για μας και εθνική σημασία, καθώς είναι προσφορά του διάσημου ζωγράφου στον ηρωικό ελληνικό λαό για τον αγώνα του ενάντια στον φασισμό, επανήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στα ΜΜΕ.
Σύμφωνα με αυτές, η Αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη των υπόπτων δραστών της κλοπής και του υπεράνω υποψίας προσώπου, που τους έδωσε την εντολή κλοπής και που στα χέρια του βρίσκεται ο πίνακας.
Όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, πιθανολογείται ότι ο πίνακας δεν έχει εξαχθεί στο εξωτερικό και πως επίκειται η σύλληψη του «εγκέφαλου» της ληστείας καθώς και η ανεύρεση του πίνακα, ώστε στα προσεχή εγκαίνια της Νέας Εθνικής Πινακοθήκης στις 24 Μαρτίου να βρίσκεται στη θέση του.
Φαίνεται όμως μέχρις της στιγμής, όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν συνέβη το ποθούμενο, ωστόσο υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι τελικά ο πίνακας θα ανακτηθεί.
Μόλις έγινε γνωστή η κλοπή των πινάκων με την ιδιότητα μου ως Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, που επόπτευε όλο τον δημόσιο τομέα, διέταξα έρευνα με επιθεωρητές του γραφείου μου, και με το πόρισμα που συντάξαμε τάχιστα εντός δύο μηνών, διαπιστώθηκε, ότι η διοίκηση της Πινακοθήκης δεν είχε επιδείξει επιμέλεια για την αποτροπή τυχόν διάρρηξης ή κλοπής με τη λήψη επαρκών μέτρων φυλάξεως και ανέκυψαν πειθαρχικές ευθύνες.
Το 1983 κλάπηκαν από το Μουσείο της Βουδαπέστης επτά αναγεννησιακοί πίνακες ζωγραφικής της συλλογής Εστερχάζι μεταξύ των οποίων ένας πασίγνωστος πίνακας του Ραφαήλ.
Το 1984 βρέθηκαν οι έξη από αυτούς τυλιγμένοι σε τσουβάλι στο προαύλιο του μοναστηριού της Παναγίας της Τρυπητής στο Αίγιο και επιστράφηκαν στο Μουσείο.
Για τη κλοπή αυτή κατηγορήθηκε Έλληνας επιχειρηματίας από την Άμφισσα, ότι οργάνωσε και χρηματοδότησε τη κλοπή για να δωρίσει τους πίνακες σε ξένο ηγέτη, δικάσθηκε δε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών στη σύνθεση του οποίου μετείχα σαν εφέτης, αλλά απαλλάχθηκε με μειοψηφία δικιά μου.
Το μυθιστόρημα του Κώστα Τσαρουχά το «Ασημένιο δηνάριο», που ήταν το συνθηματικό για την συναλλαγή, έχει ως θέμα την ιστορία της κλοπής και της δίκης αυτής ,που αποτέλεσε επίσης το θέμα της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς (1991).
Το 1991 ο διάσημος ζωγράφος Χατζηκυριάκος Γκίκας νοσηλεύετο στο Λονδίνο, η δε σερβικής καταγωγής οικιακή βοηθός νομίζοντας, ότι δεν θα επιστρέψει ζωντανός πούλησε όλους τους πίνακες του, περίπου 50 και άλλα έργα τέχνης, που είχε στο σπίτι του σε ένα πλούσιο συλλέκτη.
Ο ζωγράφος όμως επέζησε και όταν επέστρεψε βρήκε το σπίτι του άδειο, η αστυνομία βρήκε τους περισσότερους πίνακες και έργα τέχνης, που στη συνέχεια ο ζωγράφος τα κληροδότησε μαζί με το σπίτι του επί της οδού Κριεζώτου στο Μουσείο Μπενάκη, που λειτουργεί ως μουσείο.
