Ξεκινώντας ως ηγετική φυσιογνωμία του φοιτητικού συγκροτήματος Γύρω – Γύρω (όταν σπούδαζε μηχανολογία στην Πάτρα) το οποίο κυκλοφόρησε τρία albums πριν κλείσει φυσιολογικά τον κύκλο του το ’02 ο Σταύρος Γασπαράτος συνέχισε να ασχολείται με την μουσική σε επαγγελματικό επίπεδο πλέον και εξειδικεύτηκε περισσότερο στην επένδυση θεατρικών και χορευτικών παραστάσεων και κινηματογραφικών ταινιών (soundtracks). Αυτό τον οδήγησε σε μια σειρά από ολοένα και πιο φιλόδοξα multimedia projects, στην Ελλάδα μα και με αυξανόμενη συχνότητα στο εξωτερικό, στα οποία η μουσική συνδυάζεται όχι μόνο με κινούμενη ή ακίνητη εικόνα αλλά και με άλλα, ψηφιακά και μη, μέσα που μερικές φορές παίρνουν και την μορφή εγκαταστάσεων (installations). Το συνθετικό ύφος της κατά κανόνα οργανικής μουσικής του – στην περίπτωση του το εκτελεστικό σκέλος δεν ταυτίζεται μεν με την γραφή του αλλά τις περισσότερες φορές έρχεται σαν συνέχεια της και την συμπληρώνει – μπορεί να χαρακτηριστεί αποφασιστικά σύγχρονο, ισορροπώντας ανάμεσα στην τονικότητα και την ατονικότητα και πηγαίνοντας αβίαστα περισσότερο προς την μία ή την άλλη ανάλογα με τις απαιτήσεις εκάστοτε έργου του, με ικανές δόσεις θορύβου (noise) και κάποιες στιγμές ακόμα και μια μετα – industrial αισθητική και το πιάνο του (ενίοτε με περισσότερα ή λιγότερα ηλεκτρονικά) ως κεντρικό εκφραστικό μέσο.
Το «Rage Park» είναι ένα έργο του Σταύρου Γασπαράτου που παρουσιάστηκε στο περυσινό Φεστιβάλ Αθηνών ενώ παράλληλα έγινε και η ηχογράφηση του ομότιτλου CD το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες. Σε αυτό – όπως φαίνεται και από τον τίτλο – ο δημιουργός με όχημα ένα πενταμελές σχήμα (ένα τρίο εγχόρδων, δύο βιολιά και βιολοντσέλο, ο ίδιος πιάνο, κρουστά και ηλεκτρονικά και ένας δεύτερος πιανίστας ο οποίος επίσης χειρίζεται ηλεκτρονικά) διερευνά το θέμα της οργής, ενός εξαιρετικά έντονου, κυριολεκτικά εκρηκτικού συναισθήματος το οποίο μπορεί να βλάψει σοβαρά τον άνθρωπο και τους γύρω του αλλά κάποιες φορές και να τον απελευθερώσει.
Συνομίλησα μαζί του για το τι τον έκανε να ασχοληθεί με την ιερά Μήνιν των αρχαίων Ελλήνων (οι οποίοι την θεωρούσαν θεότητα) και πώς την αντιμετωπίζει, προσωπικά αλλά και μουσικά στο εν λόγω έργο, σε μιαν εποχή που στον δημόσιο, πολιτικό και κοινωνικό, βίο της Ελλάδας καλώς ή κακώς υπάρχει πάρα πολλή οργή, από πολλούς με ποικίλες προελεύσεις και προς εξίσου πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις.
Πώς προέκυψε καταρχήν η ιδέα για το έργο; Απλά σου φάνηκε καλό και ενδιαφέρον να συνθέσεις κάτι για το συγκεκριμένο θέμα ή προέρχεται από βιωματικές εμπειρίες σου;
Τα τελευταία αρκετά χρόνια για να ξεκινήσω να γράφω χρειάζομαι μια αφορμή, μιαν ιδέα, ένα concept που θα βάλει σε τάξη και θα καθοδηγήσει το χάος που έχω στο κεφάλι μου. Κάποιες φορές μπορεί να είναι μια τεχνική ιδέα ή, όπως στο «Rage Park», η σχέση μου με ένα θέμα όπως η οργή. Θα έλεγα ότι το «Rage Park» είναι ό,τι πιο προσωπικό έχω γράψει μέχρι τώρα. Από πολύ νέος είχα φοβερές κρίσεις οργής, έβγαινα εύκολα εκτός εαυτού. Με τον καιρό κατάφερα να βρω μηχανισμούς για να ελέγξω τον θυμό μου και τουλάχιστον να μην του επιτρέπω να σωματοποιείται. Η ανάγκη για αυτό το project όμως γεννήθηκε όταν, με τα χρόνια, ένιωσα ότι χάνω τον εαυτό μου μέσα σε αυτό τον έλεγχο, την προσπάθεια να είμαι πάντα ήρεμος. Μέσα μου υπάρχουν και οι εκρήξεις και έτσι αναζήτησα έναν τρόπο να τις διοχετεύω και να μην τις καταπιέζω πλέον γιατί στην έκρηξη υπάρχει αλήθεια και ελευθερία. Έτσι το ’17 άρχισα να εργάζομαι για μια πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών που οδήγησε σε αυτό το έργο με θέμα τον κύκλο της οργής.
