Ο Στάθης Δρογώσης ξεκίνησε το 1999 με τον ομότιτλο πρώτο δίσκο του συγκροτήματος Τα Φώτα Που Σβήνουν του οποίου ήταν ο δημιουργός των περισσοτέρων τραγουδιών τους, πιανίστας και τραγουδιστής. Μετά από ένα ακόμα album μαζί τους από το ’03 με το «Ο Χειμώνας Δε Θα ’Ρθει» άρχισε η προσωπική του διαδρομή. Ακολούθησαν άλλοι πέντε δίσκοι με πιο πρόσφατο το «Το Κόκκινο Τετράδιο» του ’15 που σχημάτισαν την εικόνα ενός τραγουδοποιού και ερμηνευτή βιωματικού αλλά και με επίγνωση και ενδιαφέρον για το κοινωνικό περιβάλλον του, ευαίσθητου και συχνά πολύ τρυφερού αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστή.
Από την μέχρι τώρα πορεία του των δέκα οκτώ χρόνων και των οκτώ συνολικά δίσκων συγκέντρωσε στιγμιότυπα και τα κυκλοφόρησε στο τέλος της περυσινής χρονιάς σε ένα album με τίτλο «18+». Πρόκειται για δέκα πέντε παλαιότερα τραγούδια του αλλαγμένα από αρκετά μέχρι δραστικότατα και ερμηνευμένα από τους/τις Διονύση Σαββόπουλο, Νίκο Πορτοκάλογλου, Γιάννη Κότσιρα, Φίλιππο Πλιάτσικα, Μανώλη Φάμελλο, Κωστή Μαραβέγια, Κ. Βήτα, Ανδριάνα Μπάμπαλη, Marietta Fafouti, Fonέs, Μαρία Παπαγεωργίου, Ευστάθιο Δράκο, Katerine Duska, Βαγγέλη Μαρκαντώνη και Ηλία Βαμβακούση συν τρία καινούρια που ερμηνεύει ο ίδιος. Με αυτή την αφορμή μου μίλησε για τα πρώτα δέκα οκτώ χρόνια του ως δημιουργός αλλά και, έστω και έμμεσα, για τα επόμενα.
Δέκα οκτώ, εκτός από τα χρόνια της μέχρι τώρα διαδρομής σου και τον αριθμό των τραγουδιών του δίσκου, είναι επίσης και η ηλικία στην οποία τελειώνει η εφηβεία και αρχίζει η ενήλική ζωή. Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό και αυτό δίνοντας τον τίτλο, μήπως δηλαδή σημαίνει επίσης ότι κάπου αισθάνεσαι ξανά...δέκα οκτώ;
Θα γίνω σαράντα ενός τον Μάιο. Δεν νιώθω δέκα οκτώ όμως, όταν κλείνω τα μάτια, επιστρέφω σε εκείνη την εποχή που ανακάλυπτα τη μουσική, όταν χανόμουν στο πιάνο και δεν επέστρεφα ποτέ. Αυτή τη σχέση με την μουσική θέλω να ξαναβρώ και για αυτό διάλεξα τον συγκεκριμένο τίτλο.
Η πρόθεση σου όταν ξεκίνησες να φτιάχνεις τον δίσκο ήταν να κάνεις ένα «best of» διαφορετικό από τα άλλα, να παρουσιάσεις τα τραγούδια σου με άλλο τρόπο από αυτόν που υπάρχουν στους δίσκους σου ή και τα δύο αυτά ταυτόχρονα;
Θέλησα να ξανασυστηθώ στον κόσμο. Έχουν αλλάξει πολλά μέσα μου και ήθελα να «πειράξω» τα παλαιά μου τραγούδια. Και πριν αφοσιωθώ στα επόμενα σχέδια μου που είναι πολύ δύσκολα προσπάθησα να κάνω μιαν ανακεφαλαίωση.
Μίλησε μου καταρχήν για τα τρία καινούρια τραγούδια που υπάρχουν στον δίσκο. Πώς και γιατί προέκυψε καθένα από αυτά;
Το «Εκδρομή Με Το Αμάξι» ήταν ένα πείραμα, να γράψω ένα ταξιδιάρικο ποπ τραγούδι. Βέβαια οι στίχοι του δεν είναι εντελώς αθώοι, είναι μια αληθινή ιστορία που δεν έζησα εγώ. Το «Πες Με Τρελό» το έγραψα στην Πάτρα όταν σπούδαζα στα γεράματα, μου ήρθε ένα καλοκαίρι στη Μαιζώνος. Περιγράφει μια τυπική δυσλειτουργική σχέση, από τις χιλιάδες που συναντούμε γύρω μας. Το «Για Αυτό Σε Ερωτεύτηκα» είναι διασκευή του ιταλικού «Mi Sono Inamorato Di Te» του Luigi Tenco, απίστευτο τραγούδι το οποίο μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Μου το έβαλε μιαν ημέρα ο Μανώλης Φάμελλος ο οποίος και το μετάφρασε στα ελληνικά.