Η οικιακή βοηθός και ο συλλέκτης καταδικάσθηκαν πρωτόδικα από το Τριμελές Εφετείο, στη σύνθεση του οποίου μετείχα, σε φυλάκιση έξη ετών για κλοπή και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
Και σε άλλα ελληνικά μουσεία έχουν συμβεί κλοπές πινάκων, όπως στη Λέσβο, στα μουσείαΤεριάντ και Θεόφιλου, από το σπίτι του Ιόλα και από άλλα.
Το χαρακτηριστικό με τα κλοπιμαία σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πως τελικά ανακτώνται σε διάφορους χρόνους κυρίως όταν προσφέρονται προς πώληση με κάποιες απώλειες ή φθορές οι οποίες μπορεί να αποκατασταθούν, όμως υπάρχουν περιπτώσεις που κάποια από αυτά καταστρέφονται.
Οι πίνακες που κλέπτονται από τα μουσεία δεν είναι δυνατόν να πουληθούν στην ελεύθερη διεθνή αγορά τέχνης, γιατί προστατεύονται από τις διεθνείς συνθήκες της UNESCO, τη σύμβαση UNIDROIT και στη χώρα μας με τον ν.3028/2002 και έτσι δεν χάνεται ποτέ η κυριότητα με την πάροδο του χρόνου, ούτε αποκτώνται με έκτακτη χρησικτησία και επιφέρουν ποινικές κυρώσεις στους δράστες και κατόχους για κλοπή και κλεπταποδοχή.
Βάση των παραπάνω διεθνών συνθηκών τα κλεμμένα έργα τέχνης, όταν εντοπιστούν, επιστρέφονται στο δικαιούχο με ειδικές διαδικασίες, που καθυστερούν και η επιστροφή τους αποτελεί είδηση.
Εάν τα έργα τέχνης κλαπούν για να διατεθούν στη μαύρη αγορά τέχνης σε κάποια φάση της διαδρομής τους εντοπίζονται και κατάσχονται, γεννιέται όμως πρόβλημα όταν περιέλθουν στη κατοχή κάποιου ζάμπλουτου, που τα θέλει για ιδία τέρψη και τα κρύβει σε κάποιο κελάρι.
Πιθανόν αυτό συμβαίνει και με τον πίνακα του Πικάσο γιατί δεν κυκλοφόρησε στην αγορά προς πώληση.
Οι κλοπές έργων τέχνης από πολύ καλά φυλασσόμενα μουσεία διεθνώς και διαχρονικά αποτελούν συχνό φαινόμενο και παγκόσμια είδηση και θέμα πολλών κινηματογραφικών ταινιών.
Οι διασημότερες κλοπές πινάκων είναι της Μόνα Λίζα από το Μουσείο του Λούβρου και της κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ από το Μουσείο του Όσλο, δύο φορές.
Οι πίνακες όμως ανακτήθηκαν, πράγμα που δεν συνέβη σε άλλες κλοπές διάσημων πινάκων, οι οποίοι αναζητούνται ακόμα.
Η μεγαλύτερη όμως λεηλασία έργων τέχνης έγινε από τους ναζί στη κατεχόμενη Ευρώπη. Μέχρι σήμερα πολλά από αυτά τα έργα και ορισμένα κατά καιρούς ανακαλύπτονται.
Συνήθως τα έργα τέχνης ασφαλίζονται, οπότε στην αναζήτηση τους εμπλέκεται και η ασφαλιστική εταιρεία.
Πολλές φορές προκηρύσσονται και δίνονται αμοιβές για την εύρεση τους ή καταβάλλονται λύτρα.
Υπάρχουν δε ειδικοί κυνηγοί κλεμμένων έργων τέχνης.
Η Εθνική Πινακοθήκη δεν είχε ασφαλίσει το πίνακα του Πικάσο γιατί τα μουσεία δεν ασφαλίζουν τις μόνιμες συλλογές τους, αλλά μόνο τα έργα τέχνης που δανείζονται για εκθέσεις.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής - Αρεοπαγίτης ε.τ.