Τελικά ο θυμός κατά τη γνώμη σου είναι αρνητικό ή θετικό συναίσθημα; Σε αμφότερες τις περιπτώσεις πρέπει να τον εκφράζουμε ή όχι;
Δεν πρέπει να μπερδεύουμε τον θυμό με την οργή. Εγώ ως νέος είχα πραγματικές κρίσεις οργής. Όταν μιλάμε για ξέσπασμα οργής είναι στιγμές πραγματικά επικίνδυνες, είτε με σωματικό είτε με λεκτικό τρόπο, που όποιος τις έχει ζήσει δεν τις ξεχνά ποτέ, στιγμές που κάνεις πράγματα τα οποία δεν ήξερες ότι έχεις μέσα σου. Ο θυμός είναι ένα σχεδόν καθημερινό συναίσθημα ενώ η οργή είναι κάτι που χτίζεται σταδιακά, εκρήγνυται και μετά έρχεται ο απόηχος, οι τύψεις και το νέο κλείσιμο στον εαυτό σου. Το θέμα λοιπόν είναι πώς μπορεί κανείς να επικοινωνεί και να εκφράζει αυτό που χτίζεται μέσα του πριν συμβεί η έκρηξη.
Θεωρείς ότι ο θυμός και η ηρεμία/αυτοκυριαρχία βρίσκονται πολύ πιο κοντά από όσο πιστεύει ο μέσος άνθρωπος;
Αυτό που προσπάθησα στο «Rage Park» είναι να εξερευνήσω αυτή την λεπτή γραμμή η οποία χωρίζει την ηρεμία από την έκρηξη. Αυτό τον μηχανισμό με τον οποίο η δυσκολία επικοινωνίας μετατρέπεται σε κάτι που φουσκώνει και πάει να σπάσει και, όταν σπάσει, η όποια πιθανότητα επικοινωνίας χάνεται πια οριστικά.
Συμβουλεύτηκες κάποιους ειδικούς ή έστω διάβασες σχετικά βιβλία ψυχολογίας πριν ή κατά την διάρκεια της σύνθεσης του έργου;
Ναι, υπήρξε με μεγάλη περίοδος έρευνας και συζητήσεων πριν αρχίσω να γράφω.
Από συνθετικής, δομικής και γενικότερα μουσικολογικής πλευράς πώς εκφράζονται τα στοιχεία του θυμού και της ψυχικής και πνευματικής ηρεμίας στο έργο;
Δεν μπορώ να μιλήσω ως μουσικολόγος γιατί δεν είμαι. Αυτό που προσπάθησα να κάνω στο «Rage Park» είναι να καθοδηγήσω τον ακροατή συναισθηματικά σε μια διαδρομή που για εμένα είναι απόλυτα ξεκάθαρη και προσωπική, τον κύκλο της οργής που προανέφερα ο οποίος ξεκινάει με τα πράγματα τα οποία δεν λέγονται, το κλείσιμο στον εαυτό μας και συνεχίζεται με την έκρηξη που φέρνει ένα νέο κλείσιμο. Αυτόν τον κύκλο προσπαθώ να ξορκίσω και να τον ανοίξω σε μιαν «αιώρηση» προς κάτι όχι απαραίτητα φωτεινό αλλά σίγουρα ανοιχτό.
Δεν σου πέρασε αλήθεια από το μυαλό να κάνεις το έργο αποκλειστικά ηλεκτρονικό και μάλιστα προγραμματισμένο σε υπολογιστή που τόσο τα υλικά κατασκευής του όσο και η αρχιτεκτονική δομή του προσδίδουν στο «εκ φύσεως» ηχόχρωμα του αλλά και στην διάρθρωση της μουσικής η οποία γράφεται σε και για αυτόν μια εκ προοιμίου διάθεση που έχω ακούσει πολλούς να την αποκαλούν «θυμωμένη ή και άγρια», ανεξάρτητα από το θέμα, την φόρμα, το ύφος και το στιλ της;
Οταν αρχίζω να γράφω οτιδήποτε δεν ασχολούμαι καθόλου με το ποιο στιλ θα έχει. Για εμένα ο ηλεκτρονικός και ο φυσικός, κλασικός ήχος είναι παιχνίδια με τα οποία παίζω. Αμφότερα μπορούν ανά πάσα στιγμή να είναι σκληρά, τρυφερά ή και τα δύο ταυτόχρονα.