Κατά ποιο ποσοστό περίπου θα ήταν διαφορετικό το track list αν είχες κάνει την επιλογή ο ίδιος και μόνος σου;
Κατά περίεργο τρόπο ταυτίστηκαν οι επιλογές μου με αυτές τις εταιρείας μου και των καλεσμένων. Ο ίδιος περίπου δίσκος θα έβγαινε αν δεν ρωτούσα κανέναν, υπήρχε συντονισμός σε όλα τα στάδια.
Οι περισσότεροι/ες που συμμετέχουν στον δίσκο είναι αναμενόμενοι καθώς έχεις συνεργαστεί, με έναν τρόπο ή άλλον, μαζί τους στο παρελθόν ή, με μερικούς όπως ο Ευστάθιος Δράκος, είστε μουσικά πολύ «συγγενείς». Θα σε ρωτήσω λοιπόν πώς και γιατί συμμετέχουν μόνο τρεις που μου έκαναν εντύπωση, η Μαρία Παπαγεωργίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος και, πάνω από όλα, ο Κωνσταντίνος Βήτα, με τον οποίο η αισθητική και το ύφος σας δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικά, αντίθετα θα μπορούσα να πω.
Όλοι ήρθαν με καλή καρδιά και πραγματικά με συγκίνησαν. Η Μαρία είναι απίστευτη! Ενορχήστρωσε μόνη της και τραγούδησε το «Νύχτα» με την πρώτη φορά, μεταμόρφωσε το τραγούδι και χαίρομαι που το αγκάλιασαν και τα ραδιόφωνα. Λατρεύω την χροιά της και την «τρέλα» της, νομίζω ότι σύντομα θα μιλάνε όλοι για αυτήν. Ο Κ Βήτα είναι ποιητής. Τον λατρεύω, τις προσωπικές δουλειές του και φυσικά τους Στέρεο Νόβα. Δεν μπορεί κανείς να γράψει σαν αυτόν, είναι λιτός, lo fi και ποιητικός. Το «Άλικο Λουλούδι» το διάλεξε ο ίδιος, το έκανε μόνος του στο στούντιο και πραγματικά είναι τέλειο. Δεν το είχα φανταστεί έτσι και του είμαι πραγματικά ευγνώμων. Ο Σαββόπουλος τώρα…τι να πω…θα το λέω στο παιδί μου, ήρθε στον δίσκο μου ο Σαββόπουλος! Και αυτός πείραξε ενορχήστρωση και στίχους. Φώτισε άλλες πλευρές του τραγουδιού και έχει πλάκα ο διάλογος δύο γενεών στο τέλος του «Λουλούδια Στο Γκρεμό». Χωρίς τον Σαββόπουλο δεν θα υπήρχαν οι τραγουδοποιοί. Είναι ο πατριάρχης μας!
Ποια από αυτές τις «μεταμορφώσεις» τραγουδιού σου σε εξέπληξε περισσότερο, με την καλή έννοια φυσικά και γιατί;
Το «Βιαστικό Πουλί Του Νότου» με τις Fonέs, άλλαξε τελείως και έγινε αιθέριο. Επίσης το «Θα Περάσουν Οι Μέρες» με την Κατερίνα Ντούσκα. Ανατριχιαστική! Θέλω να προσθέσω εδώ ότι οι Δραμαμίνη έκαναν τρομερή δουλειά στην ενορχήστρωση και στην μίξη. Είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι παραγωγοί, από τους καλύτερους στην Ελλάδα.
Με ποιους και ποιες που συμμετέχουν θα ήθελες να συνεργαστείς και στην δημιουργία νέων τραγουδιών, κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό, αν φυσικά δεν έχει ήδη συμβεί αυτό μέχρι τώρα;
Δεν μπορώ να γράψω τραγούδια με άλλους. Είχα όμως την τύχη να συνεργαστώ με τον Ισαάκ Σούση, τον Νίκο Μωραΐτη και τον Σταύρο Σταύρου, τρεις αληθινά σημαντικούς στιχουργούς.
