Ο ακαδημαϊκός, πολιτικός αλλά και κοινωνικός διάλογος γύρω από την αναπηρία -ήδη από το 80′ και μετά- διευρύνεται διαρκώς, όπως και η κινηματική/ακτιβιστική ενεργοποίηση για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία. Τα κινήματα πλέον μιλάνε για ”ορατότητα”, ”συμμετοχή”, ”ισότητα”. Ως κυρίαρχο θεωρείται το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας. Εκτός, όμως, από τον διάλογο που αναπτύσσεται εντός των κινημάτων ή εντός επιστημονικών πλαισίων, έχει σημασία να αναρωτηθούμε για τις πεποιθήσεις της ευρύτερης κοινωνίας σχετικά με την αναπηρία.
Παρατηρώντας καθημερινές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αλλά και λεπτές διαπροσωπικές αντιδράσεις, μπορούμε να συλλέξουμε αρκετά σημαντικά δεδομένα σχετικά με τον κυρίαρχο τρόπο θέασης της αναπηρίας. Ένας από τους βασικούς τρόπους με τον οποίο η κοινωνία νοηματοδοτεί την αναπηρία, αφορά στον ”κοινωνικό οίκτο”.
Η έννοια του οίκτου αποτελεί ένα κοινωνικό συναίσθημα φορτισμένο αρνητικά. Διαφοροποιείται αισθητά από το αίσθημα της συμπόνιας που αφορά στο μοίρασμα των συναισθηματικών δυσκολιών. Ο ”οίκτος” προς τους ανθρώπους με αναπηρία στηρίζεται, συνήθως, σε μια οπτική του ατόμου ως αναξιοπαθές. Η αντιμετώπιση αυτή, δηλαδή, αφορά σε μια ταύτιση της αναπηρίας με βάσανα και δυστυχία. Συνήθως, η κοινωνία αντιδρά ενστικτωδώς με αυτήν τη μορφή οίκτου απλά στη θέαση ενός ατόμου με αναπηρία. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι στην κοινωνική οπτική η αναπηρία ταυτίζεται με δυστυχία.
Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συγκεκριμένη πεποίθηση δε βλέπει την αναπηρία ως αποτέλεσμα των κοινωνικών εμποδίων, αλλά ως μια δοσμένη, βιολογική κατάσταση. Η κοινωνία, δηλαδή, φαίνεται να συμμερίζεται στη βάση της το βιοϊατρικό μοντέλο της αναπηρίας. Επίσης, ο ”οίκτος” είναι μια συνθήκη συσχέτισης με ένα υποκείμενο πέρα από εμάς, η οποία δομείται ιεραρχικά. Η ”λύπηση” παραπέμπει πάντα σε μια σχέση ανωτέρου και κατωτέρου.
Μια άλλη κυρίαρχη οπτική αφορά στο άτομο με αναπηρία ως ”βάρος”. Συνήθως, η έννοια του ”βάρους” έχει να κάνει με την υποτιθέμενη ταλαιπωρία που υφίστανται οι οικογένειες των ατόμων με αναπηρία. Και σ′ αυτήν τη ρητορική, η αναπηρία ταυτίζεται με δυστυχία, όχι μόνο ως προσωπική ”κατάρα”, αλλά και ως παράγοντας μιζέριας για τα στενά κοινωνικά δίκτυα των ατόμων. Είναι εμφανές ότι η συγκεκριμένη λογική είναι βαθιά επιθετική, καθώς παρουσιάζει συνολικά την ύπαρξη του ατόμου ως επιβαρυντική για τους γύρω, ταυτίζοντας ολόκληρη την προσωπικότητα του ατόμου με ένα μόνιμο πρόβλημα. Εδώ γίνεται ξεκάθαρη ενοχοποίηση του ατόμου και μάλιστα με μια στρεβλή μετάθεση. Ενώ οι καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα άτομο με αναπηρία προέρχονται από δυσλειτουργικές κοινωνικές δομές, αυτό αποκρύπτεται και αποδίδεται σε μια εκ γενετής ”ελαττωματική ταυτότητα”. Η λογική του ”βάρους” είναι εν γένει βαθιά προβληματική και επικίνδυνη καθώς παραπέμπει σε αντιλήψεις και πρακτικές περί ευγονικής.
Μια άλλη μορφή κοινωνικής αντίδρασης αφορά στην άρνηση περί ύπαρξης ατόμων με αναπηρίες. Πρόκειται για μια λογική τυφλότητας. Η τυφλότητα αυτή έχει πολλές εκφάνσεις. Για παράδειγμα, η παράβαση οδικών κανόνων και ρυθμίσεων ή η μη τήρηση οδηγιών όπως η ύπαρξη ανελκυστήρων, παραπέμπει σε μια συνθήκη απολύτης απαξίωσης του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία , το οποίο αναλογεί στα άτομα με αναπηρίες. Τέτοιου είδους κοινωνικές συμπεριφορές πηγάζουν από μια κουλτούρα , η οποία καθρεφτίζεται σε αυτές τις ”λεπτομέρειες”, οι οποίες ωστόσο , στο σύνολό τους, συνιστούν σοβαρά πρακτικά εμπόδια για την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρίες στην κοινωνία.
Οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί δεν στοχεύουν στο να οδηγήσουν σε μια γενικευμένη επίθεση απέναντι στην κοινωνία. Ωστόσο, όταν διαπραγματευόμαστε ζητήματα συμπερίληψης, έχει σημασία να αντικρίζουμε την κοινωνία όπως είναι σε αυτήν την δεδομένη στιγμή, και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Πολλές φορές , παρατηρούμε συμπεριφορές κοινωνικής αλληλεγγύης , οι οποίες δεν είναι ”επιφανειακές” ή ”μη αληθινές”. Δεν παύουν όμως, να περιπλέκονται με μη υγιείς πεποιθήσεις για την αναπηρία. Χρειάζεται να ανοίγουμε ανοιχτούς διαλόγους με την κοινωνία και να θέτουμε ανοιχτά ερωτήματα και προβληματισμούς. Μέσα από υγιείς ζυμώσεις και μέσα από την ανάδειξη των αντιθέσεων, τα κινήματα γίνονται ευρύτερα, αναπτύσσονται, και βοηθάνε τους συμμάχους τους να τοποθετούνται με υγιή τρόπο απέναντι στα αιτήματα και τις ανάγκες.