Τι σε έκανε να επιλέξεις από ενορχηστρωτικής πλευράς τρία έγχορδα και γιατί τον συγκεκριμένο συνδυασμό τους;
Ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα θέματα χωρίς να έχω στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη ενορχήστρωση. Αλλά είναι αλήθεια ότι γρήγορα άρχισα να σκέφτομαι πως το «Rage Park» είναι ένα project που θέλω να μπορεί να παρουσιαστεί και ζωντανά. Έτσι κατέληξα ότι το σχήμα που θα μου παρείχε τον συνδυασμό στον οποίο ήθελα να φτάσω ήταν η συνύπαρξη του εντελώς ψηφιακού ήχου με το πολύ ανθρώπινο και συναισθηματικό παίξιμο ενός ακουστικού σχήματος.
Και σε τι χρειαζόταν ο δεύτερος πιανίστας; Για καθαρά πρακτικούς λόγους, επειδή τα μέρη του πιάνου και των ηλεκτρονικών – και επίσης των κρουστών στην περίπτωση σου – είναι τόσα πολλά και απαιτητικά ώστε ένας μόνον, εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα επαρκούσες;
Αρχικά τα θέματα του πιάνου ήταν γραμμένα για να παιχτούν μόνον από εμένα αλλά η ανάγκη της ζωντανής παρουσίασης έφερε στο παιχνίδι τον Πάνο Τσίγκο γιατί έπρεπε αυτά αλλά επίσης και των ηλεκτρονικών και των κρουστών να μοιραστούν σε δύο εκτελεστές. Στην συνέχεια ο Πάνος με το παίξιμο του έφερε και τον δικό του κόσμο και δεν υπήρχε επιστροφή.
Πόσο σημαντικό είναι το βίντεο του Στάθη Αθανασίου για την πληρέστερη κατανόηση, ίσως ακόμα και απόλαυση του έργου;
Η εκπληκτική τριλογία των βίντεο του Στάθη Αθανασίου είναι ένα δικό του, παράλληλο project πάνω στο «Rage Park». Ήταν μια δική του πρωτοβουλία και σύλληψη που δεν ήρθε να υπηρετήσει την μουσική αλλά να δημιουργήσει ένα νέο έργο με αφορμή αυτήν.
Πώς αισθάνεσαι για το ότι, αν και μεσολάβησαν φυσικά πολλές επενδύσεις σου για θεατρικά και χορευτικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες και αρκετές ζωντανές εμφανίσεις σου στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, αυτή είναι ουσιαστικά η επιστροφή σου στην δισκογραφία τόσα πολλά χρόνια μετά τα albums των Γύρω - Γύρω;
Πιστεύω ότι η εργασία μου στο θέατρο, τον κινηματογράφο, τον χορό και γενικότερα τα πολυμεσικά projects στα οποία έχω δουλέψει όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνο με έκαναν καλύτερο συνθέτη αλλά και να προχωρήσω πάρα πολύ ως άνθρωπος. Από αυτές τις δουλειές αλλά κυρίως από τους τόσο αξιόλογους ανθρώπους με τους οποίους έχω συνεργαστεί έμαθα πράγματα που ποτέ δεν φανταζόμουν και τους ευγνωμονώ για αυτό. Οσο για την δισκογραφία δεν είναι ακριβώς έτσι γιατί μετά τους Γύρω - Γύρω – και χωρίς καν να το επιδιώξω - έχω κυκλοφορήσει αρκετούς δίσκους. Το 2008 κυκλοφόρησε από την Creative Space το πρώτο προσωπικό μου album «Rehearsals», μια συλλογή με έργα μου για θέατρο και χορό και ακολούθησαν τα «Seven» (’13) και «Expanded Piano» (’15) που αμφότερα κυκλοφόρησαν από την γερμανική εταιρεία Ad Noiseam και τέλος πέρυσι το «Experimentalism» στην αμερικανική West One Music.
Και τα πιο άμεσα προσεχή σχέδια σου;
Στο υπόλοιπο της χρονιάς αλλά και την επόμενη θα συνεργαστώ με πολλούς εξαίρετους Έλληνες και μη δημιουργούς από διαφόρους χώρους ενώ το νέο - και μεγάλων διαστάσεων - προσωπικό project μου θα έρθει το καλοκαίρι του ’20.
Η εξαιρετικά πρωτότυπη, ανήσυχη και συχνά ακόμα και «αυτοανατρεπόμενη» μέχρι τώρα προσέγγιση στην μουσική/ηχητική δημιουργία του Σταύρου Γασπαράτου προσωπικά με κάνει να το αναμένω με ήδη αυξημένο ενδιαφέρον.
Credit Μιχάλης Κλουκίνας