Ξέρω ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο για έναν δημιουργό αλλά αν σου ζητούσα να μου πεις όχι ένα αλλά τρία τραγούδια που να μην τα θεωρείς μεν τα «καλύτερα» ή να είναι τα πιο αγαπημένα σου αλλά αυτά που εσύ θα κρατούσες από όλα όσο έχεις γράψει ποια θα ήταν και για ποιο λόγο το καθένα;
Δύσκολη επιλογή. Πρώτο λοιπόν, το «Εκάτη». Το έγραψα δέκα έξι ετών και μου φαίνεται απίστευτα ώριμο. Είναι για μια συμμαθήτρια μου, την Έλενα, που ήταν και ο πρώτος μου έρωτας. Της κουβαλούσα τα βιβλία στην οδό Εκάτης στην Άνω Κυψέλη! Δεύτερο, η μελοποίηση του ποιήματος «Φωνές» του Κ. Π. Καβάφη. Είμαι υπερήφανος για αυτό το τραγούδι, το έγραψα μέσα σε δύο λεπτά στο πιάνο όταν μελετούσα για να πάρω το πτυχίο μου. Μελωδία και αρμονία νομίζω δένουν με το αριστουργηματικό ποίημα του Καβάφη. Τρίτο, το «Πλατεία Ναυαρίνου» σε στίχους Ισαάκ Σούση. Η πιο μελωδική μου στιγμή, μακάρι να ξαναγράψω τέτοια μουσική.
Και σε ένα άλλο επίπεδο, τι κρατάς από αυτά τα δέκα οκτώ χρόνια και τι έχεις αφήσει οριστικά πίσω σου και θα ήθελες ακόμα και να το ξεχάσεις;
Κρατάω τις δυνατές φιλίες, τους ανθρώπους που δέθηκα μαζί τους, τις πρόβες, τα ταξίδια, τον κόσμο που μεγαλώσαμε μαζί. Δεν θέλω να ξεχάσω τίποτα, ούτε τις απογοητεύσεις ούτε τα σκαμπανεβάσματα.
Για ένα διάστημα ασχολήθηκες έντονα με την πολιτική, ακόμα και πολύ ενεργά ως σύμβουλος του δήμου Αθηναίων. Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά που αποκόμισες τόσο από την κομματική – πριν την εγκαταλείψεις – όσο και την θεσμική αυτή ενασχόληση σου;
Για το κομματικό σκέλος θα πω απλά ότι ήταν λάθος μου που εντάχτηκα διότι απλά δεν αντέχω την κομματική πειθαρχία, ούτε μπορώ να αλλάζω πολιτικές θέσεις σαν τα πουκάμισα. Στον δήμο παραμένω ανεξάρτητος σύμβουλος και θέλω να παλέψω για τους ελεύθερους χώρους στην Αθήνα, για τα ρέματα που θέλουν να τσιμεντώσουν κάποιοι εργολάβοι, για τις παιδικές χαρές και για τους μουσικούς του δρόμου. Κρίνω ως θετική την εμπειρία μου από το δημοτικό συμβούλιο.
Είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, πολιτικά και γενικότερα, για την Ελλάδα και εμάς τους κατοίκους της; Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ποιος είναι ο κυριότερος λόγος για αυτό;
Απαισιόδοξος είμαι, νομίζω ότι τα χειρότερα έρχονται. Έφυγαν πολλοί άξιοι νέοι άνθρωποι στο εξωτερικό, ανεβαίνει η ακροδεξιά πανευρωπαϊκά και οι ουμανιστικές αξίες της αριστεράς γελοιοποιούνται. Η οικονομία δεν δείχνει να παίρνει εμπρός και συνηθίσαμε στη μιζέρια και στη θλίψη, τίποτα δεν μας σοκάρει. Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει. Πάντως με αυτό το πολιτικό σύστημα δεν πάμε πουθενά. Χρειάζονται νέες ιδέες και προστασία των νέων γενεών.
Και ποια είναι τα σχέδια σου για το διάστημα ανάμεσα στα δέκα οκτώ και τα δέκα εννέα, ίσως και τα...είκοσι χρόνια;
Αρχικά θα παίξουμε με την Ανδριάνα Μπάμπαλη το καλοκαίρι και ίσως και την άνοιξη. Δουλεύουμε ένα δυνατό concept με παλαιά τραγούδια των δεκαετιών του ’40 και του ’50 και δικά μας. Μετά θέλω να μελοποιήσω ποίηση, κάτι σαν τις παλαιές ανθολογίες. Και τέλος θέλω να κυκλοφορήσω τα καινούρια τραγούδια μου που αυξάνονται συνεχώς. Νιώθω δημιουργικός και το μόνο αντίδοτο στην απαισιοδοξία μου είναι το να εργάζομαι συνεχώς κάνοντας μουσική. Μόνον αυτό και φυσικά η κορούλα μου!
Το ότι όμως έτσι καταφέρνει να μεταφέρει αισιοδοξία, έστω «συγκρατημένη και λελογισμένη», και στον κόσμο είναι ένα καθόλου ευκαταφρόνητο επίτευγμα του Στάθη Δρογώση που μακάρι να μπορούσαν να το πραγματώσουν όλοι οι σημερινοί δημιουργοί μας...
Ακούστε το «